-
121 παραβολος
21) смелый, отважный(ἐν ταῖς μάχαις Diod.)
2) опасный, рискованный(ἔργον Her.; πρᾶγμα Isocr., Plut.; τόποι Polyb.)
-
122 περικλαω
1) переламывать(τὸ ξίφος τῷ κράνει Plut.)
περικεκλασμένῳ σχήματι Plut. — в преломленном виде2) изгибатьοἱ τοῖς σώμασι περικλώμενοι Arst. — (люди) с согбенным телом
3) поворачивать, обращать, отклонять(τινα ἐπί τι Plut.)
π. τέν δύναμιν ἐπὴ δόρυ Polyb. — поворачивать войско направо4) делать неровнымτόποι περικεκλασμένοι Polyb. — пересеченные местности;
πόλεις περικεκλασμέναι Polyb. — города, построенные на холмистой местности -
123 περισφαλης
-
124 περιψυκτος
-
125 πιδακωδης
-
126 πνιγωδης
-
127 ποιονομος
-
128 πολυυδρος
См. также в других словарях:
τόποι — τόπος place masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άγιοι Τόποι — Η περιοχή της Παλαιστίνης που συνδέεται με τον βίο του Ιησού Χριστού, από τη γέννηση έως την Ανάληψή του: τα Ιεροσόλυμα, η Βηθλεέμ, το Όρος των Ελαιών, η Βηθανία, η Ναζαρέτ, το όρος Θαβώρ, η Κανά, ο ποταμός Ιορδάνης, η Σαμάρεια κλπ. Όταν σήμερα… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
εφικτός — ή, ό (ΑΜ ἐφικτός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να φθάσει, προσιτός, κατορθωτός, δυνατός, πραγματοποιήσιμος μσν. 1. (για το θείο) κατανοητός 2. αυτός που προσβάλλει, που πλήττει αρχ. 1. φρ. α) «ἐφικτόν ἐστι» είναι δυνατό να... β) «καθ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κατακόμβες — Υπόγεια κοιμητήρια, χριστιανικά κατά κανόνα, τα οποία αποτελούνται από στοές, όπου θάβονταν οι νεκροί μέσα σε λαξευτούς τάφους. Η ονομασία τους προέρχεται από την έκφραση adcatacumbas, που δήλωνε την περιοχή του ναού του Αγίου Σεβαστιανού και του … Dictionary of Greek
παραδόσεις — Ονομάζονται έτσι οι μυθικές διηγήσεις που πλάστηκαν από τον λαό και συνδέθηκαν με ορισμένους τόπους και χρόνους ή με ορισμένα φυσικά φαινόμενα και όντα ή με πρόσωπα ιστορικά και που ο λαός τις πιστεύει θεωρώντας τες αληθινές. Οι διηγήσεις αυτές… … Dictionary of Greek
Pappus (mathematicien) — Pappus (mathématicien) Pour l’article homonyme, voir Pappus. Mathematicae Collectiones par Pappus, traduites par Federico Commandino (1589) … Wikipédia en Français
Pappus (mathématicien) — Pour l’article homonyme, voir Pappus. Mathematicae Collectiones par Pappus, traduites par Federico Commandino (1589) … Wikipédia en Français
Pappus d'Alexandrie — Pour l’article homonyme, voir Pappus. Mathematicae Collectiones par Pappus, traduites par Federico Commandino (1589) Pappus d Alexandrie vécut au … Wikipédia en Français