Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνωμαλία

См. также в других словарях:

  • ἀνωμαλία — ἀνωμαλίᾱ , ἀνωμαλία unevenness fem nom/voc/acc dual ἀνωμαλίᾱ , ἀνωμαλία unevenness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωμαλίᾳ — ἀνωμαλίαι , ἀνωμαλία unevenness fem nom/voc pl ἀνωμαλίᾱͅ , ἀνωμαλία unevenness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανωμαλία — Η έλλειψη ομαλότητας· αναστάτωση, ακαταστασία· εκτροπή από το κανονικό. (Αστρον.) αληθινή α. Η γωνία που σχηματίζει ο μεγάλος άξονας της ελλειπτικής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος (πλανήτης, δορυφόρος κλπ.) με την επιβατική ακτίνα του σώματος,… …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλία — η 1. η έλλειψη ομαλότητας: Ο τοίχος έχει πολλές ανωμαλίες. 2. εκτροπή από το κανονικό: Στο κείμενο αυτό υπάρχουν πολλές συντακτικές ανωμαλίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνωμαλίας — ἀνωμαλίᾱς , ἀνωμαλία unevenness fem acc pl ἀνωμαλίᾱς , ἀνωμαλία unevenness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωμαλίαι — ἀνωμαλία unevenness fem nom/voc pl ἀνωμαλίᾱͅ , ἀνωμαλία unevenness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νανισμός — Ανωμαλία που χαρακτηρίζεται βασικά από μειωμένη ανάπτυξη του ύψους και του βάρους του σώματος, σε σχέση με τον φυσιολογικό μέσο όρο ανάπτυξης που μας παρέχεται από τις στατιστικές για μια ορισμένη φυλή, ηλικία και φύλο. Οι τιμές του αναστήματος… …   Dictionary of Greek

  • ἀνωμαλίαν — ἀνωμαλίᾱν , ἀνωμαλία unevenness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτορχιδία — Ανωμαλία στη διάπλαση, που συνίσταται στη κατακράτηση του ενός ή και των δύο όρχεων μέσα στο κάτω μέρος της κοιλιάς ή στον βουβωνικό πόρο. Αναφέρεται και ως κρυψορχία. Οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές (ιδιαίτερα η αμφοτερόπλευρη κ.), ανατομικά… …   Dictionary of Greek

  • παιδισμός — Ανωμαλία στην εξέλιξη της ωρίμασης του σώματος, του φύλου ή του ψυχισμού ενός ατόμου. Αυτός που πάσχει από π. έχει μικρό ανάστημα, αλλά και στη γενική εμφάνιση το σώμα του μοιάζει με το παιδικό. Τα γεννητικά του όργανα έχουν στοιχειώδη μόνον… …   Dictionary of Greek

  • μόνιμη συστολή — Ανωμαλία, συνήθως σε άρθρωση, που προκαλείται από συρρίκνωση επουλωτικού ιστού στο δέρμα ή συνδετικού ιστού ή από τη μη αναστρέψιμη βράχυνση μυών και τενόντων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»