-
1 φύλλο(ν)
τό1) лист (в разя, знач); лепесток (цветка);φύλλο(ν) καπνού — табачный лист;
φύλλο(ν) χάρτου — лист бумаги;
τυπογραφικό φύλλο(ν) — типографский лист;
φύλλο(ν) λευκοσιδήρου — лист жести;
γυρίζω το φύλλο(ν) — а) перевёртывать страницу; — б) перен. изменять взгляды, убеждения, позицию;
2) (чаще πλ.) листва;3) издание; газета; журнал;καθημερινό φύλλο(ν) — ежедневная газета;
4) номер (газеты);στο σημερινό φύλλο(ν) της εφημερίδας... — в сегодняшнем номере газеты...;
5) удостоверение, билет (документ);φύλλ αδείας — воен, увольнительная записка;
отпускное свидетельство;φύλλο(ν) απουσίας — отпускной билет;
φύλλο(ν) πορείας — а) путевой лист; — путёвка; — б) командировочное предписание, удостоверение;
φύλλο(ν) ατομικής προσκλήσεως — призывная повестка;
φύλλο(ν) ποιότητας — служебная характеристика;
φύλλο(ν) μητρώου — мобилизационный список;
6) карта Ν (игральная);έχω φύλλο(ν) — мне везёт в карточной игре;
7) створка;τα φύλλα τού παραθύρου — створки окна;
8) полотнище (материи и т. п.);§ φύλλο(ν) συκής — фиговый листок;
άνευ φύλλου συκής — бесстыдный, нахальный;
απ' τα φύλλα της καρδιάς μου — от всего сердца
-
2 φύλλο(ν)
τό1) лист (в разя, знач); лепесток (цветка);φύλλο(ν) καπνού — табачный лист;
φύλλο(ν) χάρτου — лист бумаги;
τυπογραφικό φύλλο(ν) — типографский лист;
φύλλο(ν) λευκοσιδήρου — лист жести;
γυρίζω το φύλλο(ν) — а) перевёртывать страницу; — б) перен. изменять взгляды, убеждения, позицию;
2) (чаще πλ.) листва;3) издание; газета; журнал;καθημερινό φύλλο(ν) — ежедневная газета;
4) номер (газеты);στο σημερινό φύλλο(ν) της εφημερίδας... — в сегодняшнем номере газеты...;
5) удостоверение, билет (документ);φύλλ αδείας — воен, увольнительная записка;
отпускное свидетельство;φύλλο(ν) απουσίας — отпускной билет;
φύλλο(ν) πορείας — а) путевой лист; — путёвка; — б) командировочное предписание, удостоверение;
φύλλο(ν) ατομικής προσκλήσεως — призывная повестка;
φύλλο(ν) ποιότητας — служебная характеристика;
φύλλο(ν) μητρώου — мобилизационный список;
6) карта Ν (игральная);έχω φύλλο(ν) — мне везёт в карточной игре;
7) створка;τα φύλλα τού παραθύρου — створки окна;
8) полотнище (материи и т. п.);§ φύλλο(ν) συκής — фиговый листок;
άνευ φύλλου συκής — бесстыдный, нахальный;
απ' τα φύλλα της καρδιάς μου — от всего сердца
-
3 φύλλο
[филло] ουσ ο лист. (растения), лист бумаги и т. п.), створка. -
4 φύλλο
1) feuille2) feuillet3) vantail -
5 φύλλο
1) kartka (f) rzecz.2) lista (f) rzecz.3) listek (m) rzecz.4) liść (m) rzecz. -
6 φύλλο
1) list2) lupen -
7 φύλλο
leafΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φύλλο
-
8 φυλλό-στρωτος
φυλλό-στρωτος, mit Blättern, Laub überstreu't, bedeckt, λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους Eur. Rhes. 9.
-
9 φυλλό-σκεπος
φυλλό-σκεπος, von Laub, von Blättern überdeckt, Theophr.
-
10 φυλλό-κομος
φυλλό-κομος, mit Blättern behaart, dicht belaubt, Ar. Av. 217. 742.
-
11 φυλλο-στρώς
φυλλο-στρώς, ῶτος, = Folgdm, im dat., φυλλοστρῶτι πέδῳ, Theocr. ep. 3 (IX, 338).
-
12 φυλλο-σινής
φυλλο-σινής, ές, Blätter beschädigend, Nicand. bei Ath. 683 f. em.
-
13 φυλλο-τρώξ
φυλλο-τρώξ, ῶγος, Blätter, Laub benagend, fressend, Ἕλληνες Antiphan. bei Ath. IV, 130 e.
-
14 φυλλο-τόκος
φυλλο-τόκος, Blätter erzeugend, εἶαρ Oppian. Cyn. 1, 116.
-
15 φυλλο-τόμος
φυλλο-τόμος, Blätter, Laub abschneidend, Gloss.
-
16 φυλλο-φυέω
φυλλο-φυέω, Blätter, Laub treiben, Gloss.
-
17 φυλλο-φόρος
φυλλο-φόρος, Blätter, Laub tragend, bringend, ἀγῶνες Pind. Ol. 8, 76.
-
18 φυλλο-φορέω
φυλλο-φορέω, Blätter tragen, Theophr. u. A.
-
19 φυλλο-χόος
φυλλο-χόος, die Blätter streuend, verlierend; μήν, der Monat, der das Laub von den Bäumen auf die Erde streu't, Hes. bei Poll. 1, 231; vgl. Alciphr. 3, 10; Plut. Symp. 8, 10.
-
20 φυλλο-χοέω
φυλλο-χοέω, die Blätter streuen, fallen lassen, κόμην, von Bäumen, Antiphil. 37 (VII, 141).
См. также в других словарях:
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
φύλλο — το 1. το όργανο αναπνοής του φυτού, πράσινο όταν είναι στην ακμή του, γεμάτο φυτικές νευρώσεις και προσαρμοσμένο στο βλαστό ή στο κλαδί με μίσχο. 2. καθένα από τα πέταλα άνθους: Φύλλο τριαντάφυλλου. 3. μτφ., αντικείμενο πλατύ και λεπτό σαν το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… … Dictionary of Greek
γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα … Dictionary of Greek
μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως — Όργανο των επίσημων δημοσιεύσεων του κράτους, το οποίο εκδίδεται από το 1833. Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα της 1/13 2 1833 της Βαυαρικής Αντιβασιλείας. Από το 1896 υπάγεται στο υπουργείο Οικονομικών (προηγουμένως εξαρτιόταν από το υπουργείο… … Dictionary of Greek
έλασμα — Το πλατύ μέρος του φύλλου, το κυρίως φύλλο. Κάθε πλατύ φύλλο αποτελείται από τρία μέρη, τον κολεό, τον μίσχο και το έ. Πολλά φυτά που δεν έχουν έ. διαθέτουν βελονοειδή ή κυλινδρικά φύλλα. Τα φύλλα που έχουν έ. μπορεί να φέρουν μίσχο και τότε… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
μονόφυλλος — η, ο (ΑΜ μονόφυλλος, ον) (για φυτά και άνθη) αυτός που έχει ένα μόνο φύλλο ή σέπαλο νεοελλ. μσν. (για ένδυμα ή ύφασμα) αυτός τού οποίου το πλάτος αποτελείται από ένα μόνο φύλλο («μονόφυλλο σεντόνι») νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ένα φύλλο… … Dictionary of Greek