Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τυπογραφικό

  • 1 διορθώνω

    [-ώ (ο)] μετ.
    1) поправлять, исправлять; вносить коррективы; корректировать;

    διορθώνω την βολή — корректировать огонь;

    2) чинить, ремонтировать;
    3) приводить в порядок, прибирать; 4) перен. исправлять, вразумлять, образумливать; 5) полигр, править;

    διορθώνω τό τυπογραφικό δοκίμιο — держать корректуру;

    6) хим. ректифицировать;
    § ωραία μας τα διώρθωσες ты всё нам перепутал, ты нам здорово напутал; θα σε διορθώσω εγώ! я тебе покажу!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διορθώνω

  • 2 λάθος

    το ошибка; промах; погрешность; заблуждение;

    τυπογραφικό λάθος — опечатка;

    κάνω λάθος — ошибаться, заблуждаться;

    κάνετε λάθ — вы ошибаетесь;

    τό λάθος είναι δικό σας — это ваша вина;

    κατά λάθος — или εκ λάθους — по ошибке, ошибочно;

    γίνεται λάθος — здесь что-то не так;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λάθος

  • 3 πιεστήριο(ν)

    τό
    1) пресс;

    υδραυλικό πιεστήριο(ν) — гидравлический пресс;

    τυπογραφικό πιεστήριο(ν) — типографский пресс;

    2) давильня, давильный пресс

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πιεστήριο(ν)

  • 4 πιεστήριο(ν)

    τό
    1) пресс;

    υδραυλικό πιεστήριο(ν) — гидравлический пресс;

    τυπογραφικό πιεστήριο(ν) — типографский пресс;

    2) давильня, давильный пресс

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πιεστήριο(ν)

  • 5 σφάλμα

    τό
    1) ошибка, погрешность;

    τυπογραφικό σφάλμα — опечатка;

    ορθογραφικό σφάλμα — орфографическая ошибка;

    2) ошибка, заблуждение; проступок; промах, просчёт;

    διέπραξα μεγάλο σφάλμα — я совершил большую ошибку;

    ομολογώ το σφάλμα μου — признавать свою ошибку

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σφάλμα

  • 6 τυπογραφικός

    η, ό[ν] типографский;

    τυπογραφικό λάθος — опечатка;

    τυπογραφικά στοιχεία — литеры

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τυπογραφικός

  • 7 φύλλο(ν)

    τό
    1) лист разя, знач); лепесток (цветка);

    φύλλο(ν) καπνού — табачный лист;

    φύλλο(ν) χάρτου — лист бумаги;

    τυπογραφικό φύλλο(ν) — типографский лист;

    φύλλο(ν) λευκοσιδήρου — лист жести;

    γυρίζω το φύλλο(ν) — а) перевёртывать страницу; — б) перен. изменять взгляды, убеждения, позицию;

    2) (чаще πλ.) листва;
    3) издание; газета; журнал;

    καθημερινό φύλλο(ν) — ежедневная газета;

    4) номер (газеты);

    στο σημερινό φύλλο(ν) της εφημερίδας... — в сегодняшнем номере газеты...;

    5) удостоверение, билет (документ);

    φύλλ αδείας — воен, увольнительная записка;

    отпускное свидетельство;

    φύλλο(ν) απουσίας — отпускной билет;

    φύλλο(ν) πορείας — а) путевой лист; — путёвка; — б) командировочное предписание, удостоверение;

    φύλλο(ν) ατομικής προσκλήσεως — призывная повестка;

    φύλλο(ν) ποιότητας — служебная характеристика;

    φύλλο(ν) μητρώου — мобилизационный список;

    6) карта Ν (игральная);

    έχω φύλλο(ν) — мне везёт в карточной игре;

    7) створка;

    τα φύλλα τού παραθύρου — створки окна;

    8) полотнище (материи и т. п.);

    § φύλλο(ν) συκής — фиговый листок;

    άνευ φύλλου συκής — бесстыдный, нахальный;

