-
41 прокладка
1. (уплотнительная деталь) το παρέμβυσμαводонепроницаемая - υδατοστεγές -, υδατοστεγανό -резиновая - λαστιχένιο/ελαστικό -2. (проставочная деталь) το διαχωριστικό (τεμάχιο/στοιχείο) 3. (операция укладки или проводки) η τοποθέτηση, η κατασκευή, η χάραξηрельсовая - των τροχιογραμμών/ραγών4. (линии, пути) (нвг.) η χάραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прокладка
-
42 αρχή
η1) начало;αρχή της οδού — начало дороги;
απ' ( — или εξ) αρχης, απ' ( — или από) την αρχή — сначала;
στην αρχή — или στίς αρχες — или κατ' αρχάς — в начале;
στίς αρχές τοβ μηνός — в начале месяца;
κάνω αρχή — начинать;
κάνω την αρχή — положить начало;
2) πλ. начала, основные положения, основы;οι αρχές της χημείας — начала химии;
3) принцип; правило;κατ' αρχήν — в принципе; — как правило, в основном, вообще;
εμμονή ( — или αφοσίωση) σε αρχές — принципиальность;
άνθρωπος με αρχές — принципиальный человек;
άνευ αρχων — или χωρίς αρχές — без принципов, беспринципный;
4) основа, предпосылка; условие;5) власть; πλ. власти, правительство;αί αρχαί της πόλεως — городские власти;
§ αρχή αρχ во-первых;
αρχή τό ήμισυ τού παντός — начало - половина дела;
κάθε αρχή και δύσκολη — погов, лиха беда начало
-
43 διαμαρτάνω
A- αμαρτήσομαι D.19.151
:—strengthd. for ἁμαρτάνω, miss entirely, go quite astray from,τῆς ὁδοῦ Th.1.106
;τοῦ πράγματος D.21.192
, 51.2;τοῦ ἑταίρου Pl.Phdr. 257d
; τῆς ὀρθοτάτης .2 fail utterly of, fail of obtaining,τινός Th.2.78
;τῶν ἐλπίδων Isoc.4.93
;τοῦ ἀγῶνος Is.6.52
;τῆς εἰρήνης D.18.30
; δυοῖν χρησίμοιν οὐ δ. not to miss both of two good things, Id.19.151.3 abs., fail utterly, opp. τυγχάνω, Pl.Tht. 178a; to be quite wrong, Macho 2.6; γνώμῃ in judgement, D.24.48,110;δ. τοῖς ὅλοις Arist.EN 1098b28
; ἐν τῇ ἀρχῇ ib. 1163a3; :—[voice] Pass.,τὰ πολλὰ.. διημαρτημένα
utter failures,Pl.
Lg. 639e;διημαρτημένας δόξας Diogenian.Epicur.2.32
; διημαρτημένος faulty, of style, Phld.Rh.1.8S., Longin.33.1, Demetr.Eloc. 114 (also in act. sense,πολλαχῇ διημαρτημένου τοῦ Πλάτωνος Longin.32.8
, cf. Plu.2.44e). Adv.διημαρτημένως Poll.6.205
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμαρτάνω
-
44 εἴσω
εἴσω, [full] ἔσω, used by [dialect] Ep., Lyr., and Trag. Poets acc. as a spondee or iambus is required ; ἔσω (as ἐς for εἰς) prevailed in [dialect] Ion. and old [dialect] Att. Prose ; but in other Prose and in Com. εἴσω was the only form admitted, whereas ἔσωθεν with the [comp] Comp. and [comp] Sup. ἐσώτερος, ἐσώτατος, ἐσωτέρω, ἐσωτάτω, seem to have been the only forms in use:— Adv. of εἰς, ἐς,A to within, into: abs., μή πού τις ἐπαγγείιῃσι καὶ εἴσω lest some one may carry the news into the house, Od.4.775, cf. Hdt.1. III, al. ; soεἴπατε δ' εἴσω Od.3.427
; also εἴσω δ' ἀσπίδ' ἔαξε he brake it through to the inside, Il. 7.270 ; soὀστέα δ' εἴσω ἔθλασεν Od.18.96
;εἴσω ἐπιγράψαι τέρενα χρόα Il.13.553
;ἐσσύμενοι εἴσω Pi.P.4.135
;εἴσω κομίζου A.Ag. 1035
; πέπληγμαι..ἔσω ib. 1343 ;εἴσω.. δεῦρ' εἴσιθ' Ar. Pl. 231
; ἡγεῖσθαι εἴσω, φεύγειν εἴσω, X.Cyr.2.3.21, 7.5.26 ;παρακαλέσαι εἴσω Id.An.1.6.5
.b when a case follows, Hom. prefers the acc.,δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω Il.3.322
; , etc. ;ἡγήσατο.. Ἴλιον εἴσω 1.71
, etc. ; more rarely with gen.,κατελθόντ' Ἄϊδος εἴσω 6.284
, cf. 22.425 ;ἐβήσετο δώματος εἴσω Od.7.135
, cf. 8.290 ; so in Prose and Trag.,Κύκλωπος ἔσω βλεφάρων ὤσας E. Cyc. 485
; it generally follows its case, but precedes in Il.21.125, 24.155, Od.8.290.2 with Verbs of Rest, = ἔνδον, inside, within,εἴσω δόρπον ἐκόσμει 7.13
;ἄντρον ἔσω ναίουσα h.Merc.6
;ἔσω καθῆσθαι A.Ch. 919
; ;οὔτε πύργος οὔτε ναῦς ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω Id.OT57
; τὸ ἔσω μέτωπον the inner front, Th.3.21 ; ;εἴσω τὴν χεῖρα ἔχειν ἀναβεβλημένον D.19.251
.b c. gen.,μένειν εἴσω δόμων A. Th. 232
; γλῶσσαν εἴσω πυλῶν ῥέουσαν ib. 557 ;εἴσω στέγης S.Tr. 202
; εἴσω ξίφους within reach of sword, E.Or. 1531 ; εἴσω τῶν ὅπλων within the heavy-armed troops, i.e. encircled by them, X.An.3.3.7, 3.4.26 ; εἴσω τῶν ὀρέων within, i.e. on this side of, the mountains, ib. 1.2.21 ; ἔσω τούτων inside of these people, i.e. farther inland, Th.2.100 ; εἴσω βέλους within bow-shot, Arr.An.1.6.8 ; τὰ δένδρα τῆς ὁδοῦ ποιεῖν εἴσω, i.e. inside, i.e. by the side of, the road, D.55.22 ;εἴσω τῆς εἰρωνείας ἀφικνεῖσθαι Id.Prooem.14
;πάντα εἴσω τῆς συμφορᾶς Lib.Or.61.18
.II later of Time, within,εἴσω ἡμερῶν εἴκοσι PGiss.34.6
(iii A.D.), Hermog.Stat.8,Arg.2 Ar.Eq. -
45 καθηγεμών
A leader, guide,τῆς ὁδοῦ Hdt.7.128
, cf. Plb.3.48.11; pilot, Id.4.40.8; of a statesman, ; of the founders of the Epicurean school, Phld.Rh.1.49S., Ir.p.89 W., al.; of Crates, Jul. Or.6.202d; κ. τῆς ἀρετῆς in or to virtue, Plu. Dio1; as a title of gods, Διόνυσος κ. CIG 3068 ([place name] Teos); (Arc., from Magn. Mae., iii B.C.);Ἀφροδίτην κ. ποιεῖσθαι Plu.Thes.18
; of divinities,τῷ Διί, καθηγεμόνι τούτῳ τῆς τῶν ὄντων διοικήσεως ὄντι Stoic.1.43
;καθηγεμόνες εὐτυχοῦς ἀρχῆς OGI 383.86
(Nemrud Dagh, i B.C.): metaph.,κ. ταττόμενοι τὸν θυμόν LXX 2 Ma.10.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθηγεμών
-
46 νέμω
A , ([etym.] ἀπο-) Pl.Phlb. 65b, later : [tense] aor. ἔνειμα, [dialect] Ep.νεῖμα Il.3.274
: [tense] pf. νενέμηκα ([etym.] δια-) X.Cyr.4.5.45:—[voice] Med., νέμομαι, [tense] fut.νεμοῦμαι Th.4.64
, D.21.203; [dialect] Ion. νεμέομαι ([etym.] ἀνα-) Hdt.1.173; laterνεμήσομαι D.H.8.71
, Plu.Crass.14, etc.: [tense] aor.ἐνειμάμην Th.8.21
, etc. ( ἐνεμησάμην is f.l. in Clearch.10, Hp.Oss.18 ([etym.] ὑπο-)):—[voice] Pass., [tense] fut.νεμηθήσομαι Plu. Agis14
(also νεμήσομαι in pass. sense ([etym.] δια-) App.BC4.3): [tense] aor. , D.36.38 (also in med. sense ([etym.] κατ-) Plu.Per.34, Ath.15.677e): [tense] pf. , etc. (also in med. sense, D.47.35).—Hom. uses of the [voice] Act., only [tense] pres., [tense] impf., and [tense] aor.; of the [voice] Med., [tense] pres. and [tense] impf.A deal out, dispense, freq. in Hom., esp. of meat and drink, μοίρας, κύπελλα, κρέα, μέθυ ν., Od.8.470, 10.357, Il.9.217, Od.7.179, cf. IG12.10.3, al.; οἱ γεωνόμοι νειμάντων τὴν γῆν ib.45.7: then generally, distribute, of the gods,Ζεὺς.. νέμει ὄλβον.. ἀνθρώποισιν Od.6.188
;Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει Pi.I.5(4).52
, cf. P.5.55;θεῶν τὰ ἴς α νεμόντων Hdt.6.11
, 109;Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ' ἐννόμοις A.Supp. 403
(lyr.); [Διὶ] τὸν ὑπεραλγῆ χόλον ν. leave vengeance to Zeus, S.El. 176 (lyr.); of men,ν. δευτερεῖά τινι Hdt.1.32
;τρίτον μέρος τῶν σκύλων τισί Th.3.114
; μοῖραν ν. τινί pay one due honour, respect, A.Pr. 294 (lyr.); μητρὸς τιμὰς ν. respect her privileges, Id.Eu. 624 (but πρόσω ν. τιμάς extend one's privileges, ib. 747);Λύκῳ κῆπον Εὐβοίας νέμει S.Fr.24
; Πολυκράτης μητέρα νέμει P. allots a mother (to you), prov. in Duris63 J.;εἰ πατρὸς νέμοι τιν' ὤραν τοῦ καλῶς πράσσειν δοκεῖν S. Tr.57
;τὸ σὸν γέρας τιμὴν ἐμοὶ ν. Id.Ph. 1062
;ἐκείνῳ.. αἰτίαν νέμει Id.Aj.28
; ν. αἵρεσιν give one a choice, ib. 265; affords, vouchsafes,E.
Hipp. 745 (lyr.); τὸ πιστὸν τῆς ἀληθείας ν. observe it, S.Tr. 398;τῷ.. ὄχλῳ πλέον ν. E.Hec. 868
;μήτε οἴκτῳ πλέον ν. μήτ' ἐπιεικείᾳ Th.3.48
;τὸ ἧσσον ἀδικίᾳ E.Supp. 380
(lyr.); τῷ φθόνῳ πλέον μέρος ib. 241; ;ἔλασσόν τινι Antipho 5.10
;χάριν τινί Ar.Av. 384
;πενίᾳ καὶ πλούτῳ τιμὴν ν. Pl.Lg. 696a
; of judges, κολαστὴν.. θάνατον ν. ib. 863a;συγγνώμην τισί Gal.6.753
: c. inf., (lyr.):—[voice] Pass., νέμεται ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας is freely bestowed upon them, Hdt.9.7.α'; κρέα νενεμημένα portions of meat, X.An.7.3.21; πλεῖστα μέρη ἡ οὐσία νενεμημένη distributed into.., Pl.Prm. 144d.2 pay out, distribute a bandage, in [voice] Act. and [voice] Pass., Hp. Off.8,22, Fract.4,16, Sor.Fasc.4, al.3 allot, distribute in groups,πρὸς τὴν λῆξιν ἑκάστην Arist.Ath.30.3
, cf. 31.3 ([voice] Pass.);νεῖμαί τινας ἐς τὰς φυλὰς δέκαχα IG22.1.33
:—[voice] Pass.,ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης νενεμημέναι τριττύες τρεῖς Arist.Ath.8.3
, cf. 63.4.II [voice] Med., distribute among themselves: hence, have and hold as one's portion, possess,πατρώϊα πάντα νέμεσθαι Od.20.336
: mostly of land, τεμένεα, τέμενος, 11.185, Il.12.313;ἔργα 2.751
, Hes.Op. 119; πρὸς τὸν ἀδελφὸν ἐνειμάμην (sc. οὐσίαν) Lys.16.10, cf. 19.46; τἄλλα νεμομένη administering.., Hdt.4.165; τὰ μέταλλα, τὰ ἐμπόρια, Id.7.112, Th. 1.100; [τὰ λήμματα] ἃ νέμεσθε which you enjoy, D.3.33: abs., ἔμ' οἴεσθ' ὑμῖν εἰσοίσειν ὑμᾶς δὲ νεμεῖσθαι; that you shall reap the fruit, Id.21.203.2 reap the fruit of: hence, dwell in, inhabit,ἄλσεα νέμεσθαι Il.20.8
; freq. with names of places, spread over, occupy a country, Ἰθάκην, Ὑρίην νέμεσθαι, Od.2.167, Il.2.496;ἀγρούς Pi.P.4.150
;τὸ πρὸς τὴν ἠῶ Hdt.4.19
, etc.;νεμόμενοι τὰ αὑτῶν.. ὅσον ἀποζῆν Th.1.2
.3 in Pi., of Time, spend, pass, αἰῶνα, ἁμέραν, O.2.66, N.10.56: abs., live,ἡσυχᾷ νεμόμενος P.11.55
.III from Pi. onwards, [voice] Act. is found in sense of [voice] Med., hold, possess,ἕδος Ὀλύμπου ν. O.2.12
;ἔνδον ν. πλοῦτον κρυφαῖον I.1.67
; inhabit,γῆν ν. Hdt.4.191
;χωρίον κοινῇ ν. Th.5.42
; (lyr.); ὅτι πλείστους ν. ἄνδρας to have as many husbands as possible, Str.11.13.11: abs., hold land, occupy, dwell,ν. περὶ τὴν λίμνην Hdt.4.188
:—[voice] Pass., of places, to be inhabited,πάντα ὑπὸ βαρβάροισι νέμεται Id.7.158
: abs., of a country, maintain itself, be constituted, Th.1.5,6.2 hold sway over, manage,πόλιν Hdt. 1.59
, 5.29; τὰς Ἀθήνας ib.71, etc.;λαόν Pi.O.13.27
; (lyr.);ἀστραπᾶν κράτη ν. S.OT 201
(lyr.); κράτη καὶ θρόνους ib. 237, cf.Aj. 1016; (Ptolemais, iii B.C.); (lyr.); οἴακα ν. wield, manage it, A.Ag. 802 (anap.);ἀσπίδ' εὔκυκλον ν. Id.Th. 590
; ἰσχὺν ν. ἐπὶ σκήπτροις support oneself on staves, Id.Ag.75 (anap.); ν. γλῶσσαν use the tongue, ib. 685 (lyr.);ν. πόδα Pi.N.6.15
: abs., hold sway,ὃς Συρακόσσαισι ν. Id.P.3.70
.3 hold, consider as..,σὲ νέμω θεόν S.El. 150
(lyr.), cf. 598, Tr. 483, Aj. 1331 (so in [voice] Pass., οὐδέ μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται seems not to me fitly said, Simon.5.9): in Prose, προστάτην νέμειν τινά register as one's patron, Isoc.8.53, Hyp.Fr.21, Arist.Pol. 1275a12;ἡγεμόνα ν. τινά Agatharch.Fr.Hist.17J.
; ἀθλητῶν τοὺς μὴ νενεμημένους ἢ σεσωμασκηκότας unproved athletes, Plb. 6.47.8.B of herdsmen, pasture, graze their flocks, drive to pasture, abs.,ἐπῆλθε νέμων Od.9.233
; [χώραν] ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν both for pasture and tillage, Pl.R. 373d: c. acc.,ὁ μὲν ἵππους νέμων, ὁ δὲ βοῦς Hdt.8.137
;μῆλα E.Cyc.28
, etc.; κτήνη πληγῇ ν. drive them afield with blows, Pl.Criti. 109c, cf. Heraclit.11 ([voice] Pass.).2 more freq. in [voice] Med., of cattle, feed, graze, Il.5.777, 15.631, Od.13.407, Hdt. 8.115, etc.: c. acc. loci, range over,ὡς λέαινα.. δρύοχα νεμομένα E.El. 1163
(lyr.);κολοιοὶ ταπεινὰ ν. Pi.N.3.82
: c. acc. cogn., feed on,νέμεαι.. ἄνθεα ποίης Od.9.449
;νομάς Hdt.1.78
; ;τὰ λευκὰ σήσαμα Ar.Av. 159
; of men, eat, S.Ph. 709 (lyr.).b metaph., of fire, consume, devour, Il.23.177, Hdt.5.101; alsoτὸ ψεῦδος.. νέμεται τὴν ψυχήν Plu.2.165a
.c Medic., abs., of ulcers, spread,ἐνέμετο πρόσω Hdt.3.133
, cf. Thphr.HP9.9.5; of gangrene, prob. in D.S.17.103; of thrush, Asclep. ap. Gal.12.995;ἐπὶ μᾶλλον ν. Aret.CA1.9
; ἐς τὸ εἴσω ν. ibid.; of a swelling,ὄγκος νεμόμενος Philum.Ven.17.1
.II c. acc. loci, ὄρη νέμειν graze the hills [with cattle], X.Cyr.3.2.20:—[voice] Pass.,[τὸ ὄρος] νέμεται αἰξὶ καὶ βουσί Id.An. 4.6.17
.2 metaph., πυρὶ νέμειν πόλιν waste a city by fire, give it to the flames, Hdt.6.33:—[voice] Pass., πυρὶ χθὼν νέμοιτο were being devoured, wasted by fire, Il.2.780;πυρὶ νέμεται.. ἡ φάλαγξ Plu.Alex. 18
. (Cf. OHG. neman 'take', Avest. n[schwa]mah- 'loan', Lith. nuoma 'rent', 'usury'.) -
47 παραπίπτω
2 Math., as [voice] Pass. of παραβάλλω, to be applied, Archim.Con.Sph.2.II fall in one's way,κατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς Hdt.8.87
, cf. Lys.27.15 ;ἀκοντίσαι ὅπου ἂν παραπίπτῃ [θηρίον] X.Cyr.1.2.10
;ἀγοράσαι.. χιτωνάριον, μάλιστα μὲν ἐὰν παραπίπτῃ χειριδωτόν PCair.Zen.469.5
(iii B. C.) ; π. κατὰ βοήθειαν come in time to aid, Plb.31.5.2, etc.; ὁπότε καιρὸς παραπέσοι as opportunity offered, X.Eq.Mag.7.4, cf. Th.4.23 ; ; ;ὁ -πίπτων παρὰ τῶν πολλῶν ἔπαινος Epicur.Sent.Vat. 29
; ὁ παραπεσών the first that comes,ἡ παραπίπτουσα ἀεὶ [ἡδονή] Pl.R. 561b
; ὁ παραπεπτωκὼς λόγος that happened to arise, Id.Lg. 832b, cf.Phlb. 14c ; πᾶν τὸ παραπῖπτον or παραπεσόν all that befalls, Plb.3.51.5, 11.4.5 ; κατὰ τὸ -πῖπτον incidentally, Phld.Mort.37.2 c. dat., befall, θαυμαστὸν κτῆμα παραπεσεῖν τοῖς Ἕλλησι fell to their lot, Pl.Lg. 686d ; π. τῇ πόλει νομοθέτης comes to its aid, ib. 709c : in bad sense,ἀσθένειά τινι παραπεπτωκυῖα Phld.Lib.p.49O.
;παραπέπτωκε τῇ πόλει ὥστε ἀνακτᾶσθαι X.Vect.5.8
.IV go astray, err, X.HG1.6.4 ; τοῖς ὅλοις πράγμασιν ἀγνοεῖν καὶ π. Plb.18.36.6 ; π. τῇ διανοίᾳ Vett. Val.73.25.b to be mislaid or lost, of a document, Ostr.Bodl. i62(ii B.C.), POxy.95.34(ii A.D.), etc. ;σανδάλιον παραπεσόν Luc.Philops.27
.2 fall aside or away from, c. gen.,τῆς ὁδοῦ Plb.3.54.5
;τῆς ἀληθείας Id.12.12.2
;τοῦ καθήκοντος Id.8.11.8
;τῆς ἱστορίας Str.1.1.7
: abs., fall away, Ep.Hebr. 6.6.VI Astrol., to be unfavourably situated, Vett.Val.5.5, 27.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπίπτω
-
48 τρίβος
A worn or beaten track, ἐν τρίβῳ μάλιστα οἰκημένοι in the path (of the war), Hdt.8.140. β' (soἐν τ. τοῦ πολέμου κείμενος D.H.6.34
, 11.54);τ. ἁμαξήρης E.Or. 1251
;λεπτὴν τ. ἐξανύσαντες Theoc. 25.156
; ἡ τ. τῆς ἀτραποῦ the track of the path, D.S.17.49; διασχισθέντες [τῆς ὁδοῦ] τρίβῳ τινί by following a track, X.Cyr.4.5.13.2 metaph., path, h.Merc.448;ποίην τις βιότοιο τάμοι τρίβον; AP9.359
(Posidipp.);βιότου τ. ὁδεύειν Anacreont.38.2
;ποίην τις πρὸς ἔρωτας ἴοι τρίβον; AP5.301.1
(Agath.);τῆς αἰτίας ἴχνος καὶ τ.
track,Plu.
2.68of: pl.,τρίβοι ἐρώτων A.Supp. 1042
(lyr.).2 socket, friction-joint,ἡ κεφαλὴ τοῦ βραχίονος.. τρίβον ἑωυτῇ πεποιημένη Hp.Art.7
, cf. 55;τὸ ἔθος τρίβον ποιεῖ Id.Mochl.41
; area of friction or pressure of a bandage, Id.Off.8. -
49 ἵξις
A coming, E.Tr. 396 (prob.l.);οὐ πτύσις ἀλλ' ἀναγωγὴ καλέεται, τῆς ἄνω ἴξιος [τῆς ὁδοῦ] τοὔνομα ἔχουσα Aret. SA2.2
;οἶνος ὠκὺς ἐς τὴν ἄνω ἴξιν Id.CA2.4
.2 passage through, οὐδαμῆ.. κατὰ τὴν τοῦ θώρηκος ἴ. Hp.Acut.15 (but perh. simply, 'at no point in the θ.') ; ἵξιν παρέχεσθαι allow free passage, dub. in Sch. Epicur.Ep.1p.8U. (fort. εἶξιν).II direction, straight line, esp. vertical line, καθημένῳ πόδες ἐς τὴν ἄνω ἴ. κατ' ἰθὺ γούνασι his feet when he is seated should be vortically opposite his knees, Hp.Off.3; ἐπιδεῖν δεξιὰ ἐπ' ἀριστερά, ἀριστερὰ ἐπὶ δεξιά, πλὴν κεφαλῆς· ταύτην δὲ κατ' ἴξιν vertically, ib.9; βάλλεσθαι χρὴ τὸ ὀθόνιον κατ' αὐτὴν τὴν ἴ. τοῦ ἕλκεος directly over the wound, Id.Fract.26; τοὺς νάρθηκας.. μὴ κατὰ τὴν ἴ. τοῦ ἕλκεος προστιθέναι ibid.; ὁκόσα κοινωνεῖ τοῖσι τῆς κνήμης ὀστέοισι καὶ αὐτέῃ τῇ ἴξει ib.9 codd. (κατὰ τὴν ἴξιν Gal.18(2).423
; κατ' αὐτὴν τὴν ἴ. Ermerins).2 κατ' ἴξιν c. gen., corresponding to, on the same side as, ἤλγησεν κατὰ βουβῶνα, σπληνὸς κατ' ἴ., i.e. on the spleen or left side of the body, Hp.Epid.1.26.γ, cf. 4.35,37, Art.33, Fract.16, 18, Mul.1.17; τῶν ὀδόντων τῶν τε ἄνω καὶ τῶν κάτω κατ' ἴ. Id.Art.31; = ex ipsa parte, Cass.Fel.37; ἐν πυρετοῖσι ἀπὸ σπληνὸς καὶ ἥπατος διὰ ῥινῶν αἱμορραγέουσι, κατ' ἴ. τοῦ σπλάγχνου τοῦ μυκτῆρος ῥέοντος the nostril corresponding to the organ in question, Aret.SA 2.2; ἡ κατ' ἴ. κληίς the corresponding (i.e. liver or right side) collarbone, ib.2.7, cf. CA1.10; κατὰ τὴν ὄπισθεν ἴ. at the back of the leg, Hp.Art.60.3 more generally, in line with, κατ' ἴ. τοῦ πυγαίου ποιησάμενον τὴν σανίδα ib.75; κατ' ἴ. τῇ ἐντομῇ τῇ ἐς τὸν τοῖχον ib.47. -
50 προ-λαμβάνω
προ-λαμβάνω (s. λαμβάνω), vorher, vorweg od. voraus nehmen; ἐκ κακῶν προὔλαβον μόγις πόδα, Eur. Ion 1253; χάριν, 914; εἰ πρὸ τοὐμοῠ προὔλαβες τὰ τῶνδ' ἔπη, Soph. O. C. 1143, vorziehen; προλαβόντες ἐπιμέλονται, d. i. sie sorgen im Voraus, Xen. Cyr. 1, 2, 3; προλαμβάνειν τῆς ὁδοῦ, Her. 3, 105; τῆς φυγῆς, Thuc. 4, 33; auch absol., πολλῷ προὔλαβε, 7, 80; bes. einen Vortheil einem Andern vorwegnehmen, πέπεισμαι τοῠϑ' ἱκανὸν ἡμῖν προλαβεῖν εἶναι Dem. 3, 2, u. Folgde, wie Pol. προλαβὼν τὸν καιρόν, 9, 14, 12. – Auch = voraus annehmen, sich vorstellen, im med., Menand. fr. inc. 152, dah. voreilig urtheilen, ein Vorurtheil fassen, Sp., vgl. auch Dem.. 4, 14.
-
51 παρα-πίπτω
παρα-πίπτω (s. πίπτω), daneben hinfallen, ἐγγὺς τῶν τειχῶν τὸ σῶμα παραπεπτωκός, Plut. Lys. 29; – einfallen, sowohl von feindlichen Einfällen, Pol. 2, 53, 6 u. öfter, als zufällig dazukommen, hingelangen, κατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς, Her. 8, 87; εἴ ποϑεν ἀέλπτως παραπέσοι σωτηρία, Eur. Or. 1173; εἰς πόλιν, Pol. 4, 80, 9; ἀνελπίστως παρέπεσεν εἴς τινα σκηνήν, 15, 28, 4, vgl. παραπεσούσης ἐκ Μεταποντίου βοηϑείας εἰς τὴν ἄκραν, 8, 36, 1; ὁπότε καιρὸς παραπέσοι, Xen. Hipparch. 7, 4, wie Plat. ὁπόταν δόξῃ τις παραπεπτωκέναι καιρός, Legg. VIII, 842 a; τῷ παραπεπτωκότι λόγῳ, 832 b, wie τὸν νῦν δὴ παραπεσόντα λόγον λέγω, Phil. 14 c, öfter; auch ϑαυμαστὸν κτῆμα παραπεσεῖν τοῖς Ἕλλησιν, sei ihnen zu Theil geworden, Legg. III, 686 d; καιρὸς παραπίπτει, die Gelegenheit kommt vor, vgl. Dem. 1, 8; Alcidam. sophist. 674, 34; Pol. 1, 75, 9 u. öfter; ὁ παραπεσών = τυ χών, Plut. Galb. 8; – vorbeikommen, überholen, τοὺς διώκοντας, Pol. 11, 15, 2; – danebenfallen, verfehlen, τῆς ὁδοῦ, 3, 54, 5; übertr., τῆς ἀληϑείας, die Wahrheit verfehlen, 12, 7, 2; πολύ τι παρέπεσε τοῠ καϑήκοντος, 8, 13, 8; vgl. noch Xen. Hell. 1, 6, 4, διαϑροούντων ἐν ταῖς πόλεσιν, ὅτι Λακεδαιμόνιοι μέγιστα παραπίπτοιεν ἐν τῷ διαλλάττειν.
-
52 καθ-ηγεμών
καθ-ηγεμών, όνος, ὁ, ion. κατηγεμών, = simplex; τῆς ὁδοῦ, Wegweiser, Her. 7, 128; καὶ ὁδηγοί Pol. 3, 48, 11; Sp., wie Plut. Thes. 18; Führer, Leiter, περὶ τῶν ὅλων Pol. 7, 14, 4, wie τῆς ἀρετῆς Plut. Dion. 1.
-
53 ἐπι-τυγχάνω
ἐπι-τυγχάνω (s. τυγχάνω), auf Einen, auf Etwas zufällig treffen oder stoßen, ihm begegnen, τινί, von Menschen u. häufiger von Sachen; εἴςιϑ' ἵνα μὴ κεῖνος ἡμῖν ἐπιτύχῃ Ar. Nubb. 195; ὀρύσσων ἐπέτυχον σορῷ Her. 1, 68; Thuc. 3, 75; Lys. 13, 71; ἀνεῳγμέναις ταῖς ϑύραις Plat. Conv. 431 c; γαμετῇ γυναικὶ βιαζομένῃ Legg. IX, 874 c; κώμαις ἐπιτυχόντες Xen. An. 3, 4, 18; seltener c. gen., Plut. Artax. 12, c. accus., Plat. Rep. IV, 431 c; – absolut, ὁ ἐπιτυχών, der Einem gerade in den Wurf kommt, der Erste der Beste; dah. gemein, unbedeutend, πολλὰ καὶ σμικρὰ καὶ τοῠ ἐπιτυχόντος νομοϑέτου γιγνόμενα Plat. Legg. VIII, 843 e; οὐ γὰρ οἶμαι τοῦ ἐπιτυχόντος εἶναι, es kann nicht Jeder, Euthyphr. 4 a; ο ὐδὲ φαύλων ἀνϑρώπων οὐδὲ τῶν ἐπιτυχόντων Crat. 390 d; εἰκῇ λεγόμενα τοῖς ἐπιτυχοῠσιν ὀνόμασιν, mit Ausdrücken, die Einem gerade in den Mund kommen, ohne Auswahl. Vgl. noch Ar. Ran. 1375; Eur. Herc. Fur. 1248, wo es ohne Artikel steht; τὰ ἀνϑρώπων τῶν ἐπιτυχόντων παιδία, die Kinder gemeiner Leute, Her. 2, 2; πόλεως τῆς ἐπιτυχούσης, Ggstz ἐνδοξοτάτη, Xen. Ages. 1, 3. – Mit Jem. zusammenkommen, mit ihm sprechen, wie ἐντυγχάνω, Plat. Legg. VI, 758 c; Luc. Nigr. 2; τῷ βιβλίῳ enc. Dem. 27; – c. partic., = τυγχάνω, ὁκότερα ποιέων ἐπιτύχω εὖ βουλευόμενος Her. 8, 101, wie λέγουσα γὰρ ἐπετύγχανε τάπερ αὐτὸς ἐνόεε 103; vgl. Plat. Sis. 387 e; eigtl. treffen, erlangen, zufällig erreichen, gew. τινός, μετρίου γὰρ ἀνδρος οὐκ ἐπέτυχες πώποτε Ar. Plut. 245; ὁλκάδος ἀναγομένης Thuc. 3, 3, wie τῶν πλοίων ἐπιτυχοῠσαι τὰ πολλὰ διέφϑειραν 7, 25; ὧν πράττουσι Xen. Mem. 4, 2, 28; ἀγαϑοῠ ὠνητοῦ Oec. 2, 3; τοῠ ἀγῶνος, den Proceß gewinnen, Ggstz ἀποτυγχάνω, Dem. 48, 30; ὅτι ὁ τὴν ἐπιστήμην ἔχων ἀεὶ ἂν ἐπιτυγχάνοι Plat. Men. 97 c, vgl. Phil. 61 d; – c. int., ἐπέτυχον παρ' αὐτοῠ καϑηγήσασϑαί μοι τῆς ὁδοῠ, ich erlangte es von ihm, daß er mir den Weg zeigte, Luc. Necyom. 6. – Absolut, das Ziel treffen, οἱ πολλὰ βάλλοντες πολλάκις ἐπιτυγχάνουσι Plut. det. orac. 40 extr.; Glück haben, Etwas erreichen, Thuc. 3, 42; καὶ τἄλλα ἐπετύγχανεν Xen. Hell. 4, 5, 19; περί τινος, Pol. 21, 3, 8; μάχῃ, in der Schlacht siegen, Aesch. 3, 165. Pass. gut von Statten gehen, gelingen, ἐπιτετε υγμέναι πράξεις Pol. 6, 33, 2; D. Sic. 1, 1, wie εἰ ἐπιτυγχάνοιτο Luc. de merc. cond. 8, wenn es glücklich ablaufen sollte; vgl. Plut. Symp. 5, 1, 2 u. Hipparch. Stob. fl. 108, 81.
-
54 ἐκ-τρέπω
ἐκ-τρέπω, abwenden, wegwenden, ablenken; κακὰ γᾶς, vom Lande, Aesch. Spt. 610; μηδ' ἐς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς, lenke nicht ab u. auf die Hel. hin, Ag. 1443, wie πρὸς ποίμνας Soph. Ai. 53; verhindern, abmahnen, τὴν δρῶσαν El. 342; ἐς ἄλλον Eur. Suppl. 483; ϑύρσοις ἀσπίδας, mit den Schilden vor Thyrsusstäben fliehen, Bacch. 787; τὸ ὕδωρ πρὸς τὴν Μαντινικήν, ableiten, Thuc. 5, 65; vgl. D. C. 35, 12. – Med., sich wegwenden u. wo anders hingehen, Her. 1, 104. 6, 34; ἐκτραπόμενοι ἐκάϑηντο, sie gingen vom Wege ab u. setzten sich, Xen. An. 4, 5, 15; ἀπό τινος ἐπί τι, Plat. Soph. 222 a; πόϑεν δεῠρο ἐξετραπόμεϑα; Rep. VIII, 543 c, vgl. Phaedr. 229 a; Xen. An. 4, 5, 15; Einem ausweichen, aus dem Wege gehen, ihn vermeiden, εἴκουσι τῆς ὁδοῠ καὶ ἐκτράπονται Her. 2, 80; έκτρέπεταί με νῦν ἀπαντῶν Dem. 19, 225; neben μισῶ u. ἀποβάλλομαι Poll. 5, 114, u. so bes. Luc.; τὸν ἔλεγχον Pol. 35, 4, 14; εἰ δ' οὖν τι κἀκτρέποιτο τῶν πρόσϑεν λόγων Soph. O. R. 851, läugnen. – Sp. auch = verändern, verwandeln; τῆς ἀριστοκρατίας εἰς ὀλιγαρχίαν ἐκτραπείσης Pol. 6, 4, 9. – Bei den Aerzten = verrenkt werden.
-
55 ἐκ-τρίβω
ἐκ-τρίβω, 1) herausreiben, durch Reiben hervorrufen; πῠρ Xen. Cyr. 2, 2, 13; dah. ἐν πέτροισι πέτρον, Stein an Stein reiben, Soph. Phil. 296. – 2) ausreiben, wie Κύκλωπος ὀφϑαλμὸν ὥσπερ σφηκιάν Eur. Cycl. 475; vernichten, wegtilgen, ποίην ἐκ τῆς γῆς Her. 4, 120; πίτυος τρόπον, mit Stumpf u. Stiel ausrotten, wie eine Fichte, die nicht mehr aus der Wurzel ausschlägt, 6, 37; ἐκτέτριπται πρόῤῥιζος ἐκ Σπάρτης 6, 86; Ζεύς σε πρόῤῥιζον ἐκτρίψειεν Eur. Hipp. 684. So ἐκτριβήσεται Soph. O. R. 428; neben καταφϑεῖραι Plut. Eumen. 19. – 3) abreiben, abnutzen, Ἄτλας ὁ χαλκέοισι νώτοις οὐρανὸν ἐκτρίβων, für νῶτα οὐρανῷ, Eur. Ion 2; ὁπλὰς ἐκ τῆς ὁδοῠ ἐκτετριμμένος Luc. Asin. 19. – Uebertr., κακῶς βίον ἐκτρῖψαι, elend hinbringen, Soph. O. R. 248. – 41 ausreiben, ῥύπον Plut.; reinigen, poliren, τὰς πανοπλίας Pol. 10, 20, 2; – καρπούς, χίδρα, Theocr. 7, 156 u. Nic. bei Ath. III, 126 b, ausdreschen.
-
56 αμαρτανω
(fut. ἁμαρτήσομαι - поздн. ἁμαρτήσω, aor. 1 ἡμάρτησα, aor. 2 ἡμαρτον - эп. тж. ἅμαρτον и ἤμβροτον)1) не попадать, промахиваться(τινός Hom., Plat.)
ἤμβροτες οὐδ΄ ἔτυχες Hom. — ты промахнулся, не попал;ἔγχεσι ἤμβροτον ἀλλήλων Hom. — оба они не попали друг в друга своими копьями;καιρίας πληγῆς ἁ. Xen. — не нанести смертельной раны2) отклоняться, сбиваться(τῆς ὁδοῦ Arph.)
