Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπεδείκνυε

См. также в других словарях:

  • ἐπεδείκνυε — ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • показывати — ПОКАЗЫВА|ТИ (12*), Ю, ѤТЬ гл. 1.Давать возможность увидеть, показывать: и ѿтѹдѹ истекъшею кръвью раны помазавъ. тако ишьдъ показываѥть. плъть ѡчьрвлѥною кръвию. (δείκνυσι) ЖФСт к. XII, 124 об.; и искочивъ начатъ повѣдати и нозѣ показыва˫а своѥи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κοκκώνης, Ιωάννης — (Καστρί Κυνουρίας 1796 – Αθήνα 1864). Πολιτικός, συγγραφέας και παιδαγωγός. Εκπαιδεύτηκε στη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη πριν από το 1817, όπου εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος στο σπίτι του Αποστόλου Παππά. Την περίοδο αυτή εξέδωσε …   Dictionary of Greek

  • Κόρντομπα — I (Cόrdoba). Πόλη (308.072 κάτ. το 2001) της νότιας Ισπανίας στην Ανδαλουσία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (13.771 τ. χλμ., 761.657 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Γκουανταλκιβίρ. Η πόλη αποτελεί εμπορικό κέντρο, μέσω …   Dictionary of Greek

  • Λα Μποεσί, Ετιέν ντε- — (Étienne de La Boétie, Σαρλά 1530 – Ζερμινιάν 1563). Γάλλος συγγραφέας. Συνδέθηκε στενά με τον φιλόσοφο Μοντέν και επιδόθηκε τόσο ένθερμα στη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων ώστε αναδείχθηκε σε έναν από τους πρώτους και σαφέστερους… …   Dictionary of Greek

  • Λαγόρας — (3ος αι. π.Χ.). Κρητικός στρατηγός. Ήταν επικεφαλής σώματος Κρητών μισθοφόρων και διακρίθηκε για τις οργανωτικές και τις διοικητικές του ικανότητες, καθώς και για τη γενναιότητα που επεδείκνυε την ώρα της μάχης. Σύμφωνα με μαρτυρίες του ιστορικού …   Dictionary of Greek

  • Λαδίσλαος — I (Wladyslav). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Λ. Χέρμαν (1043 – 1102). Ηγεμόνας της Πολωνίας (1081 – 1102). Διαδέχθηκε στην εξουσία τον αδελφό του, Βολέσλαο Β’, αν και κατείχε μόνο τον τίτλο του δούκα της Πολωνίας. Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • Λουσοί — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας με ιερό της Άρτεμης. Βρίσκεται στη σημερινή περιοχή Καλαβρύτων (Αχαΐα), κοντά στο μικρό χωριό Λουσικό (υψόμ. 1.140 μ.). Από τα Καλάβρυτα ξεκινά δρόμος που οδηγεί μέσα από τους Άνω και Κάτω Λουσούς μέχρι το ιερό της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»