Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φαντάσματα

  • 1 нежить

    -жу, -жишь
    ρ.δ.μ. θωπεύω, χαϊδεύω, κανακεύω. || δείχνω αβρότητα, τρυφερότητα. || τέρπω, θέλγω, ευφραίνω.
    τέρπομαι, αγαλλιάζω, ευφραίνομαι, θέλγομαι•

    нежить на сол— нце αγαλλιάζω στον ήλιο.

    θ. (διαλκ.)
    1. τα φαντάσματα, τα ξωτικά.
    2. ακατοίκητο (έρημο) μέρος.

    Большой русско-греческий словарь > нежить

  • 2 нечисть

    θ. αθρσ. (απλ.)
    1. πνεύματα ακάθαρτα (κακά, πονηρά), φαντάσματα, ξωτικά.
    2. μτφ. (για ζώα, ζωίδια, έντομα) αντιπαθητικός, αηδιαστικός, σιχαμερός.
    3. μτφ. (γι•α. ανθρώπους) βδελυρός, μυσαρός, επάρατος.

    Большой русско-греческий словарь > нечисть

  • 3 призрак

    -а ос.
    1. όραμα φάντασμα φάσμα•

    ночные -и νυχτερινά φαντάσματα.

    βλ. привидение.
    2. οπτασία, όνειρο, ευσεβής πόθος•

    призрак воображения πλάσμα φαντασίας, χίμαιρα.

    Большой русско-греческий словарь > призрак

  • 4 чертовский

    επ.
    1. διαβολικός, του διαβόλου•

    -ие наваждения διαβολικά φαντάσματα•

    -замысел διαβολική επινόηση•

    -ие шэ.шни διαβολικές ραδιουργίες ή μηχανορραφίες•

    -вские ухищрения διαβολικές πανουργίες• διαβολές.

    2. πολύ ισχυρός, διαβολεμένος, δαιμονισμένος•

    -ая боль διαβολεμένος πόνος•

    чертовский холод διαβολεμένο κρύο.

    || δύσκολος, βαρύς•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    чертовский подъм διαβολεμένος ανήφορος.

    Большой русско-греческий словарь > чертовский

  • 5 Reflection

    subs.
    Image: P. and V. εἰκών, ἡ.
    Reflections in water: P. τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα, ἐν ὕδασιν εἰκόνες.
    A pale reflection of friendship (as opposed to reality): V. ὁμιλίας κάτοπτρον (Æsch., Ag. 839).
    Consideration: P. and V. σκέψις, ἡ (Eur., Hipp. 1323), P. ἐπίσκεφις, ἡ.
    Meditation: P. and V. σύννοια, ἡ, ἐνθμησις, ἡ (Eur., frag.), Ar. and V. φροντς, ἡ (rare P.), P. ἔννοια, ἡ.
    Reconsideration: P. ἀναλογισμός, ὁ.
    Blame: P. and V. μέμψις, ἡ, ψόγος, ὁ.
    Discredit: P. and V. αἰσχνη, ἡ, ὄνειδος, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reflection

  • 6 Shadowy

    adj.
    Faint, dim: P. ἀμυδρός, V. μαυρός, P. and V. σαφής.
    Empty: P. and V. κενός.
    Spectral: Ar. and P. σκιοειδής.
    Shadowy spectres: P. σκιοειδῆ φαντάσματα (Plat.).
    Dark: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης; see Dark.
    Vague, ill-defined: P. and V. σαφής, δηλος, V. σημος; see Obscure.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shadowy

См. также в других словарях:

  • φαντάσματα — φάντασμα apparition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάντασμα — Λέξη που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φαίνομαι, γι’ αυτό και κατά τους αρχαίους χρόνους είχε την έννοια του οράματος ή της εικόνας. Στα νεότερα χρόνια σημαίνει την εμφάνιση νεκρών στους ζωντανούς, κατά τις λαϊκές δοξασίες. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • PHANTASIAE — propie sunt τῆς μανίας, furoris. Theophrastus de strychno, Δέδοται δε αὐτῆς ἐὰν μὲν οὕτως ὥςτε παίζειν, καὶ δοκεῖν ἑαυτῷ κάλλιςτον εἶναι, δραχμὴ ςταθμῷ. Ε᾿ὰν δε μᾶλλον μαίνεςθαι, καὶ φαντασιας τινὰς φαίνεςθαι, δύο δραχμαί. Si quis velit facere,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλαφροήσκιωτος — η, ο 1. (για δέντρα) αυτός που έχει ελαφριά σκιά, ώστε να μην προξενεί πονοκέφαλο σ’ αυτούς που κοιμούνται από κάτω 2. αυτός που δεν κοιμάται βαθιά, που μπορεί να ξυπνήσει εύκολα 3. αυτός που έχει καλό ήσκιο, καλή τύχη, που δεν επηρεάζει βλαβερά… …   Dictionary of Greek

  • στοιχειώνω — Ν [στοιχειό] 1. κάνω κάποιον στοιχειό με τη θυσία ζωντανού όντος στα θεμέλια εγειρόμενου κτίσματος («αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει», δημ. τραγούδι) 2. (για πρόσ. και πράγμ.) μεταβάλλομαι σε στοιχειό ή καταλαμβάνομαι από… …   Dictionary of Greek

  • φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Κίρικο, Τζόρτζιο — (Giorgio de Chirico, Βόλος, Ελλάδα 1888 – 1978). Ιταλός ζωγράφος. Σπούδασε στην Αθήνα και αργότερα στο Μόναχο, όπου ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα ρομαντικά, φασματικά και ονειρικά τοπία του Άρνολντ Μπέκλιν. Το 1911, ύστερα από σύντομη, διαμονή… …   Dictionary of Greek

  • Napoleon Lapathiotis — (Ναπολέων Λαπαθιώτης; 31 October 1888 – 7 January 1944) was a Greek poet. A native of Athens, he began writing and publishing poetry when he was eleven. In 1907, along with others, he established the Igiso (Ἡγησώ, from the Attic Greek name… …   Wikipedia

  • TEI of Western Macedonia — The Technological Educational Institution (TEI) of Western Macedonia is a state run tertiary education institution based in Kozani, Greece. The institution, which was founded in 1976, operates satellite campuses in the nearby towns of Kastoria,… …   Wikipedia

  • ВООБРАЖЕНИЕ — фантазия способность человеческого сознания создавать образы, не имеющие непосредственных аналогов в действительности. Философия изучает творческое продуктивное В., которое, отталкиваясь от наличной вещи с ее случайными признаками и особенностями …   Философская энциклопедия

  • видѣниѥ — ВИДѢНИ|Ѥ (474), А с. 1.Восприятие зрением, видение; обозрение, осмотр; созерцание: игранiѥ и плѩсаниѥ и гудениѥ. входѩщемъ въстати всемъ. да не осквьрнѩть имъ чювьсва. видѣниѥмь и слышаниѥмь. по оч҃кому повелѣнию. КН 1280, 513в; множицею на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»