Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀν-ωμᾰλία

См. также в других словарях:

  • ωμαλία — ἡ, Α φρ. «ἐφ ὡμαλίαν» κατά μέσο όρο επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το σύνθ. ἀν ωμαλία < ἀνώμαλος < στερητ. ἀ + ώμαλος (< ὁμαλός, με έκταση λόγω συνθέσεως)] …   Dictionary of Greek

  • εφωμαλίαν — ἐφωμαλίαν και ἐφ ὡμαλίαν (Α) επίρρ. πάπ. περίπου, σχεδόν, κατά μέσον όρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. από τη φράση ἐφ ὡμαλίαν. Η λ. ὡμαλία «μέσος όρος» προήλθε κατ απόσπασιν από σύνθ. τού τύπου αν ωμαλία (< αν ώμαλος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»