-
1 φαντάσματα
φάντασμαapparition: neut nom /voc /acc pl -
2 σκιο-ειδής
σκιο-ειδής, ές, schattenartig, schattenähnlich, übh. dunkel, finster, trüb, neblig; φῠλα, Ar. Av. 686; φαντάσματα, Plat. Phaed. 81 d.
-
3 φάντασμα
φάντασμα, τό, Erscheinung, Gespenst; ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις Aesch. Spt. 692; νύκτερα frg. 293; Eur. Hec. 54; bei Plat. von εἰκών unterschieden, Soph. 236 c; τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα Rep. VI, 510 a; Ggstz τὰ ὄντα X, 599 a. – Vorstellung, Soph. 232 a; bei den Stoikern bes. das Bild einer nichtigen, leeren Vorstellung.
-
4 ζω-γραφέω
ζω-γραφέω, (nach dem Leben od. lebende Wesen) malen; Ar. Eccl. 996; Plat. Rep. X, 598 b; φαντάσματα ἐζωγραφημένα Phil. 40 a; Sp.; bemalen, τὰς ὀφρῠς ἀσβόλῳ Alexis Ath. XIII, 568 c.
-
5 ἐν-ύπνιος
ἐν-ύπνιος, im Schlafe, im Traume erscheinend; φαντάσματα Aesch. Spt. 699; ἐνύπνιος ἦλϑε Artemon. 2 (VII, 124). Die Alten erkl. das homerische ἐνύπνιον durch ἐνυπνίως.
-
6 εκλεαινω
1) разглаживать(τὰς ῥυτίδας Plat.)
2) обтесывать, полировать(λίθον Diod.)
3) выравнивать(ὁδόν Plut.)
4) умерять, успокаивать, унимать -
7 ενυπνιος
-
8 σκιοειδης
-
9 φαντασμα
- ατος τό1) видение, призрак Eur.ἐνύπνια φαντάσματα Aesch. — сонные грезы
2) сновидение Theocr.3) отражение(ἐν τοῖς ὕδασι Plat.; ἐν κατόπτρῳ Arst.)
4) воображение, представление Plat. -
10 σκιοειδής
σκῐο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιοειδής
-
11 συσχηματίζω
A correct, remodel,σ. [τοὺς ὁρισμοὺς] πρὸς τὸ.. ἔχειν ἐπιχείρημα Arist.Top. 151b8
;τὰ φαντάσματα Plu.2.83c
:—[voice] Pass., form oneself after another, to be conformed to his example, πρός τινας ib. 100f;τῷ αἰῶνι τούτῳ Ep.Rom.12.2
, cf. 1Ep Pet.1.14.II Astron., in [voice] Pass., to be similarly situated, Ptol.Phas.p.12 H., Tetr.34, S.E. M.5.33, Vett.Val.42.22, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συσχηματίζω
-
12 φάντασμα
A = φάσμα, apparition, phantom,ἐνύπνια φαντάσματα A.Th. 710
;νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφάς Id.Fr. 312
;φ. δαίμονος Plu. Dio 2
, cf. E.Hec.54,94 (anap.), 390, Chrysipp.Stoic.2.22, Ev.Matt.14.26;περὶ τὰ μνήματα.. ὤφθη ἄττα ψυχῶν σκιοειδῆ φ. Pl.Phd. 81d
; vision, dream, Arist.EN 1102b10(pl.), Theoc.21.30.b pl., phenomena,τὰ ἐν ἀέρι φ. Arist. Mu. 395a29
: pl., portents, D.H.4.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάντασμα
-
13 ψυχροφαντάσματα
A gloss on ψυχροκομψώματα (sic), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχροφαντάσματα
-
14 ἀποζωγραφέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποζωγραφέω
-
15 ἐκλεαίνω
A smooth out or away, : hence, abolish, cause to disappear, Hp.Prorrh.2.20 ([voice] Pass.), Plu.2.567f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκλεαίνω
-
16 ἐνύπνιος
ἐνύπν-ιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνύπνιος
-
17 ὀνειρατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνειρατικός
См. также в других словарях:
φαντάσματα — φάντασμα apparition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάντασμα — Λέξη που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φαίνομαι, γι’ αυτό και κατά τους αρχαίους χρόνους είχε την έννοια του οράματος ή της εικόνας. Στα νεότερα χρόνια σημαίνει την εμφάνιση νεκρών στους ζωντανούς, κατά τις λαϊκές δοξασίες. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
PHANTASIAE — propie sunt τῆς μανίας, furoris. Theophrastus de strychno, Δέδοται δε αὐτῆς ἐὰν μὲν οὕτως ὥςτε παίζειν, καὶ δοκεῖν ἑαυτῷ κάλλιςτον εἶναι, δραχμὴ ςταθμῷ. Ε᾿ὰν δε μᾶλλον μαίνεςθαι, καὶ φαντασιας τινὰς φαίνεςθαι, δύο δραχμαί. Si quis velit facere,… … Hofmann J. Lexicon universale
αλαφροήσκιωτος — η, ο 1. (για δέντρα) αυτός που έχει ελαφριά σκιά, ώστε να μην προξενεί πονοκέφαλο σ’ αυτούς που κοιμούνται από κάτω 2. αυτός που δεν κοιμάται βαθιά, που μπορεί να ξυπνήσει εύκολα 3. αυτός που έχει καλό ήσκιο, καλή τύχη, που δεν επηρεάζει βλαβερά… … Dictionary of Greek
στοιχειώνω — Ν [στοιχειό] 1. κάνω κάποιον στοιχειό με τη θυσία ζωντανού όντος στα θεμέλια εγειρόμενου κτίσματος («αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει», δημ. τραγούδι) 2. (για πρόσ. και πράγμ.) μεταβάλλομαι σε στοιχειό ή καταλαμβάνομαι από… … Dictionary of Greek
φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… … Dictionary of Greek
Ντε Κίρικο, Τζόρτζιο — (Giorgio de Chirico, Βόλος, Ελλάδα 1888 – 1978). Ιταλός ζωγράφος. Σπούδασε στην Αθήνα και αργότερα στο Μόναχο, όπου ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα ρομαντικά, φασματικά και ονειρικά τοπία του Άρνολντ Μπέκλιν. Το 1911, ύστερα από σύντομη, διαμονή… … Dictionary of Greek
Napoleon Lapathiotis — (Ναπολέων Λαπαθιώτης; 31 October 1888 – 7 January 1944) was a Greek poet. A native of Athens, he began writing and publishing poetry when he was eleven. In 1907, along with others, he established the Igiso (Ἡγησώ, from the Attic Greek name… … Wikipedia
TEI of Western Macedonia — The Technological Educational Institution (TEI) of Western Macedonia is a state run tertiary education institution based in Kozani, Greece. The institution, which was founded in 1976, operates satellite campuses in the nearby towns of Kastoria,… … Wikipedia
ВООБРАЖЕНИЕ — фантазия способность человеческого сознания создавать образы, не имеющие непосредственных аналогов в действительности. Философия изучает творческое продуктивное В., которое, отталкиваясь от наличной вещи с ее случайными признаками и особенностями … Философская энциклопедия
видѣниѥ — ВИДѢНИ|Ѥ (474), А с. 1.Восприятие зрением, видение; обозрение, осмотр; созерцание: игранiѥ и плѩсаниѥ и гудениѥ. входѩщемъ въстати всемъ. да не осквьрнѩть имъ чювьсва. видѣниѥмь и слышаниѥмь. по оч҃кому повелѣнию. КН 1280, 513в; множицею на… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)