Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φυλάττεσϑαι

См. также в других словарях:

  • φυλάττεσθαι — φυλάσσω keep watch and ward pres inf mp (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • снабдить — русск. цслав., ст. слав. сънабъдѣти, сънабъждѫ διασώζειν, σώζειν, φυλάττεσθαι (Супр.), чеш. snabděti наблюдать, созерцать, обеспечивать . Образовано от bъděti бодрствовать, заботиться (Желтов, ФЗ, 1876, вып. 6, стр. 39; Преобр. II, 343). В… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • блюстисѧ — БЛЮ|СТИСѦ (117), ДОУСѦ, ДЕТЬСѦ гл. 1.Остерегаться, беречься: блюдiсѩ зълодѣ˫а зло бо съдѣваѥть. (πρόσεχε) Изб 1076, 148; ˫ако же ѥмоу облачащюс˫а въ одежю чистоу. простъ же сы оумъмь неже блюдыис˫а ѥ˫а. она же прилѣжьно зьрѩаше хот˫ащи истѣѥ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ενέδρα — η (AM ἐνέδρα) 1. παραφύλαξη, καρτέρι («ἅμα δὲ τοῑς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται», Ξεν.) 2. απάτη, επιβουλή («δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης», Πλάτ.) αρχ. 1. θέση, τοποθέτηση σ ένα τόπο («τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.) 2. τα… …   Dictionary of Greek

  • επικοίμησις — ἐπικοίμησις, ἡ (Α) [επικοιμώμαι] το να κοιμάται κανείς πάνω σε ένα μέλος τού σώματος, δηλ. να τό πιέζει με το σώμα του («ἢν δὲ οὖς κατεαγῇ... τὴν ἐπικοίμησιν φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • μακρόθεν — (AM μακρόθεν) επίρρ. από μεγάλη απόσταση, από μακριά μσν. 1. σε μεγάλη απόσταση, μακριά 2. (με άρθρο ως επίθ.) απομακρυσμένος 3. ως ουσ. αυτός που δεν είναι συγγενής, ξένος αρχ. από πολύ καιρό, από παλιά («φυλάττεσθαι μακρόθεν ἐναργέστατ ἄν ἐκ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»