Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δέλτου

См. также в других словарях:

  • δέλτου — δέλτος fem gen sg δελτόω pres imperat act 2nd sg δελτόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύθυρος — η, ο / πολύθυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές θύρες ή πολλά παράθυρα («πολυθύρους αὐλάς», Πλούτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει πολλές τρύπες («γέρων φαλακρός, τριβώνιον ἔχων πολύθυρον», Λουκιαν.) 2. αυτός που έχει πολλά ελάσματα ή φύλλα («δέλτου μὲν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»