Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φάσμα

См. также в других словарях:

  • φάσμα — apparition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — το, ατος 1. ό,τι φαίνεται, το φαινόμενο, το όραμα. 2. φάντασμα, οπτασία, εικόνα πεθαμένου που εμφανίζεται σε ζωντανούς: Το φάσμα του πατέρα του Άμλετ. 3. μτφ., απειλή ή κίνδυνος που προσωποποιείται και πλησιάζει: Το φάσμα του πολέμου. – Το φάσμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιακό φάσμα — Τo φάσμα του ηλιακού φωτός που εκτείνεται από την περιοχή των ακτίνων γάμμα έως την περιοχή των ραδιοκυμάτων. Έχει πολύ μεγάλη κλίμακα εντάσεων με μέγιστο στα μήκη κύματος του ορατού φωτός. Μολονότι το κεντρικό τμήμα της καμπύλης μεταβάλλεται… …   Dictionary of Greek

  • φάσμ' — φάσμα , φάσμα apparition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασμάτων — φάσμα apparition neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσμασι — φάσμα apparition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσμασιν — φάσμα apparition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσματα — φάσμα apparition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσματι — φάσμα apparition neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσματος — φάσμα apparition neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»