-
121 αναληψις
- εως ἥ1) получение или взятие назад, отвоевание(τῆς ἀρχῆς Plut.)
2) приобретение, усвоение(ἐπιστήμης Plat.; ἀρετῆς Sext.)
3) восстановление(μνήμης Arst.; τῆς πόλεως Plut.)
4) исправление, искупление(τῆς ἐπαιτίου ἀναχωρήσεως Thuc.)
5) предоставление отдыха, восстановление сил(ἀ. καὴ θεραπεία τῶν ἀνδρῶν Polyb.)
6) излечение Plat.7) принятие в дом, усыновление(υἱοῦ Luc.; παιδός NT.)
8) вознесение NT. -
122 αναπληρωσις
- εως ἥ1) пополнение, восполнение(τῆς ἐνδείας Arst.)
2) удовлетворение(τῆς ἐπιθυμίας Arst.; τῆς ὀργῆς Plut.)
-
123 αναστασις
- εως ἥ1) подъем, вставаниеἀ. ἐξ ὕπνου Soph. — пробуждение
2) возвращение к жизни, воскресение Aesch., Luc., NT.3) подъем, возрождение(πτῶσις καὴ ἀ. NT.)
4) выход, уход(ἐκ τοῦ ἱεροῦ Thuc.)
5) перемещение, переселение(τῆς Ἰωνίης Her.)
6) восстание (sc. τῆς Ἑλλάδος Plut.)7) воздвигание, сооружение(τειχῶν Dem.; τροπαίου Plut.)
8) разрушение, уничтожение, разорение(πόλεων Aesch., Plut.; δόμων Eur.; τῆς πατρίδος Dem.)
-
124 ανωμαλια
ион. ἀνωμᾰλίη ἥ1) неровность(ὁδοῦ, τόπων Polyb.; τῶν ὀχθῶν Plut.)
2) неравномерность(κινήσεως Arst.)
3) неравенство(κτήσεως Arst.; τύχης Diod.)
4) запутанность, нескладность(τῆς κατηγορίας Aeschin.)
5) беспорядочность, расстроенность(ἀ. καὴ ταραχή Isocr.)
6) непостоянство, неустойчивость(τῆς φύσεως Polyb., τῆς συνηθείας Plut.)
7) неодинаковость, неоднородность(φωνῆς Arst.)
8) отклонение, неправильность(περὴ τέν σελήνην Plut.)
9) грам. неправильность формы, аномалия Gell. -
125 απελαυνω
1) прогонять, изгонять(τινά πόλεως Eur.; ἀπὸ τών ἄκρων Xen.; ἐκ τοῦ ἄστεος Arst.)
; pass.:(1) быть изгоняемым, подвергаться изгнанию(τῆς γῆς Soph.)
(2) не быть допускаемым, не иметь доступа(τῆς πολιτείας Lys.; τῶν ἀρχῶν Plat.)
2) отгонять, удалять, отвращать(τινί τι Xen.; med. τινός τι Anth.)
ἀπελήλατο τῆς φροντίδος περί τινος Her. — он был далек от мысли о чем-л.3) удерживать(τινὰ τοῦ ὅρκου Plut.)
4) уводить(στρατιήν Her.)
5) уходить, уезжать, отступать(ἐς τὰ; Σάρδις Her.; πρός τινα Xen.; ὀπίσω πάλιν Plut.)
-
126 απλοτης
- ητος ἥ1) простота, несложность(φωνῆς Arst.)
2) простота, незатейливость, безыскусственность(τῆς πόλεως Xen.; τῆς μουσικῆς Plat.; τῆς τροφῆς Diod.)
3) прямота, прямодушие, честность Xen., Polyb. -
127 αποβασις
- εως ἥ тж. pl.1) высадка, выгрузка(τῆς γῆς и ἐς γῆν Thuc.; τῆς χώρας Plut.; ἀπὸ τῶν ωεῶν ἐς τέν Λοκρίδα Thuc.)
ᾖ ἀποβάσεις ἦσαν Thuc. — там, где можно было высадиться;ἥ ναυτικέ ἐπί τινα ἀ. Thuc. — морской десант против кого-л.2) выход, исход(οὐκ ἄχειν ἀπόβασιν Plut.)
3) нижняя часть, основание (sc. τῆς κλίμακος Polyb.)4) отход, отступление Plut.5) последствие, результат Luc. -
128 αποδημεω
дор. ἀποδᾱμέω быть за границей, находиться в отсутствии или уезжать(παρά τινα и ἀπὸ τῆς ἑωυτῶν Her.; πρὸς τὰ ἱερά Xen.; ἐκ τῆς πόλεως и εἰς Θετταλίαν Plat.; τῆς πατρίδος Diog.L.)
ἀπεδήμησε ἔτεα δέκα Her. — он путешествовал 10 лет;ἀ. ἐκεῖσε Plat. — отправиться туда, т.е. умереть;ὅ νοῦς δέ σου παρὼν ἀποδημεῖ Arph. — у тебя ум за разум заходит
См. также в других словарях:
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
Τῆς ῥινὸς ἔλκειν. — τῆς ῥινὸς ἔλκειν. См. Водить за нос … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τῆς παιδείας τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. — Τῆς παιδείας (ἔφη Ἀριστοτέλης) τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. См. Корень ученья горек, а плоды сладки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τῆς — ὁ lentil fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τῇς — ὁ lentil fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τῆς αὐτῆς κεραμείας. — См. Из одной глины … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… … Dictionary of Greek
περιβολής, έριδα της- — Έτσι είναι γνωστή στην ευρωπαϊκή ιστορία η μακρόχρονη και οξύτατη πολιτικοθρησκευτική σύγκρουση ανάμεσα στον πάπα και στον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η έριδα κράτησε από το 1075 ώς το 1122 και είχε ως αφορμή την απόπειρα του… … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek