Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γενναῖον

См. также в других словарях:

  • γενναῖον — γενναῖος true to one s birth masc acc sg γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc sg γενναῖος true to one s birth masc/fem acc sg γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • доблесть — ДОБЛЕСТ|Ь (23), И с. 1.Доблесть, стойкость, мужество; благородство: х҃въ же ѹгодьникъ… д҃шевьнѹю доблѥсть ни ѥдиномѹ преклон˫а ѿ печѩльныихъ. (τὸ... γενναῖον) ЖФСт XII, 141 об.; Кыими пѣ(с)ныими добротами ѹкрасимъ пѣваѥма˫а. романа силѹ имѹщаго… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • доблии — (107) пр. 1. Крепкий, сильный (телом): ѡкована желѣзы тѩжькыми. по рѹцѣ и по нозѣ. ѥго же твердо стрежахѹ. бѣ бо добль тѣломь и красенъ лице(м). ПКП 1406, 163в. 2. Доблестный, мужественный: ли воѥводѣ доблю ѡ всѣхъ болѣзнѹюща и бѣдѹюща. (ἄριστον) …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • SIMPLICES — apud Arnobium adv. Gent. l. 2. ut quae (animae) fuerant simplices et bonitatis innoxiae; eaedem cum bonis. Sic au tem dicuntur homines aperti, et in quibus fallaciae nihil, nec malitiae inest quidquam. Cic. de Offic. l. 1. Ita viros, fortes et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… …   Dictionary of Greek

  • доблестьныи — (4*) пр. Доблестный, стойкий, мужественный; благородный: и бл҃жни есте вы таковы˫а держаще||сѩ доблестны˫а волѩ. (ἀνδρειοτάτης) ЖВИ XIV–XV, 68в–г; Оутверженъ ѹмомъ. разѹмомъ б҃иимъ ѡч҃е федосьѥ преходѩща˫а претеклъ ѥси. ничто же ѹдививъсѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Desmond Lee — Sir Henry Desmond Pritchard Lee (30 August 1908 – 8 December 1993), known as Desmond Lee, was an English classical scholar specializing in ancient philosophy who became a Fellow and tutor of Corpus Christi College, Cambridge, a lecturer in the… …   Wikipedia

  • κατορθωτικός — κατορθωτικός, ή, όν (ΑΜ) [κατορθωτής] ο ικανός να κατορθώνει, ο κατάλληλος να επιτυγχάνει («περί πάντα μὲν ταῡτα ὁ ἀγαθός κατορθωτικός ἐστιν, ὁ δὲ κακός, ἁμαρτητικός», Αριστοτ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατορθωτικόν η ιδιότητα αυτού που… …   Dictionary of Greek

  • φιλόδημος — Έλληνας ποιητής επιγραμμάτων και φιλόσοφος της ελληνιστικής εποχής (Γάδαρα, Παλαιστίνη περ. 110 – 28 π.Χ.). Μαθητής του Ζήνωνα από τη Σιδώνα, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της επικούρειας φιλοσοφίας και ένας από εκείνους που… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • φυή — και δωρ. τ. φυά, ἡ, Α 1. σωματική ανάπτυξη, σωματική διάπλαση, ιδίως αρμονική 2. (για φυτό) ανάπτυξη, βλάστηση 3. η φυσική δύναμη τού ανθρώπου («φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει», Πίνδ.) 4. ηλικία 5. υπόσταση 6. μορφή υπό την οποία εμφανίζεται κάτι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»