-
61 ἐκ-τενής
ἐκ-τενής, ές, ausgespannt, bes. angespannt, thätig, diensteifrig; φίλοι Aesch. Suppl. 961; Pol. 22, 5, 4; N. T.; was aushält, reichlich, ibd.; neben δαψιλής, dem φειδωλός entgeggstzt, Poll. 3, 118. – Adv. ἐκτενῶς, angespannt, heftig; ἀγαπώμενος Mach. bei Ath. XIII, 579 e; νοσηλεύω Her. vit. Hom. 7; N. T.; dienstfertig, freundlich, καὶ φιλανϑρώπως ἐκδέχεσϑαι Pol. 8, 21; reichlich, ζῆν πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον Agatharch. Ath. XII, 527 c.
-
62 ἑταῖρος
ἑταῖρος, ὁ, ion. u. poet. auch ἕταρος, Gefährte, Genosse, Jeder, der mit einem Andern zu irgend einer Thätigkeit sich verbunden hat, bei Hom. gew. Kriegsgefährten u. Schiffsgenossen, u. zwar die Untergebenen, die aber hierdurch u. durch den Zusatz ἐσϑλοί, φίλοι, ἐρίηρες geehrt werden, denn sie bilden als freie Männer das Geleit des Heerführers, des Königs; von Mitsklaven Od. 14, 407, von Tischgenossen Il. 17, 577. Uebtr. heißt auch der günstige Fahrwind ἐσϑλὸς ἑταῖρος, ein wackerer Geselle, der das Schiff treiben hilft, Od. 11, 7. 12, 149. Aristarch erklärte Odyss. 11, 7. 12, 149 gradezu ἑταῖρος für gleichbedeutend mit συνεργός, Helfer, Gehülfe, eben so Iliad. 10, 242, wie auch Iliad. 13, 456 ἑταρίσσαιτο für gleichbedeutend mit συνεργὸν λάβοι, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 13, 456. 10, 242, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 116. – Das Wort bezeichnet bei den Folgdn jede genaue Verbindung und Freundschaft, Pind. und Tragg.; ἀγαϑῶν ἑτάρων Aesch. Pers. 949; Soph. Ai. 672 O. C. 1402, an den hom. Gebrauch erinnernd; ἄνδρ' ἑταῖρον Eur. Alc. 779; – in Prosa, vgl. bes. αἰεὶ ἑταίρω τε καὶ φίλω ἦμεν Plat. Lach. 180 e; οὗτος ἐμός τε ἑταῖρος ἦν ἐκ νέου καὶ ὑμῶν τῷ πλήϑει Apol. 21 a; als adj., z. B. neutr., Rep. IV, 439 d; superlat. ἑταιρότατος Phaed. 89 d Gorg. 487 d; bes. nannte Sokrates seine Schüler so, Xen. Mem. 2, 8, 1; vgl. auch Poll. 4, 45. – Im macedonischen Heere hieß so der Kern der Reiterei, die Garde der Könige zu Pferde, Arr., D. Sic., Pol. bei Ath. V, 194 e. – Häufig als Anrede an Jeden, dessen Namen man nicht weiß, guter Freund.
-
63 καθώς
1. επίρρ. как;έκαμα καθώς μού είπες — я сделал так, как ты мне сказал;
2. σύνδ. как только, когда;καθώς τον είδα — как только я его увидел;
καθώς μπαίνεις — как войдёшь;
§ καθώς επίσης, καθώς καί — а также;
καθώς καί οι φίλοι του — а также и его друзья;
καθώς πρέπει — а) как следует; — б) великолепный; — что надо- (разг);
κυρία καθώς πρέπει — женщина что надо;
καθώς φαίνεται — как видно, видимо, как кажется
-
64 такой
αντων.1. τέτοιος•такой работник нам нужен τέτοιος εργάτης μας χρειάζεται•, какой есть τέτοιος, που είναι•
я не такой человек, который меняет своё мнение δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, που
αλλάζω τη γνώμη μου•до такой степени σε τέτοιο βαθμό•
нет -ого человека среди нас δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας•
точно такой же τέτοιος ακριβώς, απαράλλαχτος•
-ие друзья редки τέτο ιο ι, φίλοι, είναι, σπάνιοι•
в -ом же омысле στο ίδιο πνεύμα.
2. σε συνδυασμό με τις αντωνυμίες•кто, что, какой σημαίνει ακριβώς•
кто он такой ποιος ακριβώς είν' αυτός.
|| σε συνδυασμό με τις αντων. кто-то, что-то σημαίνει: κάποιος, κάτι.3. ουσ. такое ουδ. τέτοιο•мы к -ому ещё не привыкли σε τέτοιο ακόμα δε συνηθίσαμε.
