-
1 ανωμαλια
ион. ἀνωμᾰλίη ἥ1) неