Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φιλανθρωπίας

См. также в других словарях:

  • φιλανθρωπίας — φιλανθρωπίᾱς , φιλανθρωπία humanity fem acc pl φιλανθρωπίᾱς , φιλανθρωπία humanity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Диакон — Диаконы Русской православной церкви возжигают кадила Не следует путать с Дьяк. Диакон (лит. форма; разг. дьякон; др. греч …   Википедия

  • NORUNT Fideles — seu Quod norunt fideles seu Norunt initiati quod dicitur, ἴσασιν οἱ μεμυγμένος, formula frequens in Patrum scriptis, in mentione potissimum Sacramentorum usu trita. In unius Chrysostomi Homiliis aliisque scriptis minimum quinquaginta in locis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… …   Dictionary of Greek

  • αγαθομανία — η η μανία, το παράλογο πάθος που σπρώχνει σε υπερβολικές πράξεις φιλανθρωπίας …   Dictionary of Greek

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • αφιλανθρωπία — ἀφιλανθρωπία, η (Α) [αφιλάνθρωπος] έλλειψη φιλανθρωπίας, αγάπης για τους συνανθρώπους …   Dictionary of Greek

  • επιτοκία — η (Α ἐπιτοκία) [επίτοκος] νεοελλ. βιολ. ο τρόπος με τον οποίο πολλαπλασιάζονται μερικά σκουλήκια με αποκοπή τού μισού σώματος, αλλιώς επιγαμία αρχ. ο τόκος τού τόκου («τόκους καὶ ἐπιτοκίας [τῆς φιλανθρωπίας] μή τελοῦντες», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • κομφουκιανισμός — Πολιτικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που έλαβε την ονομασία του από τον Κινέζο φιλόσοφο Κοφούκιο (βλ. λ.). Το σύστημα αυτό διαδόθηκε και πέρα από τα σύνορα της Κίνας (Κορέα, Ιαπωνία) και αναπτύχθηκε, στην πορεία των αιώνων, από άλλους… …   Dictionary of Greek

  • νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»