εκφρ.- им образон – α) έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, β) συνεπώς, κι έτσι•в -ом случае – κ. (απλ.) в -ом резе σε τέτοια περίπτωση•и всё • такойое (прочее) – και όλα τα τέτοια (τα παρόμοια)• όλ αυτά και τ άλλα τέτοια•что -ое – τι είναι ή τι θα πει•что -ое космос? – τι είναι το διάστημα;•что -ое ракета? – τι είναι ο πύραυλος;•что же (ж) -ое – κ. что же (ж) -ого τι το ιδιαίτερο (είναι εδώ). -
65 προκαλέω
B mostly [voice] Med., call out to fight, challenge,Αἴας δὲ πρῶτος προκαλέσσατο Il.13.809
, cf. Od.8.142;ἴθι νῦν προκάλεσσαι.. Μενέλαον ἐξαῦτις μαχέσασθαι Il.3.432
, cf. 7.39; προκαλέσσατο χάρμῃ ib. 218; so, later,π. εἰς ἀγῶνα X.Mem.2.3.17
, cf. Luc.Symp.20;εἰς μονομαχίαν Ael.VH1.24
;μάχῃ Anacreont.12.7
; ταῦτα π. τοὺς συνόντας thus.., X.Cyr.1.4.4; challenge to drink, Critias Fr.6.7 D.; π. τινὰ συμπαίζειν; συγγυμνάζεσθαι, Anacr.14.4, Pl.Smp. 217c: prov., ἱππέας εἰς πεδίον προκαλῇ, Σωκράτη εἰς λόγους προκαλούμενος, of one who challenges another in his own department, Id.Tht. 183d, cf. Men.268.2 invite or summon,τινὰ ἐς λόγους Hdt.4.201
, Th.3.34;ἐς σπονδὰς καὶ διάλυσιν πολέμου Id.4.19
;ἐπὶ ξυμμαχίαν Id.5.43
;ἐπὶ τιμωρίαν D.21.226
;πρὸς τὸ συνδειπνεῖν Pl.Smp. 217c
; [ ἰχθῦς] πρὸς τὴν θήραν π. entice them out, Arist. HA 534a17; πρὸς αὑτόν τινας endeavour to attach them to oneself, Plb.3.77.7.3 c. acc. et inf., invite one to do.., Trag.Adesp. 165 (= Com.Adesp.1295), etc.;π. τινὰ ἐς λόγον ἐλθεῖν Isoc.5.91
;εἰρήνην ποιεῖσθαι X.HG2.2.15
, cf. Pl.Euthd. 294b, etc.;προκαλούμεθα ὑμᾶς φίλοι εἶναι καὶ ἐκ τῆς γῆς ἡμῶν ἀναχωρῆσαι Th.5.112
; of things, αὐτὰ (sc. τὰ πράγματα) invite, admonish,Arist.
Pol. 1331a22: also π. εἰ βούλοιντο.., c. inf., Th.4.30.4 abs., αὐτῶν προκαλεσαμένων at or after their invitation, ib. 20, cf. Pl.R. 451c; appeal,προκαλεῖσθαι περί τινος ἐπὶ Ῥωμαίους Plb.24.9.13
.II c. acc. rei, offer, propose,δίκην Th.1.39
, cf. 2.72, 73, Ar. Ach. 984, etc.;τὰ εἰρημένα Th.5.37
;τὰς σπονδάς Ar.Eq. 796
: with acc. pers. added, προκαλεῖσθαί τινας τὴν εἰρήνην offer them peace, Id.Ach. 652, cf. Pl.Euthphr.5a, Chrm. 169c.2 law-term, make an offer or challenge to the opponent for bringing about a decision, e.g. for submitting the case to arbitration, letting slaves be put to the torture, etc.,προκαλοῦνται πρόκλησιν ἡμᾶς D.37.12
, cf. 40.44, Antipho 1.6: c. acc. pers., challenge him, Id.6.23; π. εἰς πάντα τινάς ib.26;εἰς ἀντίδοσιν Lys.24.9
;εἰς ὅρκον D.52.17
;εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν Is.6.31
(leg. προς-) ; π. τινά τι make one an offer, D.48.4, cf. 37.42: c. acc. et inf., π. τὴν μητέρα ὀμόσαι offer that she should take an oath, Id.55.27: c. inf. only,π. ἐθέλειν ἐπιδεῖξαι Id.27.50
, cf. 54.27; alsoπ. κατά τινος εἰς μαρτυρίαν Id.29.20
( προσκ- codd.):—[voice] Pass., π. περὶ Ἐπιδάμνου ἐς κρίσιν Th.l.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαλέω
-
66 προσήκω
προσήκω (written προσhεκ-, i.e. προσἡκ-, IG12.57.15), [dialect] Dor. [full] ποθήκω GDI2151, al. (Delph.), hyperdor. [full] ποθάκω Diotog. ap. Stob. 4.1.133:—A to have come, be at hand, be present,χρεία προσήκει A.Pers. 143
(anap.);ὡς φίλοι προσήκετε S.Ph. 229
, cf. OC35, El. 1142; ; π. ὄχθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν reach to the river, X.An.4.3.23;τοῦ πρὸς ταῦτα -ήκοντος θεάτρου Id.HG7.4.31
.II metaph., belong to, ; τῷ γὰρ προσήκει.. τόδε; whom does this concern? Id.El. 909; Πενθεῖ δὲ τί μέρος.. προσῆκε; E.Ba. 1301;νομίσας ἑορτὴν ἑαυτῷ τι προσήκειν Th.1.126
;τῇ βασιλείᾳ π. οὐ ῥᾳδιουργία, ἀλλὰ καλοκἀγαθία X.Ages.11.6
, cf. Pl.R. 443a;ὅσα τριήρεσιν προσήκει Id.Criti. 117d
, etc.; γεωργίᾳ, ναυτιλίᾳ π., appertain to.., Id.R. 527d: sts. folld. byπρός, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο π. τὸ πάθος Hdt.8.100
, cf. D.C. 58.27.b of persons, belong to, be related to (cf. infr. 111.3), τινι E.IT 550; Τηρεῖ·.. ὁ Τήρης οὗτος οὐδὲν π. Th.2.29; αὐτῇ π. Φειδίας is concerned with her, Ar. Pax 616;προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Th.6.84
;π. γένει Ar.Ra. 698
: c. inf., οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε we do not belong to them to punish, i.e. it is not for them to punish us, E.Or. 771 (troch.).2 impers., it belongs to, concerns, freq. with neg. and gen. rei (with περί c. gen., Phld.Rh.1.202 S.), οὐδέν μοι π. τῆς αἰτίας ταύτης I have nothing to do with.., Antipho 6.33, cf. X.An.3.1.31, Cyr.8.1.37;ἐμοὶ οὐδαμόθεν π. τούτου τοῦ πράγματος And.4.34
;οὐδ' ὁτιοῦν π. ἑαυτοῖς οὐδενὸς τῶν Ἁγνίου D.43.20
, cf. 35.33; so with a question, τί οὖν π. δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων; Ar.Av. 969, cf. X.Mem.4.5.10, etc.; προσήκει [τισὶ] οἰκείου τινὸς ἀγαθοῦ they possess a peculiar excellence, Dam.Pr.34.b c. dat. pers. et inf., it belongs to, beseems,οἷς προσῆκε πενθῆσαι A.Ch. 173
; ; ;ἀγαθοῖς ὑμῖν π. εἶναι X. An.3.2.11
, cf. Pl.Phdr. 233a; cf. infr. 111.4: c.acc. pers., οὔ σε προσήκει.. λέγειν' tis not meet that thou.., A.Ag. 1551 (anap.), cf. E.Or. 1071, Pl.Grg. 491d, X.An.3.2.15 (the [tense] impf. προσῆκεν is said to be used for προσήκει in 7.7.18, Eq.12.14: [dialect] Att. usage, acc. to Thom.Mag.p.287 R.): sts. the two constructions are combined,προσήκει τοῖς μὲν ἄλλοις.. στέργειν, σὲ δὲ.. νομίζειν Isoc.5.127
: sts. the inf. is supplied, ἑκάστῳ (v.l. ἕκαστος)ἀπολοφυράμενοι ὃν π. [ἀπολοφύρασθαι] ἄπιτε Th.2.46
;ἐγὼ δὲ πάνθ' ὅσα π. τὸν ἀγαθὸν πολίτην [πράττειν] ἔπραττον D.18.180
, cf. 23.164, Isoc.15.119, X.Mem.2.1.32.III freq. in Part. as Adj.,1 belonging to one,αἰτία οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσα D.21.110
, cf. Antipho 5.2; μηθενὶ μηθὲν ποθήκουσα, of a slave, GDI l.c.: c.gen., ἐν τοῖς τοῦ πράγματος ἑκάστοις προσήκουσιν all that belongs to his business, Pl.Lg. 643b: abs., τὰς οὐ προσηκούσας ἁμαρτίας not his own faults, Antipho 3.2.10; τὰ μὴ π. ([etym.] ἀλλότρια)ἐπικτωμένους Th.4.61
;οἱ π. ξύμμαχοι Id.1.40
, etc.2 befitting, proper, meet, π. ἐγκλήματα ibid., Hyp. Eux.24;ἡ π. σωτηρία Th.6.83
;τὸ π. ἑκάστῳ ἀποδιδόναι Pl.R. 332c
; , cf.Epin. 985d;ἔλεος D.21.196
, etc.: τὰ π. what is fit, seemly, εἰπεῖν περὶ Κύρου τὰ π. X.Cyr.3.3.1; τὰ π. πράττειν to do one's duty, Id.Mem.1.1.12, etc.;τὰ π. ἔργα Id.HG3.4.16
; also τὸ προσῆκον fitness, propriety, ἐκτὸς τοῦ π. E.Heracl. 214; πέρα τοῦ π. Antipho 5.1; μακρότερα τοῦ π. Pl.Cra. 413a; μᾶλλον τοῦ π. Id.Lg. 697c; παρὰ τὸ π. Id.Phlb. 36d, Thphr.Char.17.1; κατὰ τὸ π. Plu.2. 122a; soοὐκ ἐκ προσηκόντων Th.3.67
: c. inf., προσήκοντα ἀκοῦσαι σοφίσματα fit to hear, Pl.R. 496a;λόγοι π. ἀκούειν Id.Lg. 811d
.3 of persons, akin,τὸ ἀνέκαθεν τοῖσι Κυψελίδῃσι ἦν προσήκων Hdt.6.128
, cf. A.Ch. 689;γένει προσήκων βασιλεῖ X.An.1.6.1
;οἱ προσήκοντες γένει E.Med. 1304
, cf. Pl.Lg. 874a; κατὰ γένος, διὰ συγγένειαν, Plu. Thes.19, Cat.Mi.14, etc.;οἱ προσήκοντες τῷ νεκρῷ Hdt.4.14
, cf. X. HG1.7.21, etc.; οἱ προσήκοντές οἱ his relations, Hdt.1.216; alsoοἱ π. τινός Th.1.128
, Lys.18.1, Pl.Ap. 34b;οἱ μάλιστα π. Hdt.3.24
;πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς π. Pl.Ap. 33d
; [dialect] Dor. οἱ ποθίκοντες Orac. ap. D.43.66: hence αἱ προσήκουσαι ἀρεταί hereditary fair fame, Th.4.92.b οὐδὲν προσήκων one who has nothing to do with the matter, Pl.R. 539d; οὐδὲν προσῆκον ἐνίοις though there is no connexion in some cases, Id.Cra. 397b: c. inf., θεὸν.. οὐδὲν προσήκοντ' ἐν γόοις παραστατεῖν having no concern with assisting one in sorrows, A.Ag. 1079; πρὸς τοὺς μὴ προσήκοντας (sc. ὀλιγωρίας τυγχάνειν) Arist.Rh. 1379b12.4 abs. in neut., οὐ προσῆκον though or since it is not fitting, Th.3.40;οὐδὲν π... ἐπιτάσσειν Id.6.82
, cf. 84: without a neg., prob. in Hyp.Dem.Fr.10;ὡς π. αὐτοῖς χρῆσθαι Pl.Tht. 196e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσήκω
-
67 χθών
A earth, esp. the surface of it (rarely soil,χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν A.Ag. 872
): poet. word (Com. only in lyr. or paratrag.), very rare in Prose, LXX 3 Ki.14.15 (cod. Alex.), Supp.Epigr. 2.520 ([place name] Rome); seldom with Art. (only when an Adj. is added, v. infr. 11);ἀπὸ χ. ὑψόσ' ἀερθείς Od.8.375
, cf. 10.149, Il.14.349; , cf. 11.619;ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς 20.483
;κατέθηκεν ἐπὶ χθονί 6.473
, cf. 3.89;χθονὶ φύλλα πελάσσαι 13.180
; ἐπὶ χ., opp. οὐρανῷ, 4.443; ;ἐπὶ χ. σῖτον ἔδοντες Od.8.222
, etc.;τοὶ ἐπὶ χ. ναιετάουσι 6.153
;ἄριστον ἄνδρα τῶν ἐπὶ χ. S.Tr. 811
; χθόνα δύμεναι to go beneath the earth, i.e. to die, Il.6.411, Hes.Sc. 151; ἐτέθαπτο ὑπὸχθονός Od.11.52
; κεκευθὼς ὑπὸ χθονὸς buried, A.Th. 588;κατὰ χθονὸς κρύψαι τινά S.Ant.24
, cf. OC 1546 ([voice] Pass.);χθονὶ γυῖα καλύψαιμι Pi.N.8.38
;κούφα σοι χ. ἐπάνωθε πέσοι E.Alc. 463
(lyr.); opp. θάλασσα, A.Ag. 576; ὑπὸ χθονός, of the nether world,Τάρταρον.., ἧχι βάθιστον ὑπὸ χ. ἐστι βέρεθρον Il.8.14
;κάτω μελαίνας χ. Alc.Supp.7.10
, cf. A.Eu.72; οἱ ὑπὸ χ. φίλοι, i.e. those in the shades below, Id.Ch. 833 (lyr.), cf. S.Ant.65; ὦ κατὰ χθονὸς θεαί, i.e. the Erinyes, A.Eu. 115; εἰς τοὺς ἔνερθε καὶ κάτω χ. τόπους ib. 1023.II land, country, once in Hom., εἴσατο δὲ χ., of Ithaca, Od. 13.352; πολύμηλος χ., of Libya, Pi.P.9.7; εὔκαρπος χ., of Sicily, Id.N.1.14; freq. in Trag., freq. without Art., χ. Ἀσιᾶτις, Φωκέων, A.Pers.61 (anap.), 485; with Art.,πᾶσαν τὴν Μυκηναίων χθόνα S.El. 423
;τῆς περιρρύτου χ. Αήμνου Id.Ph.1
;τὴν Κορινθίαν χ. Id.OT 795
;τὴν ἐμὴν χ. Id.Aj. 846
; τῆς Ἀθηναίων χ. (paratrag.) Ephipp. 14.13; even of a city,τῆσδε δημοῦχοι χ. S.OC 1348
;νόμους χθονός Id.Ant. 368
(lyr.), cf. OT 736, 939; Com.,ὦ πόλι φίλη Κέκροπος,.. οὖθαρ ἀγαθῆς χθονός Ar.Fr. 110
(lyr.);ξένης ἀπὸ χ. Eup.71
(paratrag.). (Cf. Skt. loc. k[ snull ] ámi 'on the ground', Hittite tegan 'ground', Tocharian tkan- 'place', Ir. dū 'place' (acc. don, dat. dun).) -
68 ἀνήρ
ἀνήρ, ὁ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα, voc. ἄνερ: pl. ἄνδρες, -δρῶν, -δράσι [pron. full] [ᾰ], -dras: [dialect] Aeol. dat. pl.Aἄνδρεσι Alc.Supp.14.8
: late nom. sg.ἄνδρας Cat.Cod.Astr.7.109.7
: in [dialect] Att. the Art. often forms a crasis with the Noun, ἁνήρ for ὁ ἀνήρ, τἀνδρός, τἀνδρί for τοῦ ἀνδρός, etc., ἅνδρες for οἱ ἄνδρες; the [dialect] Ion. crasis is ὡνήρ, ὧνδρες, Hdt.4.161, 134: [dialect] Ep. also ἀνέρα, ἀνέρος, ἀνέρι, dual ἀνέρε, pl. ἀνέρες, ἀνέρας, ἄνδρεσσι. [[dialect] Ep. Poets mostly use [pron. full] ᾱ in arsi, [pron. full] ᾰ in thesi; but in trisyll. forms with stem ἀνέρ- always ᾱ; so also Trag. in lyr., S.Tr. 1011, OT 869. But in Trag. senarians [pron. full] ᾰ always.] (ἀ- in nom. by analogy; cf. Skt. nar- from I.-E. ner-, nṛ- from nṛ-, Gk. ἀνδρ- from ṇr-):—man, opp. woman ( ἄνθρωπος being man as opp. to beast), Il.17.435, Od.21.323; τῶν ἀνδρῶν ἄπαις without male children, Pl.Lg. 877e; in Hom. mostly of princes, leaders, etc., but also of free men; ἀ δήμου one of the people, Il.2.198, cf. Od.17.352; with a qualifying word to indicate rank,ἀ. βουληφόρος Il.2.61
;ἀ. βασιλεύς Od.24.253
;ἡγήτορες ἄ. Il.11.687
.II man, opp. god, πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε ib.1.544, al.; Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν ib. 334, cf. 403, Hdt.5.63, etc.: most common in pl., yet sts. in sg., e.g. Il.18.432:—freq. with a Noun added, βροτοί, θνητοὶ ἄ., Od.5.197,10.306;ἄ. ἡμίθεοι Il.12.23
; ἄ. ἥρωες ib.5.746:—also of men, opp. monsters, Od.21.303:—of men in societies and cities,οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις Pi.O. 6.10
; and so prob.,ἄλλοτε μέν τ' ἐπὶ Κύνθου ἐβήσαο.., ἄλλοτε δ' ἂν νήσους τε καὶ ἀνέρας.. h.Ap. 142
.III man, opp. youth, unless the context determines the meaning, as in ; but ἀ. alone always means a man in the prime of life, esp. warrior,ἀ. ἕλεν ἄνδρα Il.15.328
; soἀ. ἀντ' ἀνδρὸς ἐλύθησαν Th.2.103
; the several ages are given asπαῖς, μειράκιον, ἀ., πρεσβύτης X.Smp.4.17
; εἰς ἄνδρας ἐγγράφεσθαι, συντελεῖν, D.19.230, Isoc.12.212;εἰς ἄνδρας ἀναβῆναι BMus.Inscr.898
; in Inscrr. relating to contests, opp. παῖδες, IG22.1138.10, etc.IV man emphatically, man indeed,ἀνέρες ἄστε, φίλοι Il.5.529
; freq. in Hdt.,πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες 7.210
;πρόσθεν οὐκ ἀ. ὅδ' ἦν; S.Aj.77
;ἄνδρα γίγνεσθαί σε χρή E.El. 693
;ἀ. γεγένησαι δι' ἐμέ Ar.Eq. 1255
;ὃ μαθὼν ἀ. ἔσει Id.Nu. 823
;ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν Id.Ach.77
;εἰ ἄνδρες εἶεν οἱ στρατηγοί Th.4.27
;οὐκέτι ἀ. ἀλλὰ σκευοφόρος X.Cyr.4.2.25
;τὸν Αυκομήδην.. μόνον ἄνδρα ἡγοῦντο Id.HG7.1.24
; οὐκ ἐν ἀνδράσι not like a man, E.Alc. 723, cf. 732; ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν 'tis the part of a man.., Men.771, etc.V husband, Il.19.291, Od.24.196, Hdt.1.146, etc.;εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἡκούσης τῆς κόρης Pl. Criti. 113d
; soἐξοικιεῖν εἰς ἀνδρὸς [οἶκον] θυγατέρα Luc.Lex.11
:—also of a paramour, opp. πόσις, S.Tr. 551, cf. E.Hipp. 491, Theoc.15.131;ἀ. ἁπασῶν τῶν γυναικῶν ἐστι νῦν Pherecr.155
;αἰγῶν ἄνερ Theoc.8.49
.VI Special usages:1 joined with titles, professions, etc.,ἰητρὸς ἀ. Il.11.514
; ἀ. μάντις, ἀ. στρατηγός, Hdt.6.83,92 (dub.);ἀ. νομεύς S.OT 1118
; ἄνδρες λοχῖται, λῃσταί, ἀσπιστῆρες, ib. 751, 842, Aj. 565; esp. in disparagement,κλῶπες ἄ. E.Rh. 645
;ἀ. δημότης S. Ant. 690
; with names of nations, asΦοίνικες ἄ. Hdt.4.42
;ἀ. Θρῇξ E. Hec.19
,al.; esp. in addresses,ἄ. ἔφοροι Hdt.9.9
;ἄ. πολῖται S.OT 513
;ἄ. δικασταί D.21.1
, etc.; ὦ ἄνδρες gentlemen of the jury, Antipho 1.1, Lys.1.1, etc.;ὦ ἄ. Ἀθηναῖοι Id.6.8
, etc.: hence in Comedy,ἄ. ἰχθύες Archipp.29
;ἄ. θεοί Luc.JTr.15
;ὦ ἄ. κύνες Ath.4.160b
.2 ὁ ἀνήρ, by crasis [dialect] Att. ἁνήρ, [dialect] Ion. ὡνήρ, is freq. used emphatically forαὐτός, ἐκεῖνος Ar.V. 269
, prob. in Pl.Sph. 216b, etc.: sts. so in oblique cases without the Art., S.Tr.55, 109, 293, etc.; but not in Prose.5 a man, any man,εἶτ' ἄνδρα τῶν αὑτοῦ τι χρὴ προϊέναι; Ar.Nu. 1214
;οὐ πρέπει νοῦν ἔχοντι ἀνδρί Pl.Phd. 114d
, etc.; οὐ παντὸς ἀνδρὸς.. ἐσθ' ὁ πλοῦς 'tis not every one that can go, Nicol.Com. 1.26.7 viritim,Isoc.
12.180, POxy. 1047 iii 11, BGU145.5, etc.; so τοὺς κατ' ἄνδρα individuals, opp. κοινῇ τὴν πόλιν, D.Chr.32.6.8 In LXX, ἀνήρ = ἕκαστος, δότε μοι ἀνὴρ ἐνώτιον Jd.8.24; ἀ. τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται 'each to his fellow', of leviathan's scales, Jb.41.8; alsoἀ. εἷς 4 Ki.6.2
; with negs., ἀ. μὴ ἐπισκεπήτω ib.10.19; any one, Le.15.2
.9 ἄνδρας γράφειν· τὸ ἐν διδασκάλου τὰ παιδία ὀνόματα γράφειν, Hsch. -
69 ἤϊα
A provisions for a journey, [dialect] Ep. word, Hom.mostly in Od.,δεῦτε, φίλοι, ἤϊα φερώμεθα 2.410
, cf. 289; ;ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα 12.329
; ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ [ἔθηκε] 5.266, cf. 9.212: generally, [ἔλαφοι] παρδαλίων τε λύκων τ' ἤϊα πέλονται food for wolves, Il.13.103; ἤϊα κριθάων,= ἄλευρα, Nic.Al. 412.II ὡς δ' ἄνεμος.. ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, i.e. a heap of husks or chaff (= ὀσπρίων καλάμαι acc. to Eratosth. ap. Eust.1445.42), Od.5.368;τὴν γαστέρ' ᾔων κἀχύρων σεσαγμένος Pherecr.161
. (Etym. uncertain: not related to the sg. [full] ἤϊον which is glossed by παρειάν, γνάθον, Hsch.; cf. εἰαί, εἶοι.) [ῐ, but [pron. full] ῑ Od.2.289, 410, Il.13.103.]------------------------------------A ibo). -
70 τέως
τέως, ep. u. ion. τείως, seltener τεῖος, adv., bisdahin, solange; eigtl. demonstratives Correlativum zu ἕως; Il. 20, 42 (s. am Ende die prosod. Bemerkung); ἕως ἐγὼ βίοτον συναγείρων ἠλώμην, τείως μοι ἀδελφεὸν ἄλλος ἔπεφνεν, während ich sammelte, unter der Zeit tödtete, Od. 4, 90; τέως, ἕως σαυτὸν λάϑῃς διαῤῥαγείς, Ar. Pax 32; Strab. 3, 4, 5; – andern Zeitbestimmungen entsprechend; τείως μέν – αὐτὰρ νῦν, Od. 16, 139; τέως μὲν ἐτόλμα – ἀλλ' ὅτε δή, 24, 162 ff.; φίλον τέως, νῦν δ' ἐχϑρόν, Aesch. Ch. 987; τέως μέν – νῦν δέ, Ar. Th. 449, vgl. Ran. 983; bei Her. τέως μέν – μετὰ δέ, 1, 11. 86. 94; τέως μέν – ἔπειτα δέ, 6, 83; τέως μέν, τέλος δέ, 1, 82. 2, 169; τέως μὲν ἐπιεικῶς οἷοί τε ἦσαν κατέχειν τὸ μὴ δακρύειν, bis dahin, ὡς δὲ εἴδομεν, Plat. Phaed. 117 c; τέως ἐλέγοντο, πρὶν ὁρίσασϑαι ἀποϑνήσκειν, Xen. An. 2, 5, 13; τέως μέν – ἐπεὶ δέ, Cyr. 5, 3, 17; – allein, unterdessen, wo aus dem Zusammenhange der Satz mit ἕως zu ergänzen: ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον, ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω, damit ich so lange selbst bleibe, nämlich bis du bestattet hast, Il. 24, 657; τοῦτο δίδωμι ἐς γάμου ὥρην, σῇ ἀλόχῳ φορέειν, τείως δὲ φίλῃ παρὰ μητρὶ κείσϑω, Od. 15, 125 ff., vgl. 16, 170. 18, 190; Soph. Ai. 555; Eur. Heracl. 725; κἀγὼ μὲν ᾤμην οὓς τέως εὐεργέτησα δεομένους, ἕξειν φίλους, denen ich so lange Gutes gethan hatte, Ar. Plut. 834, vgl. Av. 1687 Pax 670; wie Plat. Menex. 235 c u. Andoc. 1, 81, τούτους ἐπιμελεῖσϑαι τῆς πόλεως, ἕως ἂν οἱ νόμοι τεϑεῖεν· τέως δέ, bis dahin aber, unterdessen aber; φίλοι τέως ὄντες, Isae. 1, 9; ὁ τέως χρόνος, Lys. 27, 16. 28, 3. 33, 1, bis dahin, wie Xen. An. 7, 6, 29; Pol. 2, 5, 10 u. a. Sp., wie Luc. Nigr. 4 Alex. 16; die alten Gramm. erklären πρότερον ἢ πάλαι; – es giebt auch Fälle, wo die Beziehung noch mehr zurücktritt, eine Weile, eine Zeit lang; Od. 15, 231; τέως μὲν οὖν ἐκρινόμεϑ'· εἶτα τῷ χρόνῳ κοινῇ ξυνέβημεν, Ar. Nubb. 67; Xen. An. 4, 2, 12; τέως μὲν οὖν ἠπόρει, Plat. Lys. 207 a, vgl. Lach. 183 e Rep. IV, 439 c; καταγελώμενος τέως, τότε δή, I, 330 d; – τέως ἄν c. conj., so lange wie, τέως ἂν παῖδες ὦσι, φιλοῦσι τοὺς ἄνδρας, Plat. Conv. 191 e; und so im Gesetze Dem. 24, 63. 105, vgl. 2, 21. 21, 16. – Sp. Epiker brauchten es auch für ἕως, um den Hiatus zu vermeiden, Herm. H h. Ven. 226 Cer. 66. 138; doch findet es sich so auch bei Her. 4, 165, wie Dem. 19, 326, ὅ, τέως ἦσαν Φωκεῖς σῷοι, οὐδεπώποτ' ἐποιήσαμεν; u. so auch τέως ἄν, wofür bei Dem. gew. v. l. τέως, ἕως ἄν. – [Die Messung ist wie bei ἕως im Hom. verschieden; Il. 19, 189, μιμνέτω αὖϑι τέως ἐπειγόμενός περ Ἄρηος, hat Hermann αὐτόϑι τεῖος ändern wollen; ein Schol. bemerkt, daß man hinter τέως eine kleine Pause machen müsse; Il. 20, 42, wo der Vers anfängt τέως Ἀχαιοί, und gelesen werden müßte τεῖος, haben Spitzner und Bekker nach einer v. l. der Schol. τόφρα aufgenommen. – Od. 16, 370 ist es einsylbig zu sprechen, αὐτόν· τὸν δ' ἄρα τέως μὲν ἀπήγαγεν οἴκαδε δαίμων, wie 24, 162.]
-
71 εὐ-πειθής
εὐ-πειθής, ές, 1) leicht zu überreden, willig gehorchend, folgsam; εὐπειϑὴς ἐμοί Aesch. Suppl. 793; τῷ ἡνιόχῳ Plat. Phaedr. 254 a; τοῖς νόμοις Legg. VII, 801 e; auch τῶν νόμων, I, 632 b; πρὸς ἀρετήν, IV, 718 c; καὶ κατήκοος Xen. Mem. 3, 4, 8; πόλις εὐπειϑεστέρα Vectig. 4, 51; τὸ εὐπειϑές, Folgsamkeit, Arist. Eth. 5 extr. u. Sp. Auch von Sachen, ὕλη εἰς ἅπαν εὐπειϑής, Galen., leicht zu Allem zu brauchen; τροφή, leicht zu verdauen, Plut. Symp. 4, 4, 3. – 21 akt., leicht überredend, δημήγοροι στροφαί Aesch. Suppl. 618; ὀνείρων σήματα Ag. 265; Ch. 257; φίλοι εὐπειϑέστεροι Eur. Andr. 819. – Vom Zügel, εὐπειϑέϊ δεσμῷ Opp. Cyn. 1, 313; – εὐπειϑῶς, gehorsam, Sp.
-
72 ἀ-ληθινός
ἀ-ληθινός ή, όν, aufrichtig, wahrhaft, στράτευμα, ein zuverlässiges Heer, Xen. An. 1, 9, 17; φίλοι Dem. 9, 12; μαρτυρία 29, 15; ἀπόφασις Dinarch. 1, 59. – Gewöhnl. witklich, ächt, σοφία καὶ ἀρετή Theaet. 176 c; βασιλεύς Polit. 259 a u. Folgende. – Adv. ἀληϑινῶς, Isocr., im Ggstz von οὐ γλίσχρως, im Ggstz von πεπλασμένως, Bato com. Stob. Flor. 6, 29.
-
73 ἈΚέομαι
ἈΚέομαι(Ableitungunsicher), heilen; fut. ἀκέσομαι, aor. ἠκεσάμην, aor. pass. nur Paus. ἀκεσϑέντων ὑπὸ Ἀσκληπιοῦ 2, 27, 3. 3, 19, 7; das act. ἀκέω nur Hippocr.; – Hom. Iliad. 16, 29 ἕλκε' ἀκειόμενοι, ἕλκος ἄκεσσαι 16, 523; τὸν (Αἰνείαν) ἀκέοντο 5, 448; τῷ δ' ἐπὶ Παιήων ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατ' 5, 402. 901; νῆας ἀκειόμενον Od. 14, 383; ἀκέοντο δίψαν Iliad. 22, 2, stillten den Durst; Iliad. 13. 115 ἀλλ' ἀκεώμεϑα ϑᾶσσον· ἀκεσταί τοι φρένες ἐσϑλῶν, Scholl. Aristonic. ὅτι ἀμφίβολον τὸ ἀκεώμεϑα, πότερον ἰαϑῶμεν ἢ ἀκεσώμεϑα· ὃ καὶ ὑγιές, οἷον τὸ ἐλάττωμα ἰασώμεϑα; Od. 10, 69 ἀλλ' ἀκέσασϑε, φίλοι· δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν, helfet; – Pind. P. 9, 108 δίψαν; – ψώρην τινί. 4, 90; βλέφαρον Hec. 1067; Ep. ad. 162 ( App. 322) νούσου τινά, wie Paus. 8, 18, 3, sonst παύειν; τροφῇ τὴν τῆς τροφῆς ἐπιϑυμίαν ἀκ. Plut. cup. div. 2; ἄχος Soph. Tr. 1027, κακόν Ant. 1014; λύπας Eur. Med. 203; ἁμαρτάδα, wieder gut machen, Her. 1, 167; ἀδίκημα, aussühnen, Plat. Rep. II, 364 b: τὸ μήνιμα τῶν ἀλιτηρίων Antiph. 4 γ 7; ἀπορίας Xen. Mem. 2, 7, 1; τὰ ἐπιφερόμενα Her. 3, 16, dagegen Vorkehrungen treffen; ausbessern, Sp. bes. von Kleidern, flicken, ἱμάτιον Men. bei Eust. 1647, 58; Luc. fugit. 33; Schuhe Necyom. 17.
-
74 ἐπί-κτητος
ἐπί-κτητος (s. ἐπικτάομαι), dazu erworben; φίλοι, Ggstz ἀρχαῖος, Xen. Ages. 1, 36; ἡ ἐπ. sc. οὐσία, Plat. Legg. XI, 924 a; ἡ ἐπ. ἀπ' Αἰγύπτου γυνή, die von Aegypten mitgebrachte, Her. 3, 3; γῆ, durch die Anschwemmungen des Nil gewonnen, 2, 5. 10. – Dah. angenommen, angeeignet, fremd, δόξα, im Ggstz der ἔμφυτος ἐπιϑυμία, Plat. Phaedr. 237 d, wie τῶν φύσει περὶ ψυχὴν ὄντων καὶ τῶν ἐπικτήτων Rep. X, 618 d; μαντική, der ἔμφυτος entgegengesetzt, D. Hal. 3, 70. Vgl. noch Jacobs zur Anth. Pal. p. 94, u. ἐπίϑετος, ἐπακτός.
-
75 ἔν-σπονδος
ἔν-σπονδος, im Bündniß od. Friedensschluß mit eingeschlossen, Thuc. 1, 35 u. öfter, bes. nach Schol. 1, 31 οἱ ἀπὸ πολέμου γινόμενοι φίλοι, Freunde durch den Friedensschluß geworden; im Ggstz von πολέμιος, Thuc. 1, 40, wie Eur. Phoen. 171 Bacch. 924; τινός, Bundesgenoß von Einem, Thuc. 1, 31; τινί, 1, 40 u. Sp.; von Thieren, εἰρηναῖα καὶ ἔνσπονδα πρός τι, verträglich mit, Ael. H. A. 8, 25.
-
76 ἰδιο-πρᾱγέω
ἰδιο-πρᾱγέω, seine eigenen Angelegenheiten besorgen, für sich sorgen, ohne steh um Andere zu kümmern, VLL., die es geradezu ἡσυχάζω erkl.; τότε μὲν φίλοι τοῖς ἄλλοις, τότε δὲ ἰδιοπραγοῦντες Strab. XII, 555. Auch = ohne anderweitigen Befehl, eigenmächtig handeln, προςέχειν τὸν νοῦν τοῖς παραγγελλομένοις καὶ μηδὲν ἰδιοπραγεῖν παρὲξ τῶν προςταττομένων Pol. 8, 28, 9; D. Sic. 18, 64.
-
77 ἠθάς
ἠθάς, άδος (vgl. ἦϑος), ion. ἐϑάς, ὁ u. ἡ, gewohnt, bekannt womit, Soph. ἠϑάς εἰμί πως τῶν τῆςδε μύχων El. 364; so sp. D., ἠϑάδα ϑήρης Opp. Hal. 4, 122; Nonn.; Ael. ἠϑάδες τῶν χωρίων H. A. 7, 6; ἠϑάδες φίλοι, vertraute, Eur. Andr. 819; – οὗτος οὐ τῶν ἠϑάδων (ὀρνίϑων) ὧν ὁρᾶϑ' ὑμεῖς ἀεί Ar. Av. 271, keiner von den bekannten Hausvögeln; bei Plut. Sull. 28 Lockvögel; ἠϑᾶδες παγαί Apollnds. 25 (IX, 264), u. öfter in der Anth.; vom Pferde, zahm, Paus. 5, 27, 4, Hesych. τιϑασός; – τὰ ἠϑάδα, im Ggstz τὰ καινά, Eur. Cycl. 250; vgl. Ar. Eccl. 584 εἰ καινοτομεῖν ἐϑελήσουσιν καὶ μὴ τοῖς ἠϑάσι λίαν τοῖς ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν.