ἁ. τἀληθέος Her. — погрешать против истины;οὔ τι νοήματος ἁ. ἐσθλοῦ Hom. — поступать во всем весьма разумно3) совершать промах, ошибаться(τι Hom., Aesch., Soph., Arph., περί τι и περί τινος Xen., Plat., ἔν τινι Thuc., Plat., τινί Eur., Plat. и ἐπί τι Arst.)
γνώμης ἁ. Her. — ошибаться в (своем) предположении;αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ΄ ἤμβροτον Hom. — в этом я сам виноват;ἐλπίδων ἡμάρτομεν (pl. = sing.) Eur. — я обманулась в своих надеждах;ἁ. τοῦ χρησμοῦ Her. — ошибиться в оракуле, т.е. не понять его;τοῦ παντὸς ἁ. Plat., Plut. — совершить грубейшую ошибку;τὰ περὴ τέν πόλιν ἁμαρτανόμενα Xen. — политические ошибки;ἥ ἡμαρτημένη πολιτεία Plat., Arst. — неправильный (порочный) государственный строй;τὰ ἁμαρτηθέντα или τὰ ἡμαρτημένα Xen. — ошибки, промахи;ἥμαρτε χρηστὰ μωμένη Soph. — она совершила ошибку из хороших побуждений;τὰ τοῦδε μὲν πεπραγμέν΄ ἔσται, τἀμὰ δ΄ ἡμαρτημένα Soph. — его замыслы осуществятся, а мои потерпят крушение4) грешить, совершать проступок, провиниться(τι εἴς τινα Soph., Her., Thuc.)
οὐχ ἡμαρτηκώς Lys. — ни в чем не виновный5) терять, утрачивать, лишаться(ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom.; ἁ. ἀλόχου Eur.)
6) упускать, не получатьἁ. τῆς Βοιωτίης Her. — не занять своевременно Беотию;
οὐκ εἰκὸς οὔτ΄ ἐμὲ ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ΄ οὔθ΄ ὑμᾶς ἐμοῦ Soph. — несправедливо, чтобы в этом отказали вы мне или я вам7) оставлять без внимания, пренебрегатьἁ. δώρων Hom. — пренебрегать дарами, т.е. забывать приносить жертвы;
ξυμμαχίας ἁ. Aesch. — изменить долгу союзника -
57 εκνευω
1) отклоняться в сторону(τῆς ὁδοῦ Plut.)
τῇ κεφαλῇ ἐκνεύσας Xen. — отведя в сторону голову, т.е. уклонившись от удара;ἐ. ἄνω Xen. — (о лошади) дергать головой вверх2) огибать(πάγον Anth.)
3) устремляться, бросаться(εἰς οὖδας Eur.)
4) поворачивать, перен. обращаться, склоняться(εἰς τὸ τῆς θεοῦ, sc. ἱερόν Eur.)
εἰς θάνατον ἐ. Eur. — быть на краю смерти5) подавать знак удалиться(ἐ. τινὰ ἀποστῆναι πρόσω Eur.)
-
58 εκτριβω
1) тереть(ἐν πέτροισι πέτρον Soph.)
2) добывать трением или высекать(πῦρ Xen.)
3) стирать, изнашивать(σίδηρος ἐκτρίβεται Plut.)
τὰς ὁπλὰς ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐκτετριμμένος Luc. (об — осле) стерши себе о дорогу копыта;Ἄτλας νώτοις οὐρανὸν (= νῶτα οὐρανῷ) ἐκτρίβων Eur. — Атлант, держащий на своих плечах небо;κακὸν κακῶς ἐκτρῖψαι βίον Soph. — ужасно закончить ужасную жизнь4) стирать, счищать(ῥύπον Plut.)
5) натирать, чистить(τὰς πανοπλίας Polyb.)
6) досл. высверливать, перен. удалять, уничтожать(τοῦ Κύκλωπος ὀφθαλμὸν ὥσπερ σφηκιάν Eur.; ποίην ἐκ τῆς γῆς Her.)
7) истреблять, уничтожать(τινὰ πρόρριζον Eur., Plut.)
8) разорять(ἥ Ἰταλία ἐκτριβεῖσα Plut.)
-
59 καθηγεμων
-
60 παραπιπτω
(fut. παραπεσοῦμαι, aor. 2 παρέπεσον)1) падать возле2) случаться, оказываться, (случайно) попадаться, встречатьсяκατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς Her. — случайно встретившийся корабль;
ὅπου ἂν παραπίπτῃ Xen. — где бы он ни попался;καιρὸς παραπεπτωκώς Dem. — представившийся (удобный) случай;τῷ παραπεπτωκότι λόγῳ Plat. — о чем зашел разговор;πᾶν τὸ παραπίπτον или παραπεσόν Polyb., Plut. — все, что встречается или встречалось (на пути) (см. тж. παραπεσών);π. κατὰ βοήθειαν Polyb. — неожиданно приходить на помощь3) сталкиваться(οἱ ἰχθύες παραπίπτοντες Arst.)
4) врываться, вторгаться(εἰς τὸ Σαμικόν, εἰς τέν ἄκραν Polyb.)
5) обгонять, опережать(τοὺς διώκοντας Polyb.)
6) отклоняться, уклоняться(τῆς ὁδοῦ, τῆς ἀληθείας Polyb.; παραπεσόντας πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν NT.)
7) ошибаться, заблуждаться(ἔν τινι Xen.)
См. также в других словарях:
πληροφορίας, θεωρία της — Η εμφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων που συνδέονται με τις τηλεπικοινωνίες και με τις κυβερνητικές συσκευές οδήγησε σε μια βαθιά θεωρητική έρευνα και έναν ακριβή ορισμό της πληροφορίας. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε το σύνολο των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek