Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

συγγενές

См. также в других словарях:

  • συγγενές — συγγενής congenital masc/fem voc sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγγενες — συγγενής congenital nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγενές — συγγενές , συγγενής congenital masc/fem voc sg συγγενές , συγγενής congenital neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροκεφαλία — Συγγενές ελάττωμα που χαρακτηρίζεται από αφύσικα μικρό κεφάλι που συνοδεύεται από έναν βαθμό διανοητικής καθυστέρησης. * * * η ανθρωπολ. ανώμαλη κατάσταση μικρότητας τής κεφαλής η οποία συνοδεύεται συνήθως από διανοητική και αναπτυξιακή… …   Dictionary of Greek

  • διαφραγματικό έλλειμμα — Συγγενές έλλειμμα που χαρακτηρίζεται από την παρουσία μίας τρύπας στο τοίχωμα που χωρίζει τις δύο καρδιακές κοιλότητες …   Dictionary of Greek

  • συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • κοκτέιλ — το 1. ποτό που παρασκευάζεται με ανάμιξη διαφόρων οινοπνευματωδών ποτών και στο οποίο μπορεί να προστεθούν και κομμάτια νωπών καρπών, φρούτων κ.λπ. 2. φρ. «κοκτέιλ πάρτι» ημιεπίσημη κοινωνική συγκέντρωση, εσπερινή δεξίωση περιορισμένης διάρκειας …   Dictionary of Greek

  • μεγάκολο — Όρος που χρησιμοποιείται για κάθε περίπτωση πολύ διατεταμένου παχέος εντέρου, η οποία συνήθως συνοδεύεται από βαριά, χρόνια δυσκοιλιότητα. Μπορεί να είναι συγγενές ή επίκτητο. Παρουσιάζεται ως απειλητική για τη ζωή επιπλοκή της ελκώδους κολίτιδας …   Dictionary of Greek

  • οκαπία — (okapia johnstoni). Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλοπαρδαλιδών. Το θηλαστικό αυτό, το μόνο συγγενές με την καμηλοπάρδαλη, έχει ύψος ως το ακρώμιο 1,50 μ. και λαιμό όχι υπερβολικά μακρύ σε σχέση με το σώμα. Τα κέρατα (έχει μόνο… …   Dictionary of Greek

  • CYTHNOS — Insul. una ex Cycladibus, in mari Aegaeo, versus oram Atticae, inter Ciam et Seriphum Insul. Tota montuosa est, nunc sub Turcis, et raros habet incolas. Baudrand. Olim Ophiusa, ac Dryopis dicta. Ovid. l. 5. Met. Fab. 4. v. 252. Inde cavâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -θε — (AM θε και θεν) κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν») αρχ. κατάληξη τής γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»