-
1 ταφών
-
2 ταφων
-
3 ταφών
-
4 ταφῶν
-
5 ταφών
-
6 ταφών
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ταφών
-
7 Τάφων
Τάφοςfuneral-rites: fem gen pl -
8 ταφών
τέθηπαto be astonished: aor part act masc nom sg -
9 τάφων
τάφος 1funeral-rites: masc gen pl -
10 τέθηπα
τέθηπα, perf. mit Präsensbedeutung von der Wurzel ΘΗΠ oder ΘΑΦ, wozu der aor. ἔταφον, ταφών gehört, – staunen, sich verwundern; ϑυμός μοι ἐνὶ στήϑεσσι τέϑηπεν, Od. 23, 105; bes. partic. τεϑηπώς, Il. 21, 64, τίφϑ' οὕτως ἔστητε τεϑηπότες 4, 243, u. öfter; neben ἄγαμαι, Od. 6, 168; das plusqpf. ἐτεϑήπεα als imperf, 6, 166, und ἐτεϑήπεας 24, 90, viersylbig zu sprechen (wo Bekker ϑηήσαο lies't); den aor. braucht Hom. nur in den Verbindungen ταφὼν ἀνόρουσε und στῆ δὲ ταφών, Il. 9, 193. 11, 545 u. sonst, τάφε Pind. P. 4, 95; Her. vrbdt es mit dem partic., τέϑηπα ἀκούων, ich wundere mich zu hören, 2, 156. Auch Sp., wie Luc. Nigr. 35, τινά, Einen anstaunen, Tim. 28 Pisc. 74, wie Plut. – Vom trans. neri. τέϑαφα, in Erstaunen setzen, findet sich nur bei Crobyl. in Ath. VI, 258 c, nach Casaubon. em., πάλιν ἡ τοῦ βίου ὑγρότης με τοῦ σοῦ τέϑαφε. – Auch = bewundern, Hesych., der in dieser Bdtg das praes. ϑήπω anführt.
-
11 τέθηπα
τέθηπα, [tense] pf. with [tense] pres. sense, [dialect] Ep. [tense] plpf. ἐτεθήπεα as [tense] impf., from ταφ- (v. fin.), of which no [tense] pres. is found:—poet. Verb, also used in [dialect] Ion. and late Prose:1 intr., to be astonished, astounded, amazed,θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπεν Od.23.105
; mostly in part. τεθηπώς, amazed, astonished, Il.4.243, 21.64, Parm.6.7, Emp.17.21, etc.;ἐτεθήπεα Od.6.166
: joined with the part.,τέθηπα ἀκούων Hdt. 2.156
, cf. Luc.Merc.Cond.42.--To this belongs also [tense] aor. ἔτᾰφον, used by Hom. only in part. τᾰφών, in the phrasesταφὼν ἀνόρουσε Il.9.193
, Od.16.12, al.;στῆ δὲ ταφών Il.11.545
, al.; later in indic., [ per.] 3sg.τάφε Pi.P.4.95
, dub. in B.16.86; [ per.] 3pl. τάφον ib.48, A.R.2.207; [ per.] 1sg. (lyr.).2 c. acc., wonder or be amazed at, Plu.2.24e, Luc.Tim.28,56, etc. (in Od.6.168, the acc. σε belongs only to ἄγαμαι). (Prob. cogn. with θάμβος.) -
12 τεθηπα
(aor. 2 ἔτᾰφον, part. ταφών) pf. в знач. praes. быть пораженным, быть изумленным(τίφθ΄ οὕτως ἕστητε τεθηπότες; Hom.)
θυμός μοι ἐνὴ στήθεσσι τέθηπεν Hom. — душа моя охвачена волнением;ταφὼν ἀνόρουσε Hom. — он в изумлении вскочил;τέθηπα ἀκούων Her. — я с изумлением слушал; -
13 τάφος
τάφος, ὁ, Leichenbestattung, bes. Todtenmahl oder Leichenfeier, wie Il. 23, 619. 680, auch αὐτὰρ ὁ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ, 23, 29 ff., einen Leichenschmaus geben. wie Od. 3, 809, vgl. 4, 547; εἰ μμὲν δή μ' ἐϑέλεις τελέσαι τάφον. Ἕκτορι δίῳ, Il. 24, 660, vgl. 804, auf Alles gehend, was zur feierlichen Bestattung nöthig ist; vgl. auch τάφον περιστελοῦντε νεκροῠ, Soph. El. 1149. 1163 O. R. 1447; – das Grab selbst, der Grabhügel, Hes. Sc. 477, παρὰ πυρὰν τάφον τε, Pind. I. 7, 57; Her. 2, 136. 4, 127 u. sonst, u. eo gew. bei den Attikern; τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγὼ μηχανήσομαι, Aesch. Spt. 1028; τοίγαρ ἐν ταὐτῷ τάφῳ κείσει, Ch. 881, u. öfter; ἐπεί νιν ϑάνατος ἐν τάφοις ἔχει, Soph. O. R. 942; ἐν τάφοισι ϑέσϑε κἀν κτερίσμασιν, O. C. 1412; λάϊνον ἐς τάφον, Eur. Suppl. 62, u. öfter; u. in Prosa: τάφων καὶ τῶν ἄλλων μνημείων, Plat. Rep. III, 414 a; Phaed. 81 d, u. sonst, u. Sp.
-
14 χῶμα
χῶμα, τό, aufgeschüttete, aufgeworfene Erde, Schutt, Damm, Wall, Her. 1, 184; bes. Grabhügel, 1, 93. 9, 85; τάφων χώματα γαίας Eur. Suppl. 54; Aesch. Ch. 712 Suppl. 849; Soph. Ant. 1201; Eur. Hec. 221 Alc. 999 u. öfter; Plat. Legg. XII, 947 e; Thuc. 2, 75; auch die ausgegrabene Erde, die, nachdem sie an der Luft locker u. fruchtbar geworden ist, wieder in die Gruben geworfen wird, um darin Bäume zu pflanzen; Theophr. u. Geopon.
-
15 καθ-αγίζω
καθ-αγίζω, widmen, weihen, heiligen, bes. opfern; Ar. Lys. 238 φέρ' ἐγὼ καϑαγίσω τήνδε (κύλικα); Av. 566 ἢν δὲ Ποσειδῶνι τις οἶν ϑύῃ, νήττῃ πυροὺς καϑαγίζειν; Plat. πάντα τοῦ ταύρου τὰ μέλη Critia. 119 e; τοὺς τρίποδας τοῖς ϑεοῖς Ath. XI, 489 c; als Opfer verbrennen, Her. 1, 86. 7, 54 u. öfter, καταγιζόμενον πυρὶ ϑυμίημα 1, 198; Sp., τοὺς κακούργους μετ' ἄλλων πολλῶν ἀπαρχῶν D. Sic. 5, 32; verbrennen, ohne daß man an Opfer zu denken hat, ὀσφραινομένους καταγιζομένου τοῦ καρποῦ τοῦ ἐπιβαλλομένου ἐπὶ τὸ πῠρ μεϑύσκεσϑαι Her. 1, 202; Todte verbrennen, το σῶμα τοῦ Καίσαρος ἐν τῇ ἀγορᾷ καϑαγίσαι Plut. Anton. 14, vgl. Brut. 20; Todtenopfer darbringen, τρέφονται ταῖς παρ' ἡμῖν χοαῖς καὶ τοῖς καϑαγιζομένοις ἐπὶ τῶν τάφων Luc. de luct. 9; Philostr. – Vgl. καϑαγνίζω.
-
16 μνημεῖον
μνημεῖον, τό, ion. u. poet. μνημήϊον, = μνῆμα, Erinnerungszeichen, Andenken; ἔχεις λόγων φερτάτων μναμήϊα, Pind. P. 5, 49, der Worte Denkmal; Tragg., wie Aesch. Spt. 49; ὦ φιλτάτου μνημεῖον ἀνϑρώπων, Soph. El. 1115, vgl. 921; μνημήϊα λιπέσϑαι, Her. 2, 126. 135; ἐπίϑες μνημεῖά μου, Eur. I. T. 702, vgl. 821; μνημεῖα κακῶν τε κἀγαϑῶν ἀΐδια ξυγκατοικίσαντες, Thuc. 2, 41, der es 1, 138 auch für Grabdenkmal braucht, was als seine Eigenthümlichkeit in den VLL. bemerkt ist; so auch Xen. Hell. 2, 4, 17. 3, 2, 15; Matth. 8, 28; ἔχων αὐτοῦ μνημεῖον ἐν τῇ ψυχῇ, Plat. Theaet. 192 a; μνημεῖα ἀνετίϑεσαν, Critia. 120 c; auch τάφων τε καὶ τῶν ἄλλων μνημείων μέγιστα γέρα λαγχάνοντα, Rep. III, 414 a, u. μνημεῖα δ' αὐτοῖς καὶ ϑυσίας τὴν πόλιν δημοσίᾳ ποιεῖν, Gedächtniß feiern, VII, 540 b. Auch Erinnerung in Beziehung auf die Zukunft, μνημεῖα καταλειφϑῆναι τῶν μελλόντων ἔσεσϑαι, Phaedr. 233 a. Er sagt auch τὰ παίδων μαϑήματα ϑαυμαστὸν ἔχει τι μνημεῖον, bleibt wunderbar im Gedächtniß, Tim. 26 b.
-
17 λαχή [2]
λαχή, ἡ (λαχαίνω), das Graben, τάφων πατρῴων λαχαί Aesch. Spt. 897.
-
18 ἱκέτης
ἱκέτης, ὁ (ἵκω), der zu einem Andern kommt, um seinen Schutz oder seine Hülfe in Anspruch zu nehmen, der Schutzflehende; bes. der um Reinigung von einer Blutschuld fleht; er setzt sich mit dem Oelzweige in der Hand am Altar oder am Hausheerde nieder u. gilt dann als unverletzlich; ἀνήρ, Il. 24, 158; ἱκέτης δέ τοι εὔχεται εἶναι Od. 16, 67; αἰδοῖος 7, 165; neben ξένος 9, 270 Hes. O. 325, beide im Schutze des Zeus; Od. 16, 422 verstehen es die Alten von dem, der den Schutzflehenden aufnimmt, dem Schutzherrn, wie ξένος den Gast u. den Wirth bedeutet; doch kann es auch da in der gew. Bdtg aufgefaßt werden; ἔρχομαι σέϑεν Pind. Ol. 5, 19; ἅπτομαι γουνάτων N. 7, 13; Tragg. oft; ἔστι γὰρ δόμων ἱκέτης ὅδ' ἀνήρ Aesch. Eum. 547; δέξαιϑ' ἱκέτην τὸν ϑηλυγενῆ στόλον Suppl. 27; ἱκέτης δαιμόνων ἀφιγμένος Soph. O. C. 640; ἱκέται καϑεζόμεσϑα βώμιοι ϑεῶν Eur. Heracl. 33; ϑεοῦ Her. 2, 113; τῆς γυναικὸς ἱκέτης γενόμενος Thuc. 1, 136; πατρῴων τάφων 3, 59; ἱκέτης προςπίπτω Xen. Cyr. 4, 6, 2; τῶν Ἀχαιῶν Plat. Rep. III, 393 d; Sp., wie Plut. Them. 24.
-
19 ικετης
(δαιμόνων Soph.; θεοῦ Her.; πατρῴων τάφων Thuc.; Ἀχαιῶν Plat.)
ἱκέται τέ τοί εἰμεν Hom. — мы молим тебя об убежище;ἱ. ἵζετο πρὸς τὤγαλμα Her. — (Килон) искал убежища у изображения божества;τῆς γυναικὸς ἱ. γενόμενος Thuc. — (Фемистокл), обратившись с мольбой об убежище к жене (Адмета) -
20 λαχη
ἥ [λαχαίνω] ров, яма, v. l. λάχη ἥ [λαγχάνω] удел, участь, жребийτάφων πατρῴων λάχαι или λαχαί Aesch. — удел (детей Эдипа) - отцовские могилы
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ταφῶν — τάφος 2 astonishment neut gen pl (attic epic doric) ταφή burial fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφών — τέθηπα to be astonished aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τάφων — Τάφος funeral rites fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφων — τάφος 1 funeral rites masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
νεκροπόλεις - νεκροταφεία — Με τον όρο «νεκρόπολις» χαρακτηρίζεται κάθε περιοχή, όπου θάβονταν, όπως και σήμερα, στην αρχαία εποχή οι νεκροί μιας πόλης, ή ενός απλού οικισμού. Οι περιοχές αυτές ήταν πάντοτε έξω από τον περίβολο του οικισμού ή τα τείχη της πόλης και η έκτασή … Dictionary of Greek