-
1 ανώμαλος
-
2 ἀνώμαλος
-
3 ανωμαλος
21) неровный(χώρα Plat.; περίπατοι Arst.; τόποι Polyb.; χωρία Plut.)
2) неравномерный(κίνησις Arst., Plut.)
3) неравный(τύχαι Eur., Anth.; χρόνοι Arst.)
4) основанный на неравенстве (граждан)(πολιτείαι Plat.)
5) неоднородный, непостоянный(φωνή, ἦθος Arst.)
6) грам. отклоняющийся от нормы, неправильный -
4 ανώμαλος
η, ο [ος, ον ]1) неровный, негладкий;ανώμαλο έδαφος — пересечённая местность;
2) нарушающий порядок, ненормальный;ανώμαλος χαρακτήρας — неуравновешенный характер;
3) грам, неправильный;ανώμαλα ρήματα — неправильные глаголы;
4) нерегулярный;§ αγώνας ανωμάλου δρόμου спорт, кросс по пересечённой местности -
5 ανώμαλος
-
6 ανώμαλος
[аномалос] εκ. ненормальный, аномальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανώμαλος
-
7 ανώμαλος
[аномалос] επ ненормальный, аномальный. -
8 ἀνώμαλος
A uneven, irregular, ; ;τὸ ἀ. τῆς ναυμαχίας Th.7.71
(cj.), cf. Arist.Pr. 885a15: and in [comp] Sup., Hp.Aër.13; of movements, Arist.Ph. 228b16, al.; of periods of time, Id.GA 772b7; of the voice, ib. 788a1. Adv.-λως, κινεῖσθαι Id.Ph. 238a22
, cf. Pl.Ti. 52e.II of conditions, fortune, and the like ,φεῦ τῶν βροτείων ὡς ἀ. τύχαι E.Fr. 684
; πόλις, πολιτεία, Pl.Lg. 773b, Mx. 238e;θέα Plot.6.7.34
. Adv.- λως Hp.Prog.3
, Isoc.7.29; ἀ. διατεθῆναι τὸ σῶμα fall into precarious health, Prisc.p.333 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνώμαλος
-
9 ἀνώμαλος
-
10 ανώμαλος
1) anormal2) irrégulier -
11 ανώμαλος
1) anormalny przym.2) nienormalny przym.3) nieporządny przym.4) nieprawidłowy przym.5) nieregularny przym.6) nierówny przym. -
12 ανώμαλος
1) abnormální2) anomální3) nenormální4) nepravidelný5) neregulérní6) nesprávný -
13 ανώμαλος
1) abnormal2) anomalous3) irregularΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανώμαλος
-
14 anormal
ανώμαλος -
15 abnormální
ανώμαλος -
16 anomální
ανώμαλος -
17 nenormální
ανώμαλος -
18 nepravidelný
ανώμαλος -
19 neregulérní
ανώμαλος -
20 abnormal
ανώμαλος
См. также в других словарях:
ἀνώμαλος — uneven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώμαλος — η, ο (Α ἀνώμαλος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος 2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος 3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος 4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς… … Dictionary of Greek
ανώμαλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, κανονικός: Το έδαφος σε πολλά σημεία είναι ανώμαλο. 2. ταραχώδης, ακατάστατος: Η πολιτική κατάσταση της χώρας είναι ανώμαλη. 3. (γραμμ.), «ανώμαλα ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα» κτλ., αυτά που δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνώμαλον — ἀνώμαλος uneven masc/fem acc sg ἀνώμαλος uneven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλωτάτη — ἀνώμαλος uneven fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμάλοις — ἀνώμαλος uneven masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμάλῳ — ἀνώμαλος uneven masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώμαλα — ἀνώμαλος uneven neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώμαλοι — ἀνώμαλος uneven masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδυναίτερος — ὀδυναίτερος, έρα, ον (Α) ανώμαλος συγκριτ. τ. τού οδυνηρός ή τού οδυνώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό οδυνηρότερος τού ὀδυνηρός) < ὀδύνη + κατάλ. αίτερος (πρβλ. παλ αίτερος, σχολ… … Dictionary of Greek
πεπαίτατος — άτη, ον, Α ανώμαλος τ. υπερθετικού τού πέπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. υπερθετικού βαθμού τού πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ επίδραση τού πεπαίνω (πρβλ. παλαίτατος)] … Dictionary of Greek