-
1 ανωμαλια
ион. ἀνωμᾰλίη ἥ1) неровность(ὁδοῦ, τόπων Polyb.; τῶν ὀχθῶν Plut.)
2) неравномерность(κινήσεως Arst.)
3) неравенство(κτήσεως Arst.; τύχης Diod.)
4) запутанность, нескладность(τῆς κατηγορίας Aeschin.)
5) беспорядочность, расстроенность(ἀ. καὴ ταραχή Isocr.)
6) непостоянство, неустойчивость(τῆς φύσεως Polyb., τῆς συνηθείας Plut.)
7) неодинаковость, неоднородность(φωνῆς Arst.)
8) отклонение, неправильность(περὴ τέν σελήνην Plut.)
9) грам. неправильность формы, аномалия Gell.
См. также в других словарях:
ωμαλία — ἡ, Α φρ. «ἐφ ὡμαλίαν» κατά μέσο όρο επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το σύνθ. ἀν ωμαλία < ἀνώμαλος < στερητ. ἀ + ώμαλος (< ὁμαλός, με έκταση λόγω συνθέσεως)] … Dictionary of Greek
εφωμαλίαν — ἐφωμαλίαν και ἐφ ὡμαλίαν (Α) επίρρ. πάπ. περίπου, σχεδόν, κατά μέσον όρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. από τη φράση ἐφ ὡμαλίαν. Η λ. ὡμαλία «μέσος όρος» προήλθε κατ απόσπασιν από σύνθ. τού τύπου αν ωμαλία (< αν ώμαλος)] … Dictionary of Greek