    απ' τα φύλλα της καρδιάς μου — от всего сердца

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φύλλο(ν)

  • 8 φύλλο(ν)

    τό
    1) лист разя, знач); лепесток (цветка);

    φύλλο(ν) καπνού — табачный лист;

    φύλλο(ν) χάρτου — лист бумаги;

    τυπογραφικό φύλλο(ν) — типографский лист;

    φύλλο(ν) λευκοσιδήρου — лист жести;

    γυρίζω το φύλλο(ν) — а) перевёртывать страницу; — б) перен. изменять взгляды, убеждения, позицию;

    2) (чаще πλ.) листва;
    3) издание; газета; журнал;

    καθημερινό φύλλο(ν) — ежедневная газета;

    4) номер (газеты);

    στο σημερινό φύλλο(ν) της εφημερίδας... — в сегодняшнем номере газеты...;

    5) удостоверение, билет (документ);

    φύλλ αδείας — воен, увольнительная записка;

    отпускное свидетельство;

    φύλλο(ν) απουσίας — отпускной билет;

    φύλλο(ν) πορείας — а) путевой лист; — путёвка; — б) командировочное предписание, удостоверение;

    φύλλο(ν) ατομικής προσκλήσεως — призывная повестка;

    φύλλο(ν) ποιότητας — служебная характеристика;

    φύλλο(ν) μητρώου — мобилизационный список;

    6) карта Ν (игральная);

    έχω φύλλο(ν) — мне везёт в карточной игре;

    7) створка;

    τα φύλλα τού παραθύρου — створки окна;

    8) полотнище (материи и т. п.);

    § φύλλο(ν) συκής — фиговый листок;

    άνευ φύλλου συκής — бесстыдный, нахальный;

    απ' τα φύλλα της καρδιάς μου — от всего сердца

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φύλλο(ν)

См. также в других словарях:

  • βινιέτα — Τυπογραφικό ή χαρακτικό κόσμημα στην αρχή ή στο τέλος κεφαλαίου. Βλ. λ. εικονογράφηση. * * * η διακοσμητικό σχεδίασμα στην αρχή ή στο τέλος των κεφαλαίων ενός βιβλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. vignette (< vigne «κλήμα») «διακοσμητικό σχεδίασμα που… …   Dictionary of Greek

  • τυπογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυπογραφία ή στον τυπογράφο (α. «τυπογραφική εργασία» β. «τυπογραφικό λάθος») 2. αυτός που χρησιμεύει στην εκτύπωση («τυπογραφικά στοιχεία» μεταλλικοί και ξύλινοι χαρακτήρες με τους οποίους συντίθεται …   Dictionary of Greek

  • δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… …   Dictionary of Greek

  • σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… …   Dictionary of Greek

  • ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… …   Dictionary of Greek

  • τυπογραφία — Η αναπαραγωγή κειμένου ή εικόνων με κινητά ανάγλυφα στοιχεία. Σε παλαιότερα χρόνια, η στοιχειοθεσία γινόταν με το χέρι, με την εξέλιξη της τεχνικής όμως έχουν εισαχθεί πολλές νέες μέθοδοι (λινοτυπική μηχανή, μονοτυπία, όφσετ) που παρέχουν… …   Dictionary of Greek

  • ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… …   Dictionary of Greek

  • ατλαντικός — ή, ό (Α Ἀτλαντικός, ή, όν) [Άτλας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Άτλαντα νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο Ατλαντικός ο Ατλαντικός Ωκεανός, η θαλάσσια έκταση που απλώνεται ανάμεσα στις ηπειρωτικές μάζες της Ευρώπης και της Αφρικής (προς τα… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… …   Dictionary of Greek

  • δεκαεξασέλιδος — η, ο 1. αυτός που έχει δεκαέξι σελίδες («δεκαεξασέλιδη ανακοίνωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεκαεξασέλιδο ένα τυπογραφικό φύλλο, που διπλώνεται σε δεκαέξι σελίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαέξι + σελίς ( ίδος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»