-
121 проехать
-еду, -едешь ρ.σ.1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι (για μεταφ. μέσο ή σε με-ταφ. μέσο)•по асфальтной дороге -ал грузовик στον ασφαλτόδρομο πέρασε ένα φορτηγό αυτοκίνητο•
он -ал последний дом на улице и свернул вправо αυτός πέρασε το τελευταίο σπίτι της οδού και έστριψε δεξιά.
|| διατρέχω, διανύω. || πηγαίνω (με μεταφ. μέσο)• μεταβαίνω•надо к брату проехать πρέπει να πάω στον αδερφό.
2. περνώ, διέρχομαι, διαβαίνω χωρίς να σταματήσω.κάνω περίπατο (σε άλογο, αυτοκίνητο κ.τ.τ.).εκφρ.проехать на чей счёт ή по адресу кого – βλ. στη λ. пройтись. -
122 путём
-
123 угол
угла, προθτ. об угле, в углу κ. (μαθ.) в угле α.1. η γωνία•угол дома γωνία του σπ,ι-τιού•
угол стола γωνία του τραπεζιού•
угол улицы η στροφή της οδού•
стоять на -у στέκομαι στη γωνία.
|| στενό μέρος δισμονής, μέρος δωματίου, γωνιά. || διαμονή, κατοικία•угол иметь свой угол ή собственный угол έχω τη γωνιά μου, το σπιτάκι μου.
2. μέρος απόκεντρο. || τμήμα, περιοχή (χώρας, πόλης κ.τ.τ.).3. (απλ. κ. παλ.) τραπεζογραμμάτιο, ή αξία 25 ρουβλιών.4. (μαθ.) γωνία•прямой угол ορθή γωνία•
угол тупой угол αμβλεία γωνία•
острый угол οξεία γωνία•
двухгранный угол δίεδρη γωνία•
угол падения γωνία πτώσης•
угол отражения γωνία αντανάκλασης•
угол прицела γωνία σκόπευσης•
угол зрения γωνία όρασης.
εκφρ.из-за - – ά ενεδρεύοντας, από ενέδρα, παραφυλάγοντας, ύπουλα, κρυφά•под -ом – υπο γωνία•красный ή передний угол – παλ. γωνία ή κορυφή (θέση στο σπίτι όπου ήταν τα εικονίσματα ή το τραπέζι για τους φιλοξενούμενους)•прижать ή припереть в угол – στριμώχνω, φέρω σε δύσκολη θέση (στη συζήτηση, συνομιλία)- ставить в угол βάζω στη γωνία (για τιμωρία)•по -эм говорить ή ше-птэться – μιλώ σιγά, κρυφά στη γωνία, ψιθυρίζω•из -а в угол ходить ή шагать – κόβω βόλτες, σουλατσάρω. -
124 указание
-я ουδ.ένδειξη• υπόδειξη, δείξιμο•указание дороги υπόδειξη της οδού•
указание на недостатки υπόδειξη των ελλείψεων (ελαττωμάτων).
|| οδηγία•по указанию из центра κατά την οδηγία από το κέντρο•
давать -я молодому δίνω οδηγίς στο νεολαίο.
-
125 уличный
επ.1. της οδού•-ое движение η κυκλοφορία (κίνηση) στην οδό•
-ые бой οδομαχίες.
|| στραμμένος προς την οδό•уличныйая дверь πόρτα προς το δρόμο.2. ανάγωγος•-ые ребята παιδιά του δρόμου.
3. απρεπής• χυδαίος• αγοραίος•-ые фразы αγοραίες φράσεις.
-
126 διανύω
A- ήνυκα Plb.4.11.7
:—bring quite to an end, accomplish, finish, κέλευθα δ. finish a journey, h.Cer. 380, cf. h.Ap. 108; ; l.c.;τὸν πλοῦν ἀπὸ Τύρου Act.Ap.21.7
;πόνους Vett.Val. 330.9
;τὰ προσήκοντα POxy.1469.4
(iii A.D.): c. acc.loci, πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας having finished one's course over the sea, Hes.Op. 635; πλεῖον δ. traverse, of a point moving along a line, Arist.LI 968a25, cf. Archim.Sph.Cyl.Praef., al.;τόπους Plb.4.11.7
: abs., δ. εἰς τὰς ὑπερβολάς arrive at a place, Id.3.53.9:—[voice] Pass., ὁδὸς διηνυσμένη ib.63.7: [tense] aor. inf.διανυσθῆναι Hsch.
: c. part., finish doing a thing,οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων Od.17.517
; but πόνοις σε διδοῦσα διήνυσεν continued giving.., E.Or. 1663: abs., live, Vett. Val.58.17. -
127 διοδοιπορέω
A = διοδεύω, τὰς δύο μοίρας [τῆς ὁδοῦ] Hdt.8.129, cf. J. Ap.2.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοδοιπορέω
-
128 εἴκω
εἴκω,------------------------------------Aεἶκον 16.305
( ὑπό-), Hdt.8.3: [tense] fut.εἴξω Th. 1.141
, etc.: [tense] aor. 1εἶξα Il. 24.718
, etc., poet. ἔειξα orἔϝειξα Alcm. 31
, [dialect] Ion.εἴξασκε Od.5.332
: [tense] pf. part. ἐεικώς Chron.Lind. D.96:—give way, retire,ὀπίσσω εἴκετε Il.5.606
; : c. dat., make way for,οὐρεῦσι 24.716
; yield to pressure, Gal. 18(1).97.2 c. dat. pers. et gen. loci, μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις shrink not from the fight for them, 4.509;εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ Hdt. 2.80
;εἴξατέ μοι νίκης Coluth. 171
: c. gen. only, εἴκειν πολέμου καὶ δηϊοτῆτος withdraw from war and strife, Il.5.348; εἶκε, γέρον, προθύρου retire from the door, Od.18.10, cf. Jul.Or.2.67b.4 give way to any passion or impulse,ᾧ θυμῷ εἴξας Il.9.598
;ὄκνῳ καὶ ἀφραδίῃσι 10.122
;ὕβρει Od.14.262
; βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκειν give full play to one's might and strength, 13.143;ὀργῇ δ' εἶξα μᾶλλον ἤ μ' ἐχρῆν E.Hel.80
;τῇ ἡλικίῃ εἴκειν Hdt.7.18
; of circumstances,πενίῃ εἴκων Od.14.157
; ; ;ξυμφοραῖς Th.1.84
; ζημίαις to the force of punishment, X.Cyr.1.6.21:—in S.Ant. 718 θυμοῦ shd. prob. be read for θυμῷ.5 εἴκειν τινί τι yield to another in a thing, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων inferior to none in.., Il. 22.459, Od.11.515: c. acc. cogn., εἴκοντας ἃ δεῖ yielding in.., S.OC 172 (lyr.), cf. Aj. 1243: also c. dupl. dat., ἕλεσκον ἀνδρῶν.. ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσι whoever was inferior to me in swiftness of foot, Od. 14.221.6 c. gen., retire from, ἰερατείας Chron.Lind.l.c.II trans., yield up, give up, εἶξαί τέ οἱ ἡνία give [the horse] the rein, Il.23.337; Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν gave up [the ship] to Zephyrus to chase, Od.5.332.III impers., it is allowable or possible,ὅπῃ εἴξειε μάλιστα Il.22.321
: c. inf.,ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι 18.520
;φώναισ' οὐδὲν ἔτ' εἴκει Sapph.2.8
; φερόμενοι πρὸς τὸ εἶκον attacking on the line of least resistance, Plu.Fab.16.
См. также в других словарях:
πληροφορίας, θεωρία της — Η εμφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων που συνδέονται με τις τηλεπικοινωνίες και με τις κυβερνητικές συσκευές οδήγησε σε μια βαθιά θεωρητική έρευνα και έναν ακριβή ορισμό της πληροφορίας. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε το σύνολο των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek