-
1 φυλλό-σκεπος
φυλλό-σκεπος, von Laub, von Blättern überdeckt, Theophr.
-
2 φυλλόσκεπος
φυλλό-σκεπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλλόσκεπος
-
3 φυλλόσκεπος
φυλλό-σκεπος, von Laub, von Blättern überdeckt -
4 φιλόσκεπος
φῐλό-σκεπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόσκεπος
См. также в других словарях:
κατάσκεπος — κατάσκεπος, ον (Α) κατασκεπασμένος. επίρρ... κατάσκεπα κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκεπος (< σκέπος «κάλυμμα), πρβλ. φιλό σκεπος, φυλλό σκεπος] … Dictionary of Greek