-
78 μεν
постпозит. частица1) ( со смыслом подчеркнутого утверждения) конечно, право (же), же, (да) ведь, -то, вот, именно, и(ταῦτα μὲν ἡμῖν ἤγγελέ τις Plat.)
ἀκτέ μὲν ἥδε τῆς χθονὸς Λήμνου Soph. — вот и Лемносский край;ἐγὼ μὲν τοίνυν Xen. — что до меня;Ἕλλην μέν ἐστι και ἑλληνίζει ; Plat. — да ведь он грек и говорит по-гречески (не правда ли)?;παρεγένου μὲν τῇ μάχῃ ; Plat. — да ты-то участвовал в сражении?;ἐγὼ μὲν οὐδέν Soph. — я-то ничего (больше не желаю);πάνυ или μάλιστα μὲν οὖν Plat. — ну конечно же, непременно;ἆρ΄ οὐ τόδε ἦν τὸ δένδρον ; - Τοῦτο μὲν οὖν αὐτό Plat. — не то ли это дерево? - Именно, оно самое;οὕτω μέν Thuc. — так вот как, вот каким образом;ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται Hom. — и вот все это исполнится;οὐ μὲν γὰρ νῦν πρῶτα Hom. — не впервые же теперь;οὐδὲ μὲν οὐδὲ ἔοικεν Hom. — да и совсем не годится2) ( иногда с оттенком противительности) все же, однакоοὐδὲ μὲν οὐδ΄ οἱ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μὲν ἀρχόν Hom. — и хотя они не были без начальника, все же тосковали по (погибшем) вожде;
ἢ σοὴ μὲν ἡμεῖς φίλοι ; (pl. = sing.) Soph. — и все же я буду тебе дорог?3) (в смысле противоположения, сопричисленая или повторения - с соотносительной частицей во втором члене сложного предложения: δέ, реже ἀλλά, τοίνυν, ἀτάρ - эп. тж. αὐτάρ, ἀλλ΄ ὅμως, ὥμος δέ, αὖ, αὖτε, αὖθις, εἶτα, ἔπειτα): ( противопоставление) с одной стороны ( чаще не переводится)(πρεσβύτερος μὲν Ἀρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῦρος Xen.)
; ( сопричисление) ὑμῖν μὲν θεοὴ δοῖεν ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν, εὖ δ΄ οἴκαδε ἱκέσθαι Hom. да помогут вам боги разрушить град Приама и счастливо вернуться домой; εἷς δὲ δέ εἷπε στρατεγοὺς μὲν ἑλέσθαι ἄλλους, τὰ δ΄ ἐπιτήδεια ἀγοράζεσθαι Xen. один же (из воинов) предложил избрать других военачальников и закупить продовольствие; ( сопоставительное повторение)οἳ περὴ μὲν βουλέν Δαναῶν, περὴ δ΄ ἐστὲ μάχεσθαι Hom. — вы (оба) - первые на собраниях данайцев, первые и в бою;
τοιαῦτα μὲν πεποίηκε, τοιαῦτα δὲ λέγει Xen. — это он сделал, это он и подтверждает -
79 окружающий
окружа||ющий- прич. от окружать·2. прил περιβάλλων, περιστοιχῶν:\окружающийющие селения τά πέριξ χωριά, τά γύρω χωριά· \окружающийющая среда (обстановка) τό περιβάλλον3. \окружающийющие мн. οἱ συγγενείς καί φίλοι. -
80 родной
родн||ой1. прил συγγενής:\родной отец ὁ πατέρας· \родной брат ὁ ἀδελφός· \родной дядя ὁ θείος·2. прил (свой, близкий, отечественный):\родной город ἡ γενέτειρα (πόλη)· \родной край, \роднойа́я сторона́ ἡ πατρίδα· \родной я\роднойык ἡ μητρική γλώσσα· \родной дом τό πατρικό σπίτι·3. прил (дорогой, милый \родной в обращении) ἀγαπημένος, χρυσός·4. \роднойые мн. (родственники) οἱ συγγενείς, τό συγγενολόγι, οἱ δικοί μου:\роднойые и друзья οἱ συγγενείς καί φίλοι· это один из моих \роднойых εἶναι Ενας ἀπό τους δικούς μου, εἶναι ἔνας συγγενής μου· гостить у \роднойых μένω φιλοξενούμενος στους συγγενείς μου.
См. также в других словарях:
φίλοι αριθμοί — Δύο φυσικοί αριθμοί ονομάζονται φίλοι όταν ο καθένας τους ισούται με το άθροισμα των διαιρετών του άλλου (μεταξύ των διαιρετών συγκαταλέγεται ο 1, εξαιρείται όμως ο ίδιος ο αριθμός). Έτσι, είναι φίλοι οι αριθμοί 220 και 284 (οι διαιρέτες του… … Dictionary of Greek
Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, νομός — Νομός (5.461 τ. χλμ., 224.429 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Πρωτεύουσα του ν.Α. είναι το Μεσολόγγι (12.225 κάτ.). Αντιστοιχεί με μικρές διαφορές στις περιοχές της αρχαιότητας Αιτωλία και Ακαρνανία. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Φωκίδος … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Δάμων και Φιντίας — Δυάδα πυθαγορείων που έμεινε ως σύμβολο θαυμαστής και αμοιβαίας φιλίας. Νεότερες παραλλαγές των σχετικών περιστατικών οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται μάλλον για μύθο, ο οποίος πλάστηκε για να δείξει τη φιλία μεταξύ των πυθαγορείων. Κατά την … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία — Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800… … Dictionary of Greek
Хадзиянис — Хадзиянис, Михалис Михалис Хадзиянис Μιχάλης Χατζηγιάννης Михалис на концерте в Катерини, 2005 год. Основная информация … Википедия