Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φαρμακῶν

См. также в других словарях:

  • φαρμακών — dye house masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακών — ῶνος, ὁ, ΜΑ βαφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. ἀνθρακ ών)] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακῶν — φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres part act masc voc sg φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres part act neut nom/voc/acc sg φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres part act masc nom sg (attic epic ionic) φαρμακάω suffer… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμάκων — φάρμακον drug neut gen pl φάρμακος poisoner masc gen pl φαρμακάω suffer from the effect of drugs imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φαρμακάω suffer from the effect of drugs imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακῶνας — φαρμακών dye house masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακῶνες — φαρμακών dye house masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… …   Dictionary of Greek

  • φαρμακευτικός — ή, ό / φαρμακευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαρμακεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φάρμακα ή στην παρασκευή φαρμάκων 2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακευτική α) (παλαιότερα) η προσωπική τέχνη τής παρασκευής τών φαρμάκων β) (σήμερα) επιστήμη και τέχνη που …   Dictionary of Greek

  • ГАЛЕН —    • Galēnus,          Γαληνός, Claudius, врач, история жизни и образования которого известна нам из многочисленных намеков в его сочинениях. Он родился в 131 г. от Р. X. в Пергаме. Отец его Никон, геометр и архитектор, был человек зажиточный и… …   Реальный словарь классических древностей

  • CHRISTUS — I. CHRISTUS Iesu mundi Redemptoris cognomentum. Ab Hebraeo vel Sytiaco Gap desc: Hebrew sic dictus, Ioh. c. 1. v. 42. Εὑρήκαμεν τὸν Μεςςίαν, ὅ ἐςτι μεθερμηνευόμενον, ὁ Χριςτὸς. Ubi Nounus, Σύτγενε Μεςςίαν σοφὸν εὕρομεν, ὃς θεὸς ἀνὴθ Χριςτὸς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • συνταγή — (Ιατρ.). Γραπτές οδηγίες που αφορούν την ποιότητα, τη δόση, τη μορφή των φαρμάκων ή τον τρόπο παρασκευής τους. Οι οδηγίες γράφονται σε φύλλα χαρτιού, που στην κορυφή του έχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του γιατρού. Σ’ αυτήν αναφέρεται η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»