-
121 θεραπεία
θεραπεία, ἡ, 1) das Dienen, die Bedienung, die Hochachtung gegen Eltern u. höher Gestellte; ϑεραπεία τοῦ τε κοινοῦ αὐτῶν καὶ τῶν ἀεὶ προεστώτων Thuc. 3, 11; γονέων ϑεραπεῖαι καὶ τιμαί Plat. Legg. X, 886 c, wie Rep. IV, 425 b; ϑεῶν, Gottesdienst, Euthyphr. 13 d; vgl. Eur. El. 744; ἀγυιατίδες, des Apollo Agyieus, Ion 187; Isocr. 2, 20; ἡ περὶ τοὺς ϑεοὺς ϑερ. neben εὐσέβεια 11, 24; ἄλλαι ϑεῶν τε καὶ δαιμόνων καὶ ἡρώων ϑεραπεῖαι Plat. Rep. IV, 427 b; πᾶσαν ϑεραπείαν ὡς ἰσόϑεος ϑεραπευόμενος Phaedr. 255 a, wie auch Antiph. 4 β 4 ϑεραπείαν ϑεραπεύεσϑαι vrbdt; Xen. αὐτὸν ἐϑεράπευον πάσῃ ϑεραπείᾳ, Hell. 2, 3, 14; ἐν ϑεραπείᾳ ἔχειν, Jem. seine Hochachtung beweisen, ihm gefällig sein, Thuc. 1, 55; ϑεραπείαις προςαγαγέσϑαι Isocr. 3, 22. – Uebh. Dienstleistung, Eur. I. T. 314 u. A.; Pflege der Kranken, τῶν καμνόντων Plat. Prot. 345 a; τὰς ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ϑεραπείας, die Kur, τὰς διὰ καύσεων γιγνομένας, 354 a; τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ ϑεραπεῖαι τοῖς ἰατροῖς εὕρηνται, viele Heilungsarten, Isocr. 8, 39; Sp.; ϑεραπείαν προςάγειν Pol. 15, 25, 6; σώματος, Pflege u. Wartung des Körpers, Plat. Gorg. 464 b; ὅση περὶ τὸ ϑνητὸν πᾶν σῶμα ϑερ. Soph. 219 a; von Thieren, ἡ ἱππικὴ ἵππων ϑερ. Euthyphr. 13 a; von Pflanzen, τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Theaet. 149 e; τῶν ποπάνων καὶ ἑψημάτων Rep. V, 455 c; τῆς ψυχῆς Lach. 185 e; Xen. vrbdt ἐν ἐσϑῆτι καὶ ϑεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ, Mem. 3, 11, 4, vom Putz. – 21 collectiv, Dienerschaft, Gefolge, ϑεραπηΐη δέ σφι ὄπισϑε ἕπεται πολλή Her. 1, 199, vgl. 7, 184; σὺν ἱππικῇ ϑεραπείᾳ Xen. Cyr. 4, 6, 1; Sp.; ὁ ἐπὶ τῆς ϑεραπείας, der Befehlshaber der Leibwache, Pol. 4, 87, 5 Hdn. 7, 1, 10; N. T.
-
122 ἀπο-ξενόω
ἀπο-ξενόω, 1) aus der Heimath entfernen (zu einem Fremden machen), τινά Plut. Philop. 13; ἑαυτὸν τῆς πατρίδος Alex. 69. – Pass., (als Verbannter) außer Landes gehen, leben, φυγὰς ἀπεξενοῠτο Soph. El. 767, Schol. ἀπεδήμησεν; γῆς πατρῴας Eur. Hec. 1221; ἑτέρωσε Plat. Legg. IV, 708 b; ἔξω τῆς οἰκίας Arist. pol. 2, 9; Plut. Sert. 1. – 2) übh. entfremden, abalienare, ἑαυτὸν τῶν καλλίστων Luc. dom. 2; ἔπη τοῠ ποιητοῠ, für fremdartig erklären, verwerfen, Ath. II, 49 b.
-
123 ὅπου
ὅπου, ion. ὅκου, correl. zu ποῦ, relativ u. indirect fragend, wo; Od. 3, 16 ( ὅϑι που, wo etwa, 19, 411); σιγᾶν ϑ' ὅπου δεῖ καὶ λέγειν τὰ καίρια, Aesch. Ch. 575, vgl. Eum. 267; ὅπου δώματ' ἐστὶν Οἰδίπου, Soph. O. R. 924, öfter; Plat. Gorg. 507 b u. sonst; – c. opt. in indirecter Rede; Soph. O. C. 12; εἰςάπαξ εἰπεῖν, ὅπου μηδεὶς ἐῴη, auch wenn keiner es erlaubte, wie ubi, Phil. 441; – mit ἄν und conj., in Beziehung auf die Gegenwart, ὅπου ἂν οἴηται ὄψεσϑαι τὸν ἔχοντα τὸ κάλλος, überall wo er meint, Plat. Phaedr. 251 e; – auch c. gen., τῆς ἑωυτοῦ χώρης οἰκῆσαι ὅκου βούλονται, Her. 1, 163; μὴ εἰδέναι ὅπου γῆς ἐστι, Plat. Rep. III, 403 e; ὅπου τῆς πόλεως ἵδρυται, IV, 429 a; ὅπου ἂν τύχῃ τῶν λεγομένων, Prot. 342 e. – Auch bei τίϑημι, vgl. ponere in loco, ὅπου ἄν τις αὐτὰ ϑῇ, Plat. Euthyphr. 11 c, vgl. ibd. ὅπου ἂν ἱδρυσώμεϑα αὐτόν; Soph. vrbdt auch κεῖνος ὅπου βέβηκεν, οὐδεὶς οἶδε, Trach. 40 (vgl. βαίνω). – Selten ist es causal zu nehmen, εἴπερ εἶδες τόπερ ἐγώ, κάρτα ἂν ἐϑωΰμαζες, ὅκου νῦν οὕτω τυγχάνεις ϑώϋμα ποιεύμενος, da du jetzt schon, Her. 1, 68; so ὅπου γε Xen. Cyr. 2, 3, 11. 8, 4, 31; vgl. Antiph. 1, 7; Sp., wie Plut. Rom. 25. – Ἔσϑ' ὅπου, es ist wo, es giebt Gegenden wo, d. i. hier u. da, an manchen Orten, alicubi, Eur. I. A. 929; οὐκ ἔσϑ' ὅπου, in keinem Falle, Soph. O. R. 448 Ai. 1048. 1082; Eur. Herc. Fur. 186, niemals; – ὅπου μέν – ὅπου δέ, hier – dort, Plut. Def. or. 32; S. Emp. oft.
-
124 ἐξ-ελαύνω
ἐξ-ελαύνω (s. ἐλαύνω, fut. ἐξελάσω, Nic. Ther. 30, gew. att. ἐξελῶ, inf. ἐξελάαν, Il. 8, 527, wie Od. 11, 292, aber von der Grundform des praes. ἐξελάω hat Hom. ἐξελάων Od. 10, 83), heraustreiben, -jagen; ἵππους ἐξέλασε Τρώων μετ' Ἀχαιούς, er trieb die Rosse aus der Reihe der Troer heraus, Il. 5, 324, wie ὄχους Eur. Phoen. 1109; νῆα λιμένος Ap. Rh. 1, 987; οὐδ' ἐδύναντο οὔϑ' ὁ τὸν ἐξελάσαι οὔϑ' ὁ τὸν ἂψ ὤσασϑαι Il. 15, 417; ἐρίφους τε καὶ ἄρνας σήκων ἐξελάσαντες Od. 9, 227, wie ἄντρου ἐξήλασε μῆλα ib. 312; πάντας ὀδόντας γναϑμῶν ἐξελάσαιμι, ich möchte ihm alle Zähne aus den Kinnbacken schlagen, 18, 29; ἐξήλασέν με κἀπέκλεισε δωμάτων Aesch. Prom. 673; Πολυνείκη ἐξελήλακε πάτρας Soph. O. C. 357, verbannen, wie γῆς ἐκ πατρῴας ἐξελήλαμαι φυγάς 1294; ἐξελῶ σ' ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας, ich werde dich aus dem Hause jagen, Ar. Nubb. 123; u. so, bes. vertreiben aus Stadt u. Land, Her. u. Folgde; gew. mit ἐκ, wie ἐκ τῶν πόλεων Plat. Gorg. 466 d; πᾶν τὸ βάρβαρον ἐκ τῆς ϑαλάττης Menex. 241 d; Τιτῆνας ἀπ' οὐρανοῦ Hes. Th. 820. – Im Pomp heraustragen, τὸν Ἴακχον Plut. Alc. 34. – Mit ausgelassenem acc., scheinbar intr., herausfahren, -reiten, ausrücken, ἂψ ἐς δίφρον ὀρούσας ἐξέλασ' ἐς πληϑύν Il. 11, 359; Her. 4, 80; bes. vom Heere, 8, 113, vgl. ἐξήλαυνε τὴν στρατιήν 7, 38; Xen. An. 1, 2, 5 u. oft, wie Thuc. 7, 27 u. A.; einen Aufzug halten, Xen. Cyr. 8, 3, 1; vgl. ϑρίαμβον Plut. Marc. 22. – Von Metallarbeiten, durch Hämmern heraustreiben, treiben, Her. 1, 50; vgl. Ath. VI, 230 e; κέντρον ἐπὶ λεπτὸν ἐξεληλαμένον καὶ συνωξυσμένον Pol. 6, 22, 4. – Das med. im aor. hat Thuc. 4, 35; eigtl. aus seinem Lande vertreiben, 7, 5; für sich wegtreiben, Pol. 4, 75, 2; ἵππους ἐξελάσασϑαι, seine Rosse forttreiben, Theocr. 24, 117.
-
125 ὑπερ-βάλλω
ὑπερ-βάλλω (s. βάλλω), ep. auch ὑπειρβάλλω, Il. 23, 637, 1) darüber hinaus, über das Ziel werfen, gew. c. acc., ὑπερέβαλε σήματα πάντων, Il. 23, 843; Od. 11, 597; Theogn. 479; selten c. gen., τόσσον παντὸς ἀγῶνος ὑπέρβαλε, Il. 23, 847, wo man σήματα ergänzen kann; mit dem acc. der Person, δουρὶ δ' ὑπειρέβαλεν Φυλῆα, er übertraf den Phyleus im Werfen mit dem Speer, 23, 637; absol., vom Kessel, überschäumen, Her. 1, 59; τὸν χρόνον, über die Zeit hinaus, d. i. längere Zeit verweilen, Xen. Hell. 5, 3, 21; vgl. τὸν καιρὸν ὑπερβάλλοντες, Dem. 23, 122. – Dah. übertr., über treffen, den Vorzug haben, τινά, Hes. O. 491; Her. 5, 124. 6, 9. 13. 7, 163; ὑπερβάλλει γὰρ ἥδε συμφορὰ τὸ μήτε λέξαι μήτ' ἐρωτῆσαι πάϑη, Aesch. Pers. 283; Soph. El. 707; τιμῇ ἀλλήλους, einander beim Kauf überbieten, Lys. 22, 6; τὸ τὴν μετρίου φύσιν ὑπερβάλλον, Plat. Polit. 283 e; auch das Maaß überschreiten, übertreiben, Etwas größer darstellen, als es ist, Her. 5, 51; ᾔτει γὰρ τοσαῦτα ὑπερβάλλων ὁ Ἀλκιβιάδης, Thuc. 8, 56, vgl. 81; τινί, das Maaß worin überschreiten, Dem. 8, 16 u. A.; u. absolut, übermäßig groß werden, sich auszeichnen, τοὺς τὰς ἀρετὰς ὑπερβεβληκότας, Isocr. 4, 82; bes. partic. praes. ὑπερβάλλων, übermäßig, außerordentlich, im guten Sinne, ausgezeichnet, im bösen, fehlen; δέρκομαι λαμπρὸν οὐχ ὑπερβαλών, Pind. N. 7, 66, da ich nicht über das Maaß hinausgegangen bin, nicht gefehlt habe; ὑπερβαλλούσας εὐδαιμονίας, Eur. Ion 472; ἡδονῇ ὑπερβαλλούσῃ, Plat. Rep. III, 452 e, u. öfter; ὑπερβάλλουσα ὁρμή u. ä., Pol. 1, 45, 3 u. öfter, u. a. Sp. – Von Flüssen, übertreten, überschwemmen, ἀρούρας, Her. 2, 111. – 2) vom Orte, darüberhinausgehen, darüber weggehen, übersteigen; κορυφάς, Aesch. Prom. 724; τείχη, Eur. Rhes. 989; γῆς ὅρους, Or. 443; Sp., τὰς Ἄλπεις, Pol. 2, 23, 5, u. sonst; von Seefahrern, darüber hinausfahren, darüber hinausgelangen, Μαλέην, Her. 7, 168, vgl. 8, 24. 140. 9, 21; πρῶνα, Aesch. Ag. 298; ἄκραν, Thuc. 7, 104. – Auch überfallen, τινά, Plut. μή με ὑπερβάλῃ γῆρας, Aemil. Paull. 12. – Med. a) übertreffen, überwinden, τινά, u. absolut, den Vorrang haben, sich auszeichnen, Ar. Nubb. 1018 u. öfter; Her. 1, 61. 9, 71; das, worin man Andere übertrifft od. sich auszeichnet, steht im dat., ἀναιδείᾳ, Ar. Equ. 407; ϑωπείαις, 887; Her. 1, 61. 2, 175. 9, 71; φίλτροις ἐάν πως τήνδ' ὑπερβαλώμεϑα τὴν παῖδα, Soph. Trach. 581; μάχῃ τινά, Eur. Or. 690; u. in Prosa: ὑπερεβάλλετο εἰς δύναμιν ἀεὶ τὸν ἔμπροσϑεν, Plat. Critia. 115 c; ὅπως μάλιστα ὑπερβαλεῖσϑε καὶ ἡμᾶς καὶ τοὺς πρόσϑεν εὐκλείᾳ, Menex. 247 a; ὑπερβάλλεσϑαι πλήϑει τινά, Xen. Cyr. 2, 1, 8; ὑπερβεβλημένη γυνή, ein ausgezeichnetes Weib, Eur. Alc. 151, wie εἰ μή τις ὑπερβεβλημένην φύσιν ἔχοι Plat. Rep. VIII, 558 b; οὔσης ταφῆς τῆς μὲν ὑπερβεβλημένης, τῆς δὲ ἐλλειπούσης, Legg. IV, 719 d; ὑπερβαλούμενός τινα, Isocr. 3, 1 1; Sp. – b) verschieben, verzögern, τί, Her. 9, 45; auch mit dem part., säumen, versäumen, 9, 51; absolut, 3, 76. 7, 206; δεομένων εἰς αὖϑις ὑπερβαλέσϑαι, Plat. Phaedr. 254 d; Sp.
-
126 ἦθος
ἦθος, τό (vgl. ἔϑος), 1) der gewohnte Aufenthalt, Wohnsitz, Wohnort, wohl nur im plur., eigtl. ion., s. Greg. Cor. p. 494; bei Hom. von Thieren, ἤϑεα καὶ νομὸς ἵππων, Il. 6, 511. 15, 268; von Schweinen, κατὰ ἤϑεα κοιμηϑῆναι Od. 14, 411, also Stall, Kosen; vgl. Arist. de mundo 6 med. τὸ χερσαῖον ζῷον εἰς τὰ ἤϑεα καὶ νομοὺς ἐξερπύσει. Von Fischen, Opp. H. 1, 93. Von Menschen, ἕπεται πόλιν τε καὶ ἤϑεα λαῶν, Wohnungen der Menschen, Hes. O. 169. 527; auch Pind., Λακεδαιμονίων μιχϑέντες ἀνδρῶν ἤϑεσι P. 4, 257, nach Lacedämon gekommen; Aesch. Suppl. 62; oft Her., Κιμμέριοι ἐξ ἠϑέων ὑπὸ Σκυϑέων ἐξαναστάντες 1, 15, ἀπήλαυνε ἐς ἤϑεα τὰ Περσῶν 1, 157; 4, 80; auch Eur., πατρίδος ϑεοί μ' ἀφιδρύσαντο γῆς ἐς βάρβαρ' ἤϑη Hel. 281; sp. D., ἤϑεα γαίης D. Per. 294, öfter; einzeln in sp. Prosa, wie Arr. καὶ Ταξίλην ἀποπέμπει ὀπίσω εἰς τὰ ἤϑεα τὰ αὑτοῦ, An. 5, 20, 6; ἔνϑα φίλα τὰ ἤϑη αὐτῷ καὶ τριβαὶ κεχαρισμέναι Ael. H. A. 11, 10, öfter; Philostr. braucht so auch den sing. – Bei Plat. Tim. 42 e, ἔμενεν ἐν τῷ ἑαυτοῠ κατὰ τρόπον ἤϑει, u. Legg. IX, 965 e, ὁρῶν τὸν ἑαυτοῦ φονέα ἐν τοῖς ἤϑεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηϑείας ἀναστρεφόμενον, ist an das Geistige zu denken, so daß diese Stellen den Uebergang zu der folgenden Bdtg machen. – 2) Gewohnheit, Herkommen, Sitte, Hes. O. 139, καὶ νόμοι Th. 66; Her. 2, 35, wie Eur. ἐς καινὰ δ' ἤϑη καὶ νόμους ἀφιγμένην, Med. 238; die Art der Menschen zu handeln u. zu reden, Charakter, Sinnesart, Gesinnung, ἐπίκλοπον Hes. O. 67; ἦϑος ἐμφυές Pind. Ol. 10, 21; συγγενές 13, 13; φίλα γὰρ κέκευϑεν ἤϑη Aesch. Pers. 640; ἀκίχητα ἤϑεα καὶ κέαρ ἀπαράμυϑον Prom. 184; ὦ μιαρὸν ἦϑος Soph. Ant. 742; παιδεύειν ἦϑος Ai. 592; Eur. Suppl. 869; τὰ τῶν νέων ἤϑη, πολιτείας, Plat. Rep. VIII, 549 a Legg. XI, 929 c; ἐν νόμων ἤϑεσι u. ä. oft; im sing. Charakter, Gemüth, φρόνιμον καὶ ἡσύχιον Rep. X, 604 e; γενναῖον VI, 496 b; ἀνδρεῖον Polit. 308 a; τὸ τῆς ψυχῆς ἦϑος Rep. III, 400 d, öfter; ἐν τοιούτοις ἤϑεσι παιδευϑέντες Isocr. 4, 82. Häufig πρᾷος τὸ ἦϑος, mild an Sinnesart, Plat. Phaedr. 243 c; φιλόπολις τὸ ἦϑος Thuc. bei Poll. 9, 26; βελτίων τὸ ἦϑος Dem. 20, 14; ἀσϑενὴς τὸ ἦϑος Arist. H. A. 9, 12; Sp., wie Luc. Salt. 72; selten in solchen Verbindungen τῷ ἤϑει, wie Theophr. char. 6; auch im plur., κόσμιοι τὰ ἤϑη, Ath. VI, 260 d, κράτιστος τὰ ἤϑη D. L. 6, 64; ἁπλοῖ τοῖς ἤϑεσι, D. Sic. 5, 21, was Phryn. 364 tadelt, vgl. Lob. zu der Stelle; Sp. so auch mit praepos., βδελυροὶ εἰς τὰ ἤϑη, Luc. Pseudol. 1, 16; ὑψηλὸς ἐν ἤϑει, Plut. Dion. 4; ἱερὸς τὴν τέχνην καὶ κατὰ τὰ ἤϑη, Ath. I, 1 e. – Vgl. ἔϑος; Plat. vrbdt τρόπων ἤϑεσι καὶ ἔϑεσι, Legg. XII, 968 d; τρόποι καὶ ἤϑη X, 896 c. – Auch vom äußern Wesen, ἱλαρὸν τὸ ἦϑος Xen. Conv. 8, 3. – Jeder Ausdruck der Sinnesart, Mienen u. Gesichtszüge, insofern sich ein Charakter darin ausdrückt, bes. die ruhigen Seelenzustände, im Ggstz von πάϑος. S. die compp.
-
127 πρό-κειμαι
πρό-κειμαι (s. κεῖμαι), vorliegen, vor einem andern Gegenstande liegen; Αἴγυπτος προκειμένη τῆς ἐχομένης γῆς, Her. 2, 12; ἐν τῇ ϑαλάττῃ, sich ins Meer erstrecken, Xen. An. 6, 3, 3; οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι, Pol. 1, 48, 2, u. oft; übh. vor Augen liegen, da-, bereitliegen, wie bei Hom. oft ὀνείατα προκείμενα, die vorgesetzten Speisen; πρόκεισαι, du liegst hingestreckt da, Aesch. Spt. 948; vgl. ἡμεῖς ἂν προὐκείμεϑ' αἰσχίστῳ μόρῳ, Soph. Ai. 1038; dah. von den Todten, κτίσον δὲ τῷ προκειμένῳ τάφον, Ant. 1088; so Ar. Av. 474 Eccl. 537; auch ᾡ χρυσήλατος προὔκειτο μαστῶν περονίς, worin befestigt war, Soph. Tr. 921; παιδίον προκείμενον, vor aller Augen hingestellt, Her. 1, 111; u. übertr., γνῶμαι τρεῖς προεκέατο, drei Meinungen lagen vor, 3, 83. 7, 16; ἀγῶνος μεγίστου προκειμένου, 9, 60; τὰ προκείμενα ἀγαϑά, die vorliegenden Güter, 9, 82; σημήϊα, vorgezeichnete, festgesetzte Kennzeichen, 2, 38; ἡμέραι, festgesetzte, bestimmte Tage, 2, 87; u. wie es hier eigtl. als perf. pass. dem προτίϑημι entspricht, auch von Belohnungen und Kampfpreisen, die ausgesetzt sind, Hes. Sc. 312; ἆϑλα, Plat. Rep. X, 608 c; ἀγὼν ψυχῆς πέρι πρόκειται, Eur. Or. 845; vgl. Plat. Phaedr. 247 b; Xen. Cyr. 2, 3, 2; vgl. noch Aesch. οὐδ' ἐστὶν ἄϑλου τέρμα σοι προκείμενον; Prom. 257, wie μόχϑων, 757, πᾶσι στέρεσϑαι κρατὸς ἦν προκεί μενον, war als Strafe verhängt, Pers. 363; vgl. φόνον προκεῖσϑαι δημόλευστον ἐν πόλει, Soph. Ant. 36; νόμοι πρόκεινται, O. R. 865; Ant. 477; aber τὰ νῠν δ' ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι schließt sich an die ersten Beispiele, beschimpft bin ich so hingestellt, Ai. 422; εἴ τι πράσσει ν τῶν προκειμένων ϑέλεις, Eur. Rhes. 984; πρόκειται περὶ σωτηρίας, es liegt die Berathung vor über die Rettung, Ar. Eccl. 401; ἐπειδὴ σοὶ καὶ ἐμοὶ ὁ λόγος πρόκειται, Plat. Phaedr. 237 c; οἷς τοσούτων πέρι ὅσων ἡμῖν σκέψις πρόκειται, Rep. VII, 533 e; oft bei Folgdn τὸ προκείμενον, das, was vorliegt, der Gegenstand, von dem die Rede ist.
-
128 πτύξ
πτύξ, ἡ, πτυχός, u. nachhom. Form πτυχή, alles mehrfaltig über einander Gelegte; gew. im plur., Falte, Schicht, Lage, Tafel, insofern mehrere über einander liegen; πέντε δ' ἄρ' αὐτοῦ ἔσαν σάκεος πτύχες, Il. 18, 481, vgl. 7, 247, Lagen des Schildes von Metall od. Leder, bei starken Schilden bis fünf od. sechs übereinandergelegt, vgl. 20, 269; Hes. Sc. 143. – Von Kleiderfalten, H. h. Cer. 176; εἵματος διὰ πτυχῶν, Soph. frg. 437; δάκρυσι νοτερὰν πέπλων πτύχα τέγξω, Eur. Suppl. 979; ἡ δ' ἐκραγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτύχας ἔφαινε μηρόν, Chairemon bei Ath. XIII, 608 e; ἐν πτυχαῖς βίβλων, Aesch. Suppl. 925, wie γραμμάτων πτυχὰς ἔχων, Soph. frg. 150; δέλτου, Eur. I. A. 98; vgl. πτυκτός. – Nach Poll. auch αἱ ϑύραι καὶ σανίδες. – Von Tiefen eines Gebirges, Schluchten, Thäler, Windungen u. Krümmungen, κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο, Il. 11, 77, wie h. Merc. 326; τάχα δ' ἵκανον πτύχας ἠνεμοέσσας, die windigen, stürmischen Schluchten des hohen Gebirges, Od. 19, 432; auch im sing., Il. 20, 22; h. Apoll. 269 Merc. 555; so bei Pind. Κρισαίαισιν ἐν πτυχαῖς, P. 6, 18; Πίνδου, 9, 15 (s. πτυχή); ναπαίαις ἐν Κιϑαιρῶνος πτυχαῖς, Soph. O. R. 1026; εἶμι Πηλίου πτύχας, Eur. Andr. 1278, u. öfter, der auch sagt ὦ φαεινὰς οὐρανοῠ ναίων πτύχας, Phoen. 84, πρὸς αἰϑέρος πτύχας, Hel. 611, vgl. Or. 1631; κατὰ σπλάγχνων πτύχας, Suppl. 212; ἢ γῆς ἢ πόντου ἐν πτυχαῖς, Plat. En. II, 312 d. – Nach Schol. Ap. Rh. 1, 1089 ist πτυχή am Schiffe ὅπου τὸ τῆς νεὼς ἐπιγράφεται ὄνομα, also eine Tafel mit dem Namen des Schiffes; nach Poll. 1, 86 auch πτυχίς.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… … Dictionary of Greek
Γαίας, υπόθεση της- — Μια σύγχρονη οικολογική αντίληψη η οποία σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζει ολόκληρη τη Γη ως ζωντανό οργανισμό. Η ιδέα αυτή ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, από τις εργασίες βιολόγων όπως ο Τζέιμς Λάβλοκ και η Λιν Μάργκουλις, αλλά δεν… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek