Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀναπλήρωσις

См. также в других словарях:

  • ἀναπλήρωσις — filling up fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρώσει — ἀναπλήρωσις filling up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναπληρώσεϊ , ἀναπλήρωσις filling up fem dat sg (epic) ἀναπλήρωσις filling up fem dat sg (attic ionic) ἀναπληρόω fill up aor subj act 3rd sg (epic) ἀναπληρόω fill up fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρώσεις — ἀναπλήρωσις filling up fem nom/voc pl (attic epic) ἀναπλήρωσις filling up fem nom/acc pl (attic) ἀναπληρόω fill up aor subj act 2nd sg (epic) ἀναπληρόω fill up fut ind act 2nd sg ἀ̱ναπληρώσεις , ἀναπληρόω fill up futperf ind act 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρώσηι — ἀναπλήρωσις filling up fem dat sg (epic) ἀναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up aor subj mid 2nd sg ἀναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up aor subj act 3rd sg ἀναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up futperf ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπλήρωσιν — ἀναπλήρωσις filling up fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπλήρωση — η (Α ἀναπλήρωσις) πλήρωση αυτού που ελλείπει, συμπλήρωση νεοελλ. προσωρινή ή οριστική αντικατάσταση κάποιου με άλλον αρχ. 1. μέσον για συμπλήρωση 2. ικανοποίηση, εκπλήρωση επιθυμίας 3. ανάκτηση, αποκατάσταση 4. εκπλήρωση, πραγματοποίηση,… …   Dictionary of Greek

  • αναπληρώνω — (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, όω) 1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο 2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω 2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό… …   Dictionary of Greek

  • αναπληρώσιμος — η, ο αυτός, για τον οποίο υπάρχει δυνατότητα αναπληρώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπλήρωσις ( η). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Σπ. Παγανέλη στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ἀναπληρώσεων — ἀναπληρώσεω̆ν , ἀναπλήρωσις filling up fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρώσεως — ἀναπληρώσεω̆ς , ἀναπλήρωσις filling up fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρώσῃ — ἀναπληρώσηι , ἀναπλήρωσις filling up fem dat sg (epic) ἀναπληρόω fill up aor subj mid 2nd sg ἀναπληρόω fill up aor subj act 3rd sg ἀναπληρόω fill up fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»