Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκλεαίνω

См. также в других словарях:

  • εκλεαίνω — βλ. εκλειαίνω …   Dictionary of Greek

  • εκλειαίνω — (AM ἐκλειαίνω Α και ἐκλεαίνω) 1. κάνω κάτι λείο ή ομαλό 2. στιλβώνω, γυαλίζω …   Dictionary of Greek

  • προσεκλεαίνω — Α τρίβω ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκλεαίνω «κάνω κάτι λείο, γυαλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκλεαίνω — Α καθιστώ λείο, εξομαλύνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλεαίνω / ἐκλειαίνω «κάνω κάτι λείο, εξομαλύνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»