-
1 σθένος
Grammatical information: n.Meaning: `strength, power, ability, might' (almost only ep. poet. Il.).Compounds: Very often as 2. member, e.g. ἀ-σθενής `without strength, strengthless' (Pi., IA.) with ἀσθέν-εια, - έω. - ημα, - όω, - ωσις; also - ικός (Arist. a.o.); second. simplex σθενής ἰσχυρός, καρτερός H. Also as 1. member, e.g. σθενο-βλαβής `damaging the strenght' (Opp.; after φρενο-βλαβής); PN as Σθενέ-λαος (after Μενέλαος), short name Σθένελος (Il.).Derivatives: 1. σθεν-αρός `powerful' (ep. poet. I 505, also Hp.); after βριαρός, στιβαρός a. o.; 2. Σθέν-ιος m., - ιάς f. surname of Zeus resp. of Athena in Argolis (Paus.); - εια n. pl. name of a Agon in Argos (Plu.), also f. sg. surn. of Athena (Lyc. 1164; after the womens' names in - εια). 3. Backformation σθέν-ω ( ἐπι- σθένος Q. S.) `to be strong, to be able' (only pres. a. ipf.; trag., also late epic a. prose; cf. Schwyzer 723); 4. also - όω `to strengthen' (1. Ep. Pet. 5, 10; fut.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Can have an ( ε)νος-suffix like ἄφενος, κτῆνος a. o. (Schwyzer 513, Chantraine Form. 420), which DELG doubts; further unclear. Hypothesis by Bolling AmJPh 21, 316: to Skt. saghnóti `endure, bear, be up to', Av. a-zg-ata- `irresistable', so IE * sgʷh-énos. Diff. Sommer Lautst.65ff.: for *σθᾶνος (from *στᾱ-σνος) with - ε- after μένος; phonetically improbable.Page in Frisk: 2,698-699Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σθένος
См. также в других словарях:
θεοβλαβής — θεοβλαβής, ές (AM) αυτός που έχει τιμωρηθεί από τους θεούς με βλάβη τών φρενών, με τύφλωση τού νου. Επίρρ.: θεοβλαβώς (Α) με παραφροσύνη που προέρχεται από κάποιον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. α βλαβής, φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
ιχνοβλαβής — ἰχνοβλαβής, ές (Α) αυτός που έχει ελάττωμα ή βλάβη στο πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. θεο βλαβής, φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
κοινοβλαβής — κοινοβλαβής, ές (Μ) αυτός που βλάπτει το κοινό, την κοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βλαβής (< βλάβος), πρβλ. θεο βλαβής, φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
νοοβλαβής — νοοβλαβής, ές (Α) αυτός που έχει υποστεί βλάβη στο μυαλό, φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο βλαβής, ψυχο βλαβής] … Dictionary of Greek
μεγαλοβλαβής — μεγαλοβλαβής, ές (Α) αυτός που προξενεί μεγάλη βλάβη, πολύ βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
οινοβλαβής — οἰνοβλαβής, ές (Α) επιρρεπής στο μεθύσι, μπεκρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
φανεροβλαβής — ές, Α ο καταφανώς ολέθριος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
ψυχοβλαβής — ές, ΝΜΑ αυτός που βλάπτει την ψυχή νεοελλ. φρενοβλαβής. επίρρ... ψυχοβλαβῶς ΜΑ με ψυχική βλάβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
σωματοβλάβεια — ἡ, Α σωματική βλάβη, κάκωση τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + βλάβεια (< βλαβής < βλάβη), πρβλ. φρενο βλάβεια] … Dictionary of Greek
σχοινοσιδηρόδρομος — Λέγεται και σχοινόδρομος. Σύστημα εναέριου σιδηρόδρομου για τη μεταφορά ατόμων. Η σιδηροτροχιά του σ. αποτελείται από δύο ατσάλινα σύρματα, ένα για την άνοδο κι ένα για την κάθοδο. Τα οχήματα είναι καμπίνες κατασκευασμένες από ξύλο ή από μέταλλο… … Dictionary of Greek