-
101 επιταχυνω
-
102 μεσογαια
ἥ внутренние области, глубина страны(οἱ ἐν μεσογαίᾳ οἰκοῦντες Plat.)
τέν μεσόγαιαν τάμνων τῆς ὁδοῦ Her. — пересекая на своем пути внутренние области страны -
103 ξυντομον
τό1) краткость, короткое расстояниеτὰ σύντομα (τῆς ὁδοῦ) Her., Xen., τὸ συντομώτατον Her. и τὰ ξυντομώτατα Thuc. — кратчайший путь
2) сжатостьἐν συντόμῳ и ἐν συντόμοις Sext. — в сжатом виде, в немногих словах
-
104 παρακρινω
(ῑ) располагать рядом, выстраивать(πεζὸς παρακεκριμένος παρὰ τὸν αἰγιαλόν Her.; πλῆθος ἀνθρώπων ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῦ παρακεκριμένων Plut.)
-
105 παραμυθιον
(ῡ) τό1) утешение, облегчение(καμάτων Soph.; λύπης Plut.)
κινδύνῳ π. εἶναι Thuc. — служить утешением в опасности;παραμύθια τῆς ὁδοῦ Plat. — средства скрасить путешествие;παραμύθια πλησμονῆς Plat. — средства против пресыщения;π. τοῦ μέ φοβεῖσθαι Plat. — основание не опасаться2) увещевание, уговоры -
106 παρατροπη
ἥ1) предотвращение, средство отклонить(θανάτου Eur.)
2) изменение(τοῦ ὀνόματος Plut.)
3) смещение, отклонение(τῆς ὁδοῦ Plut.)
4) заблуждение, ошибка, извращение Plut.5) грам. склонение -
107 περιβολη
ἥ1) одежда, одеяние Plut.π. καὴ ὑποβολή Plat. — одежда и постельные принадлежности
2) объятье(χειρῶν περιβολαί Eur.)
3) оболочка, покровπ. τοῦ ξίφεος Eur. — ножны меча;
περιβολαὴ χθονός Eur. — могила;περιβολαὴ σφραγισμάτων Eur. — печати (на послании);περιβολαὴ σκηνωμάτων Eur. — шатры4) (кольцевая) стена, ограда(ἑπτάπυργοι περιβολαί Eur.)
5) очертание, контур, форма(τοῦ χωρίου Thuc.)
6) размерыοἰκίης μεγάλης π. Her. — обширный дом
7) объем, круг вопросов, совокупность(τοῦ λόγου Isocr.; τῶν πραγμάτων Polyb.)
8) воен. окружение, обход, охват(τέν περιβολέν ποιεῖσθαι Xen.)
9) изгиб, излучина, поворот (sc. τῆς ὁδοῦ Plut.)10) рит. словесная форма, слог, стиль -
108 σπουδη
дор. σπουδά, лак. σποδά (ᾰ) ἥ1) поспешность, торопливостьσ. τῆς ὁδοῦ Thuc. — ускоренный переход, форсированный марш;
σπουδέν ἔχειν Her. — спешить, торопиться;σπουδῇ Hom., Her., Xen., Plat., σὺν σπουδῇ Soph., Xen., διὰ σπουδῆς Eur., Xen., κατὰ σπουδήν Thuc., Xen., ὑπὸ σπουδῆς и ἐκ σπουδῆς Thuc., Arst., Plut. — поспешно, торопливо, быстро2) усердие, рвение, забота, старание, усилие(μᾶλλον σπουδέν ποιεῖσθαι Thuc.)
σπουδέν ἔχειν τινός и εἴς τι Eur., Plat., σπουδέν ποιεῖσθαι περί τινος Plat., περί τι Isocr. и περί τινα Arst., ἕνεκεν и χάριν τινος Polyb. или ἐπί τινι Luc. — прилагать старания к чему-л., хлопотать из-за чего-л.;ἐν σπουδῇ τίθεσθαί τι Plut. — заботиться о чем-л.;ἄτερ σπουδῆς Hom. — без (всякого) усилия;σπουδῇ Plat. — усердно, изо всех сил;σὺν σπουδῇ и μετὰ σπουδῆς Plat. — ревностно, усердно;ἐπὴ μεγάλης σπουδῆς Plat. — с великим рвением3) стремление, порыв4) домогательство, погоня(σπουδαὴ ἐπ΄ ἀρχάς Plat.)
κατὰ σπουδάς Arph. — в порядке протекции, благодаря проискам5) благосклонность, расположение, поддержка6) серьезностьἀπὸ σπουδῆς Hom., σπουδῇ Thuc., Xen., Plat., μετὰ σπουδῆς Xen., Plat. и σπουδῆς χάριν Plat. — серьезно, всерьез;
σπουδέν ποιεῖσθαι Arph. — принимать всерьез;ἐν τε παιδιαῖς καὴ ἐν σπουδαῖς Plat. — как в шутку, так и всерьез -
109 συντομον
τό1) краткость, короткое расстояниеτὰ σύντομα (τῆς ὁδοῦ) Her., Xen., τὸ συντομώτατον Her. и τὰ ξυντομώτατα Thuc. — кратчайший путь
2) сжатостьἐν συντόμῳ и ἐν συντόμοις Sext. — в сжатом виде, в немногих словах
-
110 υπαγω
1) подводитьὑ. ἵππους Hom., Luc., тж. ὑ. ἵππους ζυγόν Hom. или ζυγῷ Luc. — подводить под ярмо лошадей, т.е. запрягать;
ἑαυτὸν εἰς δουλείαν ὑ. Luc. — отдавать себя самого в рабство;ὑ. τινὰ ἐς χέρας τινός Her. — отдавать кого-л. во власть кому-л.2) подчинять(ὑπάγεσθαι τέν πόλιν Thuc.)
ὅταν ὑπαγάγηται (sc. τὰ Πάρθων) Plut. — когда будет завоевана Парфия3) привлекать к ответственности(τινά Lys., Xen.)
ὑ. τινὰ ὑπὸ δικαστήριον Her. или δικαστηρίῳ Luc., тж. ὑ. τινὰ ἐς δίκην Thuc. — привлекать кого-л. к судебной ответственности;4) вести, увлекать, заманивать(τινὰ ἐπὴ κῶμον Eur.; ὑ. τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν Xen.)
εἰς ἔχθραν τῶν πόλεων ὑπηγμένων Dem. — когда города были вовлечены во (взаимную) вражду;τίν΄ ὑπάγεις μ΄ ἐς ἐλπίδα ; Eur. — какую надежду хочешь ты мне внушить?;ὑπάγεσθαί τινα Dem. — склонять кого-л. на свою сторону5) вводить в обман, обманывать(τινά Lys.)
ταῦτα ὑπήγετο, βουλόμενος … Xen. — он пустил в ход эти хитрости, желая …6) уводить(τὸ στράτευμα Thuc.)
ὑπαγομένου κάτωθεν τοῦ χώματος Thuc. — по мере того, как насыпь снизу выкапывалась7) уходить, отступатьκόσμῳ καὴ τάξει ὑ. Thuc. — уходить в полном порядке;
ὑπάγοιμί τἄρ΄ ἄν Arph. — я, пожалуй, уйду;ὕπαγε εἰς εἰρήνην NT. — иди с миром8) медленно продвигаться(ἔμπροσθεν Xen.)
ὑπάγεθ΄ ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Arph. — отправляйтесь в путь, трогайтесь9) приседать Arst. -
111 υπαποκινεω
слегка отстраняться, отходитьὑ. τῆς ὁδοῦ Arph. — уходить прочь;
τουτὴ πονηρόν ἀλλ΄ ὑπαποκινητέον Arph. — дело плохо, надо сматываться -
112 выпуклость
η κυρτότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выпуклость
-
113 шпалеры
мн. 1. (обивочные ткани, обои) η ταπετσαρία του τοίχου 2. (натянутая проволока, решётки, по которым вьётся растение) η πέργκολα, η κατασκευή από μακρόστενους ράβδους που σχηματίζουν ρόμβους, πάνω στα οποία αναρριχώνται τα φυτά 3. (ряды деревьев, кустов по обеим сторонам дороги) τα δέντρα/οι θάμνοι εκατέρωθεν της οδού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпалеры
-
114 γωνία
η1) угол (тж. здания);γων ορθή — прямой угол;
οξεία γωνία — острый угол;
αμβλεία γωνία — тупой угол;
γωνία πτώσεως — угол падения;
η γωνία της οδού — угол улицы;
στη γωνία — а) на углу; — б) в углу;
πίσω απ' τη γωνία — за углом;
στρέφω στη γωνία — повернуть за угол;
2) см. γωνιά 3, 7;§ ράβδος εν γωνία άρα βρέχει — это просто абсурд
-
115 ελιγμός
ο1) зигзагообразное движение;ελιγμοί τού όφεως — извивы змей;
2) прям., перен. лавирование, маневрирование; уловка, увёртка;κάνω ελιγμούς — лавировать, маневрировать;
η ικανότητα προς ελιγμούς — а) манёвренность; — б) перен. способность лавировать, маневрировать;
δι' επιτηδείων ελιγμών — с помощью ловких увёрток;
3) извилистость;ελιγμοί της οδού — извилистость дороги;
4) извив, изгиб, извилина; излучина, поворот;5) воен, манёвр -
116 κατάστρωμα
το палуба;ταξιδεύω κατάστρωμα — ехать на палубе, ехать в качестве палубного пассажира;
κατάστρωμα πτήσης — полётная палуба;
κατάστρωμα της οδού — или κατάστρωμα του δρόμου — мостовая; — настил, покрытие дороги
-
117 кювет
-а α.χάντακες αποχέτευσης εκατέρωθεν της οδού. -
118 маршрутный
επ.δρομολογιακός, του δρομολογίου•маршрутный указатель δείκτης δρομολογίου.
εκφρ.маршрутный поезд – εμπορικό τραίνο εξπρές•- ая съёмка – τοπογράφηση εκατέρωθεν της οδού. -
119 переименование
-я ουδ.μετονομασία•улицы μετονομασία της οδού.
-
120 подорожный
επ.πλησίον της οδού, παρόδιος•подорожный столб παρόδιος στύλος.
|| παλ. οδικός. || (διαλκ.) οδοιπορικός•подорожный мешок οδοιπορικός σάκκος.
См. также в других словарях:
πληροφορίας, θεωρία της — Η εμφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων που συνδέονται με τις τηλεπικοινωνίες και με τις κυβερνητικές συσκευές οδήγησε σε μια βαθιά θεωρητική έρευνα και έναν ακριβή ορισμό της πληροφορίας. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε το σύνολο των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek