-
61 ὑδαρ-ώδης
-
62 ἑλ-ώδης
-
63 ἔν-αλος
-
64 ἕσπερος
ἕσπερος, ὁ, auch ἡ, Ap. Rh. 4, 1290, vgl. ἑσπέρα, der Abend ( vesper); μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλϑεῖν, μέλας ἐπὶ ἕσπερος ἦλϑε, der dunkele Abend kam heran, es wurde Abend, Od. 1, 422. 4, 786. – Der Abendstern, Il. 22, 317; Eur. Ion 1149; vgl. Plat. Tim. Locr. 96 e; übertr. vom Alter, Macedon. 2 (V, 233). – Adj., ἐν δ' ἕσπερον ἔφλεξεν Σελάνας φάος Pind. Ol. 11, 76, das abendliche Licht; ἕσπεροι λαμπτῆρες Soph. Ai. 278; ἕσπερος ϑεός, der finstere Gott, Pluto, O. R. 178; – τὰ ἕσπερα, die Abendstunden, der Abend, ποτὶ ἕσπερα, gegen Abend, Od. 17, 191. – Von der Himmelsgegend, westlich, τόποι Aesch. Prom. 348; ἀγκῶνες Soph. Ai. 805; Eur. El. 731; sp. D., γῆ Lycophr. 956.
-
65 ἕλος
ἕλος, τό, der Sumpf, stehendes Gewässer; καὶ λί. μναι Plat. Legg. VII, 824 b; nach den alten Gramm. bes. σύμφυτοι, σύνδενδροι τόποι; δάσκιον ἕλος Ap. Rh. 2, 1283; bei Hom. Niederung, Aue, wo Erlen u. dgl. wachsen u. Heerden weiden, Il. 4, 483. 20, 221 Od. 14, 474; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 976; Nonn. D. 1, 112. Auch Her. u. Thuc., τὰ ἕλη, von den Niederungen Aegyptens.
-
66 ἠλί-βατος
ἠλί-βατος, jäh, schroff, steil ansteigend, hoch, πέτρη, Il. 15, 273. 619. 16, 33 Od. 9, 243. 10, 88. 13, 196, immer von einem hohen, steilen, schwer zu erklimmenden Felsen; Od. 9, 243 von dem ungeheuren Felsstücke, mit welchem der Kyklop den Eingang zu seiner Höhle verschließt. So mit πέτρη verbunden auch Hes. Th. 675. 786 Sc. 422; Theogn. 176; Pind. Ol. 6, 64 in dorischer Form ἀλίβατος, die auch bei Eur. Suppl. 91 sich findet; Aesch. Suppl. 331 u. sp. D., wie Ap. Rh., der auch ὄρος ἠλίβατον sagt, 2, 169. Selten in Prosa, wie Xen. ὕπερϑεν δὲ ἦσαν πέτραι ἠλίβαται, An. 1, 4, 4; τόποι ἠλίβατοι Pol. 4, 41 u. Strab. XII, 560, an die hervorgehobene Stelle der Od. erinnernd; von einzelnen Felsstücken, πέτρος ἠλίβατος στρογγύλος XVII, 1, 118; κρημνοί Luc. merc. cond. 17. Uebertr. nur die Höhe bezeichnend, von Bäumen, H. h. Ven. 267; ϑρόνοι, der Thron des Zeus, Ar. Av. 1728; bes. sp. D., μέλεσσιν ἠλιβάτοις, ungeheure, gewaltige Glieder, Opp. Hal. 5, 66; σχεδίη Qu. Sm. 11, 312; in sp. Prosa, κύματος ἠλιβάτου αἰρομένου, von hoher Brandung, Plut. sept. sap. conv. 20; τὰς σκιὰς ἡμῶν τοῦ ἡλίου ποιοῠντος ἠλιβάτους fac. in orb. lun. 22. – Aber auch in der Bdtg tief, ἄντρῳ ἐν ἠλιβάτῳ ζαϑέης ὑπὸ κεύϑεσι γαίης Hes. Th. 483, wie Eur. Hipp. 732 ἠλιβάτοις ὑπὸ κευϑμῶσι γενοίμαν, wo der Schol. βαϑυτάτοις erkl., u. so vom Tartarus; auch Stesichor. frg. inc. 10; πελάγεσσιν ἐν ἠλιβάτοις Opp. Hal. 3, 171, wie Nonn. D. 1, 285; übertr., κακὸν ἠλίβατον Damoxen. bei Ath. III, 102 c; auch εὐήϑεια, Porphyr. – Die Ableitung der Alten von ἀλιτεῖν, ὅ ἐστιν ἀποτυχεῖν βάσεως, also für ἠλιτόβατος (vgl. ἠλιτόμηνος, ἠλιτοεργός), von jäher Höhe u. Tiefe, oder übh. unzugänglich, hat mehr Wahrscheinlichkeit für sich, als die von ἥλιος u. βαίνω, von der Sonne beschritten, beschienen, also freiliegend, oder etwa so hoch, daß nur der Sonnenstrahl hinausgelangt, himmelhoch, welche Erkl. auf die letzten Beispiele nicht paßt, vgl. Buttmann Lexil. II p. 182.
-
67 αβεβηλος
-
68 αγχιβαθης
-
69 αμφιδρομος
21) бегущий вокруг, окружающий или кружащий(ся)(κῦμα Soph.; ἄστρων ἕλικες Anth.)
2) подверженный действию приливов и отливов, по друг. изобилующий водоворотами(οἱ κατὰ τὸν πορθμὸν τόποι Polyb.)
-
70 ανασκευαστικος
-
71 ανετος
21) распущенный(κόμη Luc.)
2) несдержанный3) физиол. расслабленный, вялый(τόποι, sc. σώματος Arst.)
-
72 ανωμαλος
21) неровный(χώρα Plat.; περίπατοι Arst.; τόποι Polyb.; χωρία Plut.)
2) неравномерный(κίνησις Arst., Plut.)
3) неравный(τύχαι Eur., Anth.; χρόνοι Arst.)
4) основанный на неравенстве (граждан)(πολιτείαι Plat.)
5) неоднородный, непостоянный(φωνή, ἦθος Arst.)
6) грам. отклоняющийся от нормы, неправильный -
73 αοικητος
21) необитаемый, безлюдный(Λιβύη Her.; χώρα Isocr.; πόλις Plat.; τόποι Arst.; ἐρημία Plut.)
2) бездомный(ἀοίκητον ποιεῖν τινα Dem.; ἀ. ἑστώς Luc. - v. l. ἄοικος)
-
74 αορατος
21) невидимый, незримый Isocr., Plat.; незаметный(διὰ σμικρότητα Plat.; τινι Plut.)
2) невиданный(ἄγνωστοι καὴ ἀόρατοι τόποι Polyb.)
3) (никогда) не видевший, не знавший(παντὸς κακοῦ Polyb.)
4) перен. близорукий, ограниченный(δύναμις ἀνθρωπίνη Luc.)
-
75 απανθρωπος
-
76 απομακρυνω
-
77 απρονοητος
21) лишенный прозорливости, непредусмотрительный, действующий необдуманно Xen., Polyb.2) не заботящийся, не пекущийся(τῶν ἐπὴ γῆς πραγμάτων Luc.)
3) непреднамеренный, невольный(ἀκρασία Arst.)
4) неизученный, необследованный(τόποι Polyb.; ἀ. αἰτία καὴ ἄδηλος Plut.)
5) не обеспеченный охраной(χώρα Polyb.)
6) застигнутый врасплох(ἀ. ληφθῆναι Polyb.)
-
78 αρκτος
ὅ, преимущ. ἥ (дор. gen. ἄρκτω)1) медведь, медведица Hom., HH., Arst. etc.2) (тж. ἅμαξα) созвездие большой медведицы Hom., Her., Xen., Arst., Polyb.αἱ ἄρκτοι Her., Plat., Arst. — Большая и Малая Медведицы
3) северный полюс Her., Plat., Arst.ἡ ἑτέρα ἄ. Arst. — южный полюс
4) тж. pl. север5) «морской медведь» ( вид краба) Arst.6) «медведица» (девочка, принимавшая участие в празднике Βραυρώνια) Eur., Arph. -
79 ασυνδηλος
-
80 βασιμος
См. также в других словарях:
τόποι — τόπος place masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άγιοι Τόποι — Η περιοχή της Παλαιστίνης που συνδέεται με τον βίο του Ιησού Χριστού, από τη γέννηση έως την Ανάληψή του: τα Ιεροσόλυμα, η Βηθλεέμ, το Όρος των Ελαιών, η Βηθανία, η Ναζαρέτ, το όρος Θαβώρ, η Κανά, ο ποταμός Ιορδάνης, η Σαμάρεια κλπ. Όταν σήμερα… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
εφικτός — ή, ό (ΑΜ ἐφικτός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να φθάσει, προσιτός, κατορθωτός, δυνατός, πραγματοποιήσιμος μσν. 1. (για το θείο) κατανοητός 2. αυτός που προσβάλλει, που πλήττει αρχ. 1. φρ. α) «ἐφικτόν ἐστι» είναι δυνατό να... β) «καθ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κατακόμβες — Υπόγεια κοιμητήρια, χριστιανικά κατά κανόνα, τα οποία αποτελούνται από στοές, όπου θάβονταν οι νεκροί μέσα σε λαξευτούς τάφους. Η ονομασία τους προέρχεται από την έκφραση adcatacumbas, που δήλωνε την περιοχή του ναού του Αγίου Σεβαστιανού και του … Dictionary of Greek
παραδόσεις — Ονομάζονται έτσι οι μυθικές διηγήσεις που πλάστηκαν από τον λαό και συνδέθηκαν με ορισμένους τόπους και χρόνους ή με ορισμένα φυσικά φαινόμενα και όντα ή με πρόσωπα ιστορικά και που ο λαός τις πιστεύει θεωρώντας τες αληθινές. Οι διηγήσεις αυτές… … Dictionary of Greek
Pappus (mathematicien) — Pappus (mathématicien) Pour l’article homonyme, voir Pappus. Mathematicae Collectiones par Pappus, traduites par Federico Commandino (1589) … Wikipédia en Français
Pappus (mathématicien) — Pour l’article homonyme, voir Pappus. Mathematicae Collectiones par Pappus, traduites par Federico Commandino (1589) … Wikipédia en Français
Pappus d'Alexandrie — Pour l’article homonyme, voir Pappus. Mathematicae Collectiones par Pappus, traduites par Federico Commandino (1589) Pappus d Alexandrie vécut au … Wikipédia en Français