-
1 μελανοειδής
μελᾰνο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανοειδής
-
2 σκιοειδής
σκῐο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιοειδής
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский