-
101 δίς
A twice, doubly, with Nouns, δ. τόσσον twice as much, Od. 9.491, cf. Th.6.57, etc.;ἀληθὴς ὁ λόγος ὡς δ. παῖς γέρων Cratin.24
;δ. παῖδες οἱ γέροντες Theopomp.Com.69
: more freq. with Verbs,τοῦτο δ. ἤδη ἐγένετο Hdt.8.104
;δ. φράσαι A.Pers. 173
, cf. Ag. 1384;δ. αἰάζειν καὶ τρίς S.Aj. 432
;δ. καὶ τρίς φασι καλὸν εἶναι τὰ καλὰ λέγειν Pl.Grg. 498e
, cf. Phlb. 60a, Emp.25;δ. βιῶναι
twice over,Men.
223.4;δειπνεῖν.. δ. τῆς ἡμέρας Pl.Com.207
;ἐς δ. App.Mith.78
: ὁ δ. Νέωνος, = son and grandson of N., GDI3092.18 ([place name] Aegosthena);Αὐρήλιος Αὐξάνων δ. BCH17.249
([place name] Apamea);Αὐρ. Δοῦ<ρ>λος δ. JHS19.301
(Selmea [ Lycaonia]).—In compds. δι-, but δις- in δισμύριοι, δισχίλιοι, δισθανής, δίσαβος, δισάρπαγος, δίσευνος, etc. (Cf. Skt. dvis 'twice', Lat. bis.) -
102 δύσοπτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσοπτος
-
103 θαμά
-
104 κατακοιμίζω
A = κατακοιμάω 11 (for which it is a constant v.l.), lull to sleep,τὴν φυλακήν Hecat.33J.
;τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παιδίων Pl.Lg. 790d
, cf. Smp. 223d (v.l. -κοιμήσαντ'), Luc.VH2.34,Asin.6: metaph.,κ. τὸν λύχνον Phryn.Com.24
;ὀργάς Com.Adesp.521
;τοὺς πολεμίους Plu.2.346c
:—[voice] Pass., go to sleep, Plb.3.67.2; of troublesome questions,ἵνα.. ἀεὶ ἂν κατακοιμισθῶσιν IG22.1121.26
.II sleep through, τὴν φυλακήν sleep out one's watch, Hdt.9.93. Ael. NA1.15, al.;τῆς ἡμέρας τὸ Χρησιμώτατον -κοιμίζουσα X.Mem.2.1.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακοιμίζω
-
105 λοιπός
A remaining over, not in Hom., freq.from Pi. and Hdt. downwards;λ. βίοτος Pi.O.1.97
; λ.εὐχαί ib.4.15; λ.γένος ib.2.15; also λοιποί descendants, Id.I.4(3).39: in Prose the Art. is commonly added, and ὁ λ. either agrees with the Noun or takes a dependent genitive,αἱ λ. τῶν νεῶν Th.7.72
; τὴν λοιπὴν (sc. ὁδὸν)πορευσόμεθα X.An.3.4.46
; τὸ λ. τῆς ἡμέρας ib.16, etc.2 λοιπόν [ἐστι] c. inf., it remains to show, etc., ἀποδεικνύναι, διελέσθαι, etc., Id.Smp.4.1, Pl.R. 466d, etc.: also c. Art., τὸ λ. ἤδη ἡμῖν ἐστι σκέψασθαι, πότερον what remains for us is to.., ib. 444e; διανομὴ τοίνυν τὸ λ. σοι ib. 535a: without inf., ὃ δὲ λ. quod superest, A.Ag. 1571 (lyr.);ὅ τι λ. πόνων Id.Pr. 684
;τὸ εὐπρεπείας πέρι.. λοιπόν Pl.Phdr. 274b
.3 freq. of Time, ὁ λ. χρόνος the future, Pi.N.7.67;πρὸς τὸν λοιπὸν τοῦ χρόνου D.15.16
; τὸν λ. χρόνον for the future, S.Ph.84;τοῦ λ. χρόνου Id.El. 817
;εἰς τὸν λ. χρόνον Pl.Ep. 358b
;ἐκ τοῦ λ. χρόνου D.59.46
: so without Subst. in neut., τὸ λ. henceforward, hereafter, Pi.P.5.118, A.Eu. 1031, S.OT 795, etc.;τὸ λ. εἰς ἅπαντα.. χρόνον A.Eu. 763
;τὰ λ. Id.Th.66
, S.El. 1226, Th.8.21;ἐς τὸ λ. A.Pers. 526
, Eu. 708, cf. Inscr.Prien.64 (ii B. C.); alsoτοῦ λ. Hdt.1.189
, Ar. Pax 1084;ἐκ τοῦ λ. X. HG3.4.9
;ἐκ τῶν λ. Pl.Lg. 709e
, Ep. 316d; καθεύδετε τὸ λ. sleep now.., Ev.Matt.26.45, Ev.Marc.14.41; ἑσπέρα δὲ ἦν λ. καὶ .. it was now evening, Jul.Or.1.24c.4 τὸ λ. and τὰ λ. the rest, A.Pr. 476, 697, 699. etc.; καὶ τὰ λ., = 'etc.', Aristeas 190, Plu.2.1084c, etc.; also λοιπόν without the Art., as Adv., for the rest, further, and so freq., = ἤδη, already,λ. δή Pl.Prt. 321c
;αἰσχρὸν δὴ τὸ λ. γίγνεται Id.Grg. 458d
. -
106 μανάκις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μανάκις
-
107 πέρα
πέρᾱ (A), Adv.A beyond, further,μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι, π. δ' οὔ Pl. Phd. 112e
;μέχρι τούτου.., π. δὲ μή Id.R. 423b
: with Art.,τὸ π. λέγειν Id.Phdr. 241d
.2 c. gen., π. ὅρου ἐλαύνειν further than, Lex ap.D. 23.44;τούτου μὴ π. προβαίνειν Arist.Pol. 1319b14
, cf. Pl.Ti. 29d.II of Time, longer,οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν X.An.6.1.28
: with Art.,τὸ π. καθεύδειν τοῦ πρέποντος Aeschin.Socr.52
.2 c. gen.,π. μεσούσης τῆς ἡμέρας X.An.6.5.7
; τῶν πεντήκοντα π. γεγονότας above fifty years old, Pl.Lg. 670a (v.l. πέραν).III freq. metaph., beyond measure, extravagantly, π. λέξαι, φράσαι, S.El. 633, Ph. 332, cf. E.Hipp. 1033 ;Ζεύς.. με λυπήσει πέρα Ar.Av. 1246
;π. ματεύειν S.OC 211
(lyr.);μέλεα καὶ π. παθεῖν E.El. 1187
(lyr.);οἵ τοι π. στέρξαντες οἵδε καὶ π. μισοῦσιν Trag.Adesp.78
; τὸ π. Arr.Fr.123J.; but π. is f.l. in S.OC 1745 (lyr.).2 c. gen., more than, beyond, exceeding, π. δίκης, καιροῦ π., A.Pr.30, 507; τοῦ εἰκότος π. S.OT74;π. τῶν νῦν εἰρημένων Id.OC 257
;π. τῶν νόμων Id.El. 1506
;π. τοῦ προσήκοντος Antipho 5.1
;π. ὧν προσεδεχόμεθα Th.2.64
; π. τοῦ δέοντος, π. τοῦ μετρίου, Pl.Grg. 487d, Ti. 65d ;π. τοῦ μεγίστου φόβου Id.Phlb. 12c
; θαυμάτων π. more than marvels, E.Hec. 714 ;δεινὸν καὶ π. δεινοῦ D.45.73
; π. μεδίμνου more than a medimnus, Is.10.10; ἐλπίδος π. Plu.Sull.11.b abs., more, further, οὐδὲν ἐρρήθη π. E.IT91 ; ἄπιστα καὶ π. κλύων things incredible, and more than that, Ar.Av. 417 ; πᾶν τολμήσασα καὶ π. S.Fr. 189.IV above, higher than, τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας π. ib. 666 ; π. ἀνθρώπου, π. τέχνης, Philostr. Her.18.1, 19.4.—In all senses πέρα may stand either before or after the gen., but commonly before.—[comp] Comp. περαίτερος, α, ον, Adv. περαίτερον and - τέρω (qq. v.); cf. sq.------------------------------------πέρα (B), ἡ,A = ἡ περαία, (περαῖος), the land on the other side. ἐκ πέρας Ναυπακτίας A.Supp. 262 ;Χαλκίδος πέραν ἔχων Id.Ag. 190
(lyr.):—hence [full] πέρανδε, to a foreign city, SIG 56.13 (Argos, V B.C.). -
108 ἀκμαῖος
A in full bloom, at prime, vigorous, ;ἥβη Id.Th.11
; ἀκμαῖος φύσιν in the prime of strength, Id.Pers. 441;ἀ. τὸν ὀργήν Luc.Tim.3
;κάλλει ἀκμαία Epigr.Gr.127
;τὸ ἀκμαιότατον D.H.5.22
; ἀκμαίων λέσχη at Chalcis, Plu.2.298d:—ἀ. πρὸς ἔρωτα AP7.221
, cf. Luc.DDeor.8.2, Ael.NA15.10. Adv.ἀκμαίως, ἔχειν κατὰ τὴν ἡλικίαν Plb.31.29.7
: [comp] Comp. - ότερον more vigorously, Gal.4.525:—of things, at the height, ὁ ἀκμαιότατος καιρὸς τῆς ἡμέρας, i. e. noon, Plb.3.102.1;τὸ ἀ. τοῦ χειμῶνος Arr.An.4.7.1
, etc.2 Rhet., belonging to the supreme effort, culmination of oratory, ἔννοιαι, λόγος, Hermog.Id.1.7, Inv.4.4: [comp] Comp., Id.1.10.II in time, in season,ἀ. καιρός PTeb.24.56
(ii B. C., [comp] Sup.); ἀ. ἡμέραι the seasonable days, Ath.5.180c, cf. AP10.2 (Antip.Sid.): neut. pl. as Adv.,ἀκμαἶ' ἂν μόλοι S.Aj. 921
(cj.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκμαῖος
-
109 ἀναλίσκω
ἀνᾱλίσκω E.IT 337, Ar.Th. 1131, Th.7.48:—also [full] ἀνᾱλόω Hp.VM 10, A.Th. 813, E.Med. 325, Ar.Pl. 248, Arar.10, Th.2.24, al., Democr. 280, X.Hier.11.1: [tense] impf.A , X.Cyr.1.2.16,ἀνάλισκον App.BC3.58
,ἀνάλουν Ar.Fr.220.2
, Th.8.45: [tense] fut. , Pl.R. 568d: [tense] aor. , Lys.19.18, etc., ἀνάλωσα [ᾱ] E.El. 681 (s. v. l.) and later: [tense] pf.ἀνήλωκα Lys.26.3
, etc., and ἀνάλωκα [ᾱ] Th.2.64 codd. and later:—[voice] Pass., [tense] fut.ἀνᾱλωθήσομαι E. Hipp. 506
, D.22.19, wronglyἀνηλωθήσομαι PRev.Laws51.17
(iii B.C.),ἀνᾱλώσομαι Gal.15.129
: [tense] aor. ἀνηλώθην and ἀνᾱλώθην: [tense] pf. ἀνήλωμαι and ἀνάλωμαι:—in Attic Inscrr. both forms are found in cent. v, ἀναλίσκω only from cent. iv onwards. The augmented forms are sts. wrongly used, (i A. D.),ἀνηλώσῃ PStrassb.92.17
(iii B. C.); cf. ἀνήλωμα: ἀνάλωσα is found at Amorgos, IG12(7).22.16, and at Delos, ib.11(2).161A114:—use up, spend, Ar.Pl. 381: abs., ib. 248;τὰ ἀναλωθέντα ἀποδοῦναι Th.1.117
; ἀ. εἴς τι spend upon a thing, Id.7.83, Ar.Fr. 220, Pl.Phd. 78a, R. 561a, al.;πρός τι D.3.19
;ὑπὲρ φιλοτιμίας Id.18.66
: c. dat., Ἰσοκράτει ἀργύριον ἀ. spend money in paying him, Id.35.40:—[voice] Pass., the monies expendedId.
18.113;τοῦτο γὰρ μόνον οὐκ ἔστι τἀνάλωμ' ἀναλωθὲν λαβεῖν E.Supp. 776
.2 metaph., ἀνήλωσας λόγον hast wasted words, S.Aj. 1049, cf. E.Med. 325; ;σώματα καὶ πόνους πολέμῳ Th.2.64
;τὴν τῶν προγόνων δόξαν Pl.Mx. 247b
; ἀ. ὕπνον waste time in sleep, Pi.P.9.27; λόγῳ ἀ. τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας diem eximere dicendo, Plu.Aem.30.3 consume,σιτία Hp.VM10
;κρέα Paus.10.4.10
; of animals, in [voice] Pass., to be eaten, Pl.Prt. 321b:— [voice] Pass., to be expended, εἰς τὴν πιμελήν in forming fat, Arist.GA 727b1, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναλίσκω
-
110 ἀνταλλές
ἀνταλλές· ταύτης τῆς ἡμέρας, Hsch.; cf. ἀντακάς, ἀντακές.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνταλλές
-
111 ἐπιζημιόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιζημιόω
-
112 ἐπιμεσόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμεσόω
-
113 ὁπηνίκα
A at what point of time, at what hour, on what day, more precise than ὁπότε, S. OC 434, Th.4.125, Theoc.23.33 ; though sts. it cannot be distd. from ὁπότε, Pl.Alc.1.105d, Jul.Or.7.204a, al. ;ὁπότε καὶ ὁ. Pl.Lg. 772d
; ὁ. ἄν at whatever hour or time, S.Ph. 464 ; whenever, PGiss.53.3 (iv A. D.); simply, when, LXX 4 Ma.2.16.2 in indirect questions, in answer to a direct question, πηνίκ' ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας ;— ὁπηνίκα; what time of day is it ?—what time, do you say ? Ar.Av. 1499.3 c. gen., οὐδεὶς οἶδ' ὁ. ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ what time of year, Id.Fr.569.7.II with conditional or causal force, ὁ. ἐφαίνετο ταῦτα πεποιηκώς when once it was seen that.., D.18.14, cf. 21.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁπηνίκα
-
114 ὑποβρέχω
ὑποβρέχω, of a toper, οἰναρίοις τῆς ἡμέρας τὸ λοιπὸν ὑποβρέχει μέροςA soaks away the rest of the day, Alex.275;ἀκτὴν ταῖς κοτύλαις ὑ. AP11.3
; ὑποβεβρεγμένος somewhat drunk,μειρακύλλια Men.Inc. 2.34
, cf. Ph.1.260, Luc.DDeor.23.2:—in sense treat, moisten, prob. cj. in Thphr.HP5.3.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβρέχω
-
115 ὑποφώσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποφώσκω
-
116 δύςοπτος
δύς-οπτος, schwer zu sehen, dunkel; τὸ δ. τῆς ἡμέρας, die Dunkelheit -
117 ἐπιφαίνω
ἐπι-φαίνω, (darauf, dabei) sehen lassen, zeigen vor j-m; ἄρτι τῆς ἡμέρας ἐπιφαινούσης, bei Anbruch des Tages. Übh. im pass. dabei, darauf sichtbar werden, erscheinen, sich zeigen, bes. mit dem Nebenbegriff des Plötzlichen, Unerwarteten; ὡς εἶδον ἐπιφανεῖσαν τὴν τῶν Σκυϑέων ἵππον, als sie die scythische Reiterei plötzlich zum Vorschein kommen sahen; τὰ ἐπιφαινόμενα, die hinzukommenden Zufälle oder Umstände; ἐπιφανῆναι τῷ δήμῳ, sich dem Volke zeigen, öffentlich erscheinen. Bes. auch von Götter-, Traum- u. ähnl. Erscheinungen; ἐπεφαίνετο τὰ πολλὰ σημεῖα τῇ μορφῇ, zeigte sich auf der Gestalt -
118 εὐήκοος
εὐ-ήκοος, gut, leicht hörend; εὐηκοωτέρα ἡ νὺξ τῆς ἡμέρας, in der Nacht hört man leichter als bei Tage; leicht auf etwas hörend, willig Folge leistend, gehorsam. Von den Göttern: zu erhören geneigt. Adv., εὐηκόως διακεῖσϑαι πρός τι, gehorsam sein gegen -
119 καταφέρω
κατα-φέρω, (1) act., herab-, heruntertragen, -führen, -bringen; ἄχος με κατοίσεται Ἄϊδος εἴσω, Gram wird mich hinabführen in die Unterwelt; ξίφος τῷ πολεμίῳ, mit dem Schwert einen Schlag auf den Feind herunterführen, tun; abtragen, zerstören; abtragen, bezahlen, bes. Tribut; ἔγκλημα ἐπὶ δικαστήριον, die Klage anbringen. (2) pass., herabgetragen, geschafft werden; sich herabbewegen, herabgerissen werden, herabfallen, -sinken, -fließen, vom Fluß; vom Regen; von einstürzenden Häusern; sich senken, sinken; von der Sonne, dem Monde: untergehen; τῆς ἡμέρας ἤδη καταφερομένης, da der Tag sich neigte; λύχνος, brennt herunter; schlechter werden, herunter kommen. Von Schiffenden: in den Hafen laufen, verschlagen werden. Übertr., καταφέρεσϑαι ἐπί τι, auf etwas gebracht werden, auf etwas fallen; εἰς κάρον, εἰς ὕπνον, in tiefen Schlaf versinken -
120 ὅλος
ὅλος, (heil, vgl. salvus, solidus), ganz, unversehrt, vollständig; ὅλον ἑσπέρας όφϑαλμόν, vom Vollmonde; ὕπαρχος ἄλλων, οὐχ ὅλων στρατηγός, nicht Feldherr über das ganze Heer; τῆς ἡμέρας ὅλης, den ganzen Tag hindurch; τὰ ὅλα πράγματα, die Hauptsache, das Ganze; κινδυνεύειν τοῖς ὅλοις πράγμασιν, von der höchsten Gefahr, wo alles auf dem Spiele steht; τοῖς ὅλοις πρῶτος οὐ τύχην, οὐδ' ἀνάγκην διακοσμήσεως ἀρχήν, ἀλλὰ τὸν νοῠν ἐπέστησε, vom Anaxagoras, dem All, allen Dingen, der ganzen Welt; τὸ ὅλον, das Ganze. Adverbial werden ὅλον und τὸ ὅλον gebraucht, im Ganzen, überhaupt; καϑ' ὅλου, dem καϑ' ἕκαστα, den einzelnen Beziehungen, entgegengstzt; ὅλῳ καὶ παντί, ganz und gar; τὸ ὅλον αὐτοῖς ἦν καὶ πᾶν Ἀπελλῆς, er war ihr Eins und ihr Alles. Adv. ὅλως, gänzlich, im Ganzen, überhaupt; nach Aufzählungen: wie denique, kurz; οὐχ ὅλως, ganz und gar nicht; οὐδὲ ὅλως, überall nicht einmal
См. также в других словарях:
Γραβιάς, χάνι της- — Το ονομαστό πανδοχείο γύρω από το οποίο δόθηκε μάχη που αποτέλεσε σύμβολο ηρωισμού στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Γερολέκα, στη βόρεια έξοδο του στενού της Άμπλιανης, μεταξύ Παρνασσού και Γκιόνας.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
μεσημέρι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 930 κάτ.) στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται 4 χλμ. Δ της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Έδεσσας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 1.338 κάτ.) του νομού… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ηλιοφάνεια — Στη μετεωρολογία είναι ο λόγος του αριθμού των ωρών κατά τις οποίες ο Ήλιος είναι πραγματικά ορατός σε μια τοποθεσία (πραγματική η.) προς τον αριθμό των ωρών κατά τις οποίες ο Ήλιος θα έπρεπε –από αστρονομική άποψη– να φωτίζει την ίδια τοποθεσία… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek