-
1 φωνῆς
голосголоса голосомΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φωνῆς
-
2 ακαμψια
-
3 ακοη
эп. ἀκουή, дор. ἀκοά (ᾰκ) ἥ1) чувство слуха, слух(ὄψις τε καὴ ἀ. Plat.)
διεφθαρμένος τέν ἀκοήν Her. — лишенный слуха, глухой2) ухо3) слушание, слышание(λόγοι ἄξιοι ἀκοῆς Plat.)
εἰς φωνῆς ἀκοήν Diod. — на расстояние слышимости4) слух, молва, рассказὁ δ΄ ἔβη μετὰ πατρὸς ἀκουήν Hom. — он ушел за вестями об отце;
ἀκοῇ, ἐξ ἀκοῆς и δι΄ ἀκοῆς Her., Thuc., Plat. — по слухам, понаслышке;αἱ ἀκοαὴ τῶν προγεγενημένων Thuc. — сказания о прошлом;ἀκοῇ Ἠλέκτρας Eur. — по словам (досл. на основании слышанного от) Электры5) слуховое восприятие(ὄψεις τε καὴ ἀκοαί Plat.)
-
4 αντανακλασις
-
5 αντιτυπον
τό1) отражение (sc. τῆς φωνῆς Luc.)2) твердое тело Plut.3) изображение, образ NT.4) неприятноеть -
6 ανωμαλια
ион. ἀνωμᾰλίη ἥ1) неровность(ὁδοῦ, τόπων Polyb.; τῶν ὀχθῶν Plut.)
2) неравномерность(κινήσεως Arst.)
3) неравенство(κτήσεως Arst.; τύχης Diod.)
4) запутанность, нескладность(τῆς κατηγορίας Aeschin.)
5) беспорядочность, расстроенность(ἀ. καὴ ταραχή Isocr.)
6) непостоянство, неустойчивость(τῆς φύσεως Polyb., τῆς συνηθείας Plut.)
7) неодинаковость, неоднородность(φωνῆς Arst.)
8) отклонение, неправильность(περὴ τέν σελήνην Plut.)
9) грам. неправильность формы, аномалия Gell. -
7 απλοτης
- ητος ἥ1) простота, несложность(φωνῆς Arst.)
2) простота, незатейливость, безыскусственность(τῆς πόλεως Xen.; τῆς μουσικῆς Plat.; τῆς τροφῆς Diod.)
3) прямота, прямодушие, честность Xen., Polyb. -
8 αποδηλοω
1) объяснять, разъяснять(τι Aesch., Arst., Plut.; τινί τι Polyb.)
2) обнаруживать, выявлять3) становиться или быть ясным, явствовать, обнаруживаться(ἀποδηλοῖ τοῦτο ἔν τινι Arst.)
-
9 αποκοπτω
1) отрубать, отсекать, отрезывать(κάρη Hom.; χεῖρας Her.; τινὴ τὸν τράχηλον Plut.)
ἀποκοπῆναι τέν χεῖρα Her. — лишиться руки;ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος Plut. — утратить надежду;ἀποκεκομμένης αὐτῷ τῆς φωνῆς Plut. — когда у него пропал голос2) выбивать, вытеснять (sc. τοὺς πολεμίους Xen.)3) med. оплакивать, нанося себе удары(νεκρόν Eur.)
-
10 αποτασις
-
11 αρθρον
τό1) член тела(συνάπτειν ἄρθρον ἄρθρῳ Plat.; ἄρθρα χειρός Arst.)
ποδός ἄ. Soph. — нога;ἄρθρα τῶν κύκλων Soph. — глаза;ἄρθρα στόματος Eur. — уста2) сочленение, сустав(ὅ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.)
3) орган(φωνῆς Arst.)
4) pl. половые органы Her., Arst.5) грам. (тж. ἄ. προτακτικόν Arst.) грамматический член6) грам. «незнаменательное», т.е. служебное слово(φωνέ ἄσημος Arst.)
, т.е. предлог (напр. περί), вводное слово (напр. φημί) и т.п.ἄ. ὑποτακτικόν — подчинительное слово
-
12 βαρυτης
- ητος ἥ1) тяжесть, тяжеловесность(β. καὴ κουφότης Arst.)
2) нагруженность, перегрузка(νεῶν Thuc., Polyb.)
3) тяжелый нрав, суровость Dem., Polyb., Plat.; pl. Isocr.4) ощущение тяжести(β. καὴ πλησμονέ σώματος Plut.)
5) онемелость, оцепенение(ναρκώδης Plut.; τῶν σκελῶν βαρύτητες Diod.)
6) низкий тембр(φωνῆς Plat., Arst.)
7) серьезность, степенность, важность(εὐσχήμων Arst.; τοῦ ἤθους Plut.)
8) грам. понижение тона (accentus gravis) Arst. -
13 διαγνωσις
- εως ἥ1) распознавание, различение(φωνῆς καὴ σιγῆς Arst.; τῶν αἰτίων καὴ μή, γλυκέων ἢ πικρῶν Plut.)
διάγνωσιν ποιεῖσθαι Thuc. — распознавать, различать2) способность распознавания(δ. φρενῶν Eur.)
τὸ δάκνον τέν διάγνωσιν κρατεῖ Eur. — душевная боль подавляет здравые суждения3) средство распознавания, способ различения(καλῶν ἢ μέ τοιούτων Dem.)
4) определение, установление(διάγνωσίν τινος ποιεῖσθαι Plat.)
ταχίστην ἔχειν διάγνωσιν Isocr. — быть легко определимым5) решение, постановление(περί τινος Dem.)
-
14 διαλεκτος
ἥ1) речьδ. ἥ τῆς φωνῆς τῇ γλώττῃ διάρθρωσις (sc. ἐστί) Arst. — речь есть расчленение голоса посредством языка
2) произношение(διὰ τῶν ῥινῶν Arst.)
3) разговор, беседа(πρὸς ἀλλήλους Plat.)
4) (тж. ὅ τρόπος τῆς διαλέκτου Arst.) речевая манера, стиль(τὸ ἐμὸν βάδισμα ἢ δ. Dem.)
5) (национальный или племенной) язык(τοῦ ἀνθρώπου μία φωνή, ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί Arst.; εἰδέναι τὰς ἑκάστων διαλέκτους Polyb.; τῶν Ἑλλήνων δ. Diod.)
6) говор, наречие, диалект7) областное слово или выражениеΓαυγάμελα σημαίνειν δέ, φασιν, οἶκον καμήλου τέν διάλεκτον Plut. — говорят, что на местном (т.е. персидском) наречии «Гавгамелы» означает «дом верблюда»
-
15 διανοια
ἥ1) замысел, намерение(μαινόλις Aesch.; παλιλλογῆσαί τινι τέν ἑωυτοῦ διάνοιαν Her.)
τέν διάνοιαν ἔχειν τινός Thuc. — намереваться сделать что-л.2) мысль, мнение, взгляд(τέν διάνοιαν ταύτην ἔχειν Plat. и λαβεῖν Arst.)
3) образ мыслей, духовный обликτὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖ εἶναι Isocr. — название «эллины» обозначает, повидимому, уже не племя, а образ мыслей
4) размышление, мышление(πᾶσα δ. ἢ πρακτική, ἢ ποιητική, ἢ θεωρητική Arst.)
ὅ ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτέν διάλογος ἄνευ φωνῆς (sc. ἐστιν ἥ δ.) Plat. — размышление есть внутренняя и беззвучная беседа сознания с самим собой5) разум, сознание, дух6) смысл, значение(ὀνομάτων Lys., Plat.; τοῦ λεγομένου Arst.)
-
16 διαστημα
- ατος τό1) расстояние, промежуток(συμπληροῦσθαι τὰ διαστήματα Plat.; τὸ τῶν ἄστρων δ. πρὸς τέν γῆν Arst.; τὸ μεταξὺ τῶν ἠπείρων δ. Plut.)
2) протяжение, длина(τῶν γραμμῶν Arst.)
3) объем(ἀγγεῖον ἔχει δ. μέγα Arst.)
4) мат. измерение(ὅ τόπος ἔχει διαστήματα τρία Arst.)
5) промежуток времени(τετραετές Polyb.)
δ. ἥ πληγέ οὐκ ἔχουσα Plut. — непрерывно следующие друг за другом удары6) длительность(πᾶν ἀνθρωπίνου βίου δ. Plut.)
7) муз. интервал(τῆς φωνῆς Plat.; τονιαῖον Arst.)
8) лог. связь между субъектом и предикатом, т.е. посылка(δ. κατηγορικόν Arst.)
-
17 δυσυποστατος
-
18 εναρθρος
21) досл. расчлененный, перен. ясно выраженный, ясный(δόξαι, φωνή Plut. - ср. 2)
2) членораздельный(φωνή Diod.; τὸ σχῆμα τῆς φωνῆς Plut.)
-
19 εξακουω
слышать(κληδόνος βοήν Aesch.; τι ὑπό τινος Soph.; τῶν ῥητόρων Arph.; τῆς φωνῆς τινος Plut.)
λόγῳ ἐξήκουσα Soph. — я слышал (об этом);pass. — быть слышным, слышаться Xen., Arst., Diog.L. -
20 επαιω
стяж. ἐπᾴω Eur. (aor. ἐπήϊσα Her.)1) слушать, вниматьθεῶν οὐδὲν ἐπαΐοντες Aesch. — не внемлющие богам;
2) воспринимать, ощущать, слышать(τῆς φωνῆς Plut.)
ἐπαΐων σιδηρίων Her. — чувствительный к железным орудиям, т.е. уязвимый для них;καταγελώμενος οὐκ ἐπαΐεις Arph. — ты не замечаешь, что над тобой смеются3) понимать(βάρβαρον γλῶσσαν Soph.; μηδέν τινος и οὐδὲν περί τινος Plat.)
ὅ ἐπαΐων Plat. — знающий толк, знаток
См. также в других словарях:
φωνῆς — φωνέω produce a sound pres ind act 2nd sg (doric) φωνή sound fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνῇς — φωνέω produce a sound pres subj act 2nd sg φωνή sound fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
τόνος — I (λ. γαλλ.) 1. μονάδα για μέτρηση βάρους ισοδύναμη με 1.000 κιλά. 2. μέτρο χωρητικότητας των πλοίων, κόρος: Δεξαμενόπλοιο 50.000 τόνων. 3. μεγαλόσωμο ψάρι με σώμα μακρουλό. II 1. ύψωση ήχου ή φωνής: Βαρύς τόνος της φωνής. 2. απόχρωση της φωνής:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ — Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Метабола — (греч. μεταβολή поворот, перемена, переход) в древнегреческой гармонике перемена в звуковысотной структуре, как правило, приводящая к перемене этоса (характера) музыки; в современной гармонии категория модального лада. Содержание … Википедия
СТЕФАН — СТЕФАН (Στέφανος) Александрийский (кон. 6 нач. 7 в. н. э.), последний представитель Александрийской школы неоплатонизма, комментатор Аристотеля, христианин. В 610 вскоре после восшествия на престол имп. Ираклия С. переезжает из Александрии в… … Античная философия
Minuscule 482 (Gregory-Aland) — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 482 John Evangelist folio 226 verso … Wikipedia
-αν — κατάλ. γ πληθ. ρημάτων παρελθ. χρόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από την κατάλ. αν τού γ πληθ. τού ενεργ. αορ. που στους μεταγεν. χρόνους μεταβιβάστηκε κατ’ αναλογία στο γ πληθ. τού αορ. β , τού πρτ. και τού παρακμ. τής ενεργ. φωνής (είδαν, αντί εἶδον … Dictionary of Greek