-
1 φιλ-ανθρωπία
φιλ-ανθρωπία, ἡ, das Wesen, Betragen des φιλάνϑρωπος, Menschenliebe, Menschenfreundlichkeit; Plat. Euthyphr. 3 d; Xen. Cyr. 1, 4,1. 4, 2,10; Dem. 24, 156; Ggstz von ὠμότης Lpt. 109; φιλανϑρωπίαι καὶ ἐγγύαι γίγνονται Dem. 25, 86; εἴς τινα, Pol. 1, 79, 8; πρός τινα, 1, 79, 11; φιλανϑρωπίαν προςάγειν τινί 1, 81, 8; ἡ διὰ τῶν λόγων φιλ. 8, 15, 11; Sp., wie Plut. Lyc. 16 u. oft; Luc. u. A.; D. Sic. 17, 50 sagt χώρα ἐστερημένη πάσης φιλανϑρωπίας, aller menschlichen Cultur entbehrend.
-
2 ξενία
ξενία, ἡ, ion. u. poet. ξεινία, Her. 3, 39 auch ξεινηΐη, v. l., 1) Gastfreundschaft, Gastrecht; μίξεσϑαι ξενίῃ, Od. 24, 314, wie ἀγαϑῇ ξενίῃ 286, die Bewirthung, gastliche Aufnahme; πέποιϑα ξενίᾳ προςάνεϊ Θώρακος, Pind. P. 10, 64; ἐλϑόντες ἐπὶ ξενίαν, N. 10, 49; auch im plur., χαίροντες ξενίαις πανδόκοις, Ol. 4, 17; μὴ πρὸς ξενίας, Soph. O. C. 517; ξενίαν κατῄσχυνε, Eur. Rhes. 842 (vgl. ξένιος); in Prosa; Ἴωσι ξεινίην συνεϑήκατο, er schloß mit ihnen Gastfreundschaft, Her. 1, 27. 3, 39. 7, 116; Thuc. 8, 6 u. Folgde; ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖν, einladen zur Bewirthung, wo eigtl. τραπέζῃ zu ergänzen scheint, Xen. An. 7, 6, 3; Sp., ἀνανεώσασϑαι τὰς πατρικὰς φιλανϑρωπίας καὶ ξενίας, Pol. 33, 16, 2. – 2) Zustand eines Fremden, im Ggstz zum Bürger; ξενίας φεύγειν, als ein Fremder, der sich für einen Bürger ausgegeben hat, angeklagt werden, Ar. vesp. 718; τῆς ξενίας ἁλίσκεσϑαι, Dem. 24, 181; ξενίας ἀγωνισάμενος, Lys. 13, 60; ξενίας φεύγειν Is. 3, 37; Luc. oft. – S. auch ξένιος.
-
3 ἐπι-δείκνῡμι
ἐπι-δείκνῡμι (s. δείκνυμι), 1) aufzeigen, vorzeigen, kund thun, ἔν τ' ἀέϑλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν Pind. N. 11, 14; τά τε νῦν ἐπιδείξω πιστὰ τεκμήρια Aesch. Suppl. 52; ( οὐ μόνον λόγῳ ἤγγειλαν) ἀλλὰ κἀπέδειξαν Soph. El. 1445; σαυτὴν ἐπιδείκνυ τοῖσι ξένοις Ar. Av. 666; πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα τοῖσι Πέρσῃσι Her. 3, 135; vgl. 6, 61; auch med., τὸν στρατόν 7, 146; τῷ Κυαξάρει τὴν δύναμιν Xen. Cyr. 5, 5, 5; τοὺς πρέσβεις τοῖς στρατιώταις An. 6, 4, 4; τὸ στράτευμα, die Parade machen lassen, 1, 2, 14; Folgde überall; bes. eine vollendete Arbeit sehen lassen, zur Schau stellen, Ζεῦξις καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδεί. κνυεν Oec. 10, 1; ᾠδάς, ῥαψῳδίαν, Plat. Legg. VII, 817 d II, 658 b; σ οφίαν Euthyd. 274 a, wie Xen. Conv. 3, 3; τὴν εὔνοιαν καὶ ἀρετὴν αὐτοῦ ἔν τινι Lys. 18, 3; ἑαυτόν, sich zeigen, Plat. Theaet. 145 b. Häufiger noch im med., sich mit Etwas sehen lassen, bes. um sich Beifall u. Ruhm zu erwerben, τοῖς ἐπαινέταις τὴν ἑαυτοῦ σοφίαν Phaedr. 258 a; ἢ ποίησιν ἤ τινα ἄλλην δημιουργίαν Rep. VI, 493 b; τὴν δύναμιν τῆς σοφίας, die Kraft seiner Weisheit an den Tag legen, Euthyd. 247 d; absol., Lach. 179 e, wie Xen. An. 5, 4, 34; τινί, sich vor Einem sehen lassen, Ar. Ran. 771; Plat. Gorg. 447 b; auch εἰς δικαιοσύνην εἴ τις ἐπιδείκνυσϑαι βούλοιτο, in Beziehung auf Gerechtigkeit sich zeigen, hervorthun wollen, Xen. An. 1, 9, 16; ψάλτης Ἀντιγόνῳ ἐπεδείκνυτο, zeigte sich vor dem Ant., Ael. V. H. 9, 36; ἀρετὰς ἔν τινι Isocr. 4, 85; δοκοῠσιν ἐπιδεδεῖχϑαι τὴν μαλακίαν §. 149; νῦν καιρός ἐστιν ἐπιδείξασϑαι τὴν παιδείαν Xen. An. 4, 6, 15; Cyr. 4, 2, 45; τὰ ἔργα φιλανϑρωπίας, sich menschenfreundlich zeigen, 8, 4, 8; λόγον, sich mit seiner Beredsamkeit zeigen, 5, 5, 47 u. Sp.; δύναμιν λόγων Luc. Nigr. 1; αὐλήματα Harmon. 2; oft, wie Plut., von Prunkreden, mit denen man sich hören läßt. – 2) beweisen, darthun; τὴν αἰτίαν Plat. Phaed. 100 d; Aesch. 1, 177; mit folgdm ὅτι, Plat. Rep. III, 391 e; Xen. An. 3, 2, 26 u. sonst; ὡς διδακτόν ἐστιν ἡ ἀρετή Plat. Prot. 320 b; mit folgdm partic., ἐὰν ἐπ ιδείξω τὴν μητέρα φονέα οὖσαν Antiph. 1, 3; Μειδίαν ὑβρικότα Dem. 21, 7; ἐπιδείξω καὶ σὲ ταῠτα τὰ ϑαυμαστὰ συνομολογοῦντα, daß auch du dies zugiebst, Plat. Euthyd. 295 a; c. inf., κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι Xen. Mem. 3, 2, 17. – Von ἐπιδεικνύω impf. ἐπεδείκνυε, Xen. Cyr. 1, 4, 10, part. praes. ἐπιδεικνύων, Mem. 4, 1, 3; Dem. 53, 1.
-
4 ἐπιδείκνῡμι
ἐπι-δείκνῡμι, (1) aufzeigen, vorzeigen, kund tun; τὸ στράτευμα, die Parade machen lassen; bes. eine vollendete Arbeit sehen lassen, zur Schau stellen; ἑαυτόν, sich zeigen; sich mit etwas sehen lassen, bes. um sich Beifall u. Ruhm zu erwerben; τὴν δύναμιν τῆς σοφίας, die Kraft seiner Weisheit an den Tag legen; τινί, sich vor einem sehen lassen; εἰς δικαιοσύνην εἴ τις ἐπιδείκνυσϑαι βούλοιτο, in Beziehung auf Gerechtigkeit sich zeigen, hervortun wollen; ψάλτης Ἀντιγόνῳ ἐπεδείκνυτο, zeigte sich vor dem Ant.; τὰ ἔργα φιλανϑρωπίας, sich menschenfreundlich zeigen; λόγον, sich mit seiner Beredsamkeit zeigen; von Prunkreden, mit denen man sich hören läßt. (2) beweisen, dartun; ἐπιδείξω καὶ σὲ ταῠτα τὰ ϑαυμαστὰ συνομολογοῦντα, daß auch du dies zugibst -
5 φιλανθρωπία
φιλ-ανθρωπία, ἡ, das Wesen, Betragen des φιλάνϑρωπος, Menschenliebe, Menschenfreundlichkeit; χώρα ἐστερημένη πάσης φιλανϑρωπίας, aller menschlichen Kultur entbehrend
См. также в других словарях:
φιλανθρωπίας — φιλανθρωπίᾱς , φιλανθρωπία humanity fem acc pl φιλανθρωπίᾱς , φιλανθρωπία humanity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Диакон — Диаконы Русской православной церкви возжигают кадила Не следует путать с Дьяк. Диакон (лит. форма; разг. дьякон; др. греч … Википедия
NORUNT Fideles — seu Quod norunt fideles seu Norunt initiati quod dicitur, ἴσασιν οἱ μεμυγμένος, formula frequens in Patrum scriptis, in mentione potissimum Sacramentorum usu trita. In unius Chrysostomi Homiliis aliisque scriptis minimum quinquaginta in locis… … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
αγαθομανία — η η μανία, το παράλογο πάθος που σπρώχνει σε υπερβολικές πράξεις φιλανθρωπίας … Dictionary of Greek
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
αφιλανθρωπία — ἀφιλανθρωπία, η (Α) [αφιλάνθρωπος] έλλειψη φιλανθρωπίας, αγάπης για τους συνανθρώπους … Dictionary of Greek
επιτοκία — η (Α ἐπιτοκία) [επίτοκος] νεοελλ. βιολ. ο τρόπος με τον οποίο πολλαπλασιάζονται μερικά σκουλήκια με αποκοπή τού μισού σώματος, αλλιώς επιγαμία αρχ. ο τόκος τού τόκου («τόκους καὶ ἐπιτοκίας [τῆς φιλανθρωπίας] μή τελοῦντες», Φίλ.) … Dictionary of Greek
κομφουκιανισμός — Πολιτικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που έλαβε την ονομασία του από τον Κινέζο φιλόσοφο Κοφούκιο (βλ. λ.). Το σύστημα αυτό διαδόθηκε και πέρα από τα σύνορα της Κίνας (Κορέα, Ιαπωνία) και αναπτύχθηκε, στην πορεία των αιώνων, από άλλους… … Dictionary of Greek
νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ … Dictionary of Greek