-
1 εμμονή
-
2 ἐμμονή
-
3 εμμονη
ἥ упорствованиеτὸ μέ (δίκην) διδόναι ἐ. τοῦ κακοῦ (sc. ἐστιν) Plat. — безнаказанность увековечивает зло
-
4 εμμονή
η1) настойчивость, упорство, твёрдость; 2) верность (чему-л.);εμμονή σε αρχές — принципиальность
-
5 εμμονή
[эммони] ουσ. Θ. настойчивость,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εμμονή
-
6 εμμονή
[эммони] ουσ θ настойчивость. -
7 ἐμμονή
ἐμμον-ή, ἡ, -
8 ἐμμονή
-
9 εμμονή
1) adherence2) persistenceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εμμονή
-
10 adherence
εμμονή -
11 sebat
εμμονή, επιμονή, ευστάθεια, σταθερότητα -
12 идея
иде||яж в разн. знач. ἡ Ιδέα, ἡ ἔν-νοια / филос. τό νόημα:политические \идеяи οἱ πολιτικές Ιδέες· \идея романа ἡ Ιδέα τοῦ μυθιστορήματος· он первый по́дал эту \идеяю πρώτος είχε αὐτή τήν ίδέα· счастливая \идея ἡ σωστή Ιδέα· навязчивая \идея ἡ ἔμμονη Ιδέα -
13 настоичивость
насто́и́чив||остьж ἡ ἐμμονή, ἡ ἐπιμονή, τό πείσμα. -
14 настояние
настояни||ес ἡ ἐπιμονή, ἡ ἐμμονή:по его́ \настояниею κατ' ἀπαίτησίν του. -
15 неотвязный
неотвязн||ыйприл ἔμμονος, ἐνοχλητικός, φορτικός:\неотвязныйая мысль ἡ ἔμμονη ίδέα -
16 неотступный
неотсту́пн||ыйприл ἐπίμονος, Εμμονος:\неотступныйое преследование ἡ ἐπίμονη παρακολούθηση· \неотступныйая мысль ἡ ἐμμονη σκέψη. -
17 упорство
упор||ствос1. ἡ ἐπιμονή, ἡ ἐμμονή:неутомимое \упорствоство ἡ ἀκούραστη ἐπιμονή·2. (упрямство) τό πείσμα, ἡ ἐπιμονή. -
18 αρχή
η1) начало;αρχή της οδού — начало дороги;
απ' ( — или εξ) αρχης, απ' ( — или από) την αρχή — сначала;
στην αρχή — или στίς αρχες — или κατ' αρχάς — в начале;
στίς αρχές τοβ μηνός — в начале месяца;
κάνω αρχή — начинать;
κάνω την αρχή — положить начало;
2) πλ. начала, основные положения, основы;οι αρχές της χημείας — начала химии;
3) принцип; правило;κατ' αρχήν — в принципе; — как правило, в основном, вообще;
εμμονή ( — или αφοσίωση) σε αρχές — принципиальность;
άνθρωπος με αρχές — принципиальный человек;
άνευ αρχων — или χωρίς αρχές — без принципов, беспринципный;
4) основа, предпосылка; условие;5) власть; πλ. власти, правительство;αί αρχαί της πόλεως — городские власти;
§ αρχή αρχ во-первых;
αρχή τό ήμισυ τού παντός — начало - половина дела;
κάθε αρχή και δύσκολη — погов, лиха беда начало
-
19 έμμονος
-
20 ιδέα
η1) идея; προοδευτικές ιδέες передовые, прогрессивные идеи; 2) мысль, идея;σωστή ιδέα — счастливая идея;
μου πέρασε η ιδέα — мне пришла в голову мысль;
πρώτος είχε αύτή την ιδέα — он первый подал эту идею;
3) идея, замысел;η ιδέα τού έργου — идея произведения;
4) мнение, суждение;τί ιδέα έχεις γι' αυτόν; — каково твоё мнение о нём?;
είμαι της ιδέας σας — у меня то же мнение, я с вами согласен;
πες μου την ιδέα σου — скажи мне твоё мнение;
5) намерение;είμαι της ιδέας... — я имею намерение, я думаю...;
6) разг самая малость, капелька;μάκραινε το φόρεμα μιά ιδέα — надо чуть-чуть удлинить платье;
§ έμμονη ιδέα — навязчивая идея;
έχω (μιά) ιδέα γιά κάτι — иметь представление о чём-л.;
δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιά κάτι — не иметь ни малейшего представления, понятия о чём-л.;
η ιδέα σου είναι — это тебе так кажется;
Μεγάλη ιδέα' — великая идея (термин, обознач, великогреческий шовинизм);
έχει μεγάλη ιδέα γιά τον εαυτό του — или είναι όλο ιδέα — он высокого мнения о себе
См. также в других словарях:
ἐμμονή — continuance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμμονή — η (AM ἐμμονή) επιμονή, σταθερότητα σε κάτι αρχ. παραμονή, συνέχιση, διατήρηση … Dictionary of Greek
εμμονή — η σταθερότητα σε κάτι, σθεναρή στάση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμμονᾷ — ἐμμονή continuance fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμονήν — ἐμμονή continuance fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
έμμονος — η, ο (AM ἔμμονος, ον) αυτός που εμμένει σε κάτι, επίμονος, σταθερός νεοελλ. φρ. 1. «έμμονη ιδέα» ιδέα που μένει διαρκώς στη συνείδηση τού ατόμου και επηρεάζει ολόκληρο τον ψυχικό κόσμο και τις αντιδράσεις του 2. «έμμονα αέρια» μη πτητικά αέρια 3 … Dictionary of Greek
ιδεοληψία — Όρος της ψυχολογίας. Πρόκειται για περιοδική και αθέλητη επιβολή ιδεών ή συναισθημάτων στη συνείδηση κάποιου ατόμου, που είναι κατά κανόνα ενοχλητικά και επιζήμια. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες ι. Διακρίνονται με βάση τις ιδέες ή τα συναισθήματα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
Λεοπάρντι, Τζάκομο — (Giacomo Leopardi, Ρεκανάτι 1798 – Νάπολη 1837). Ιταλός ποιητής, λόγιος και φιλόσοφος. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του κόμη Μονάλντο και της Αδελαΐδας Αντίτσι. Μεγάλωσε στην πνιγηρή ατμόσφαιρα ενός κλειστού επαρχιακού περιβάλλοντος και επιδόθηκε πολύ… … Dictionary of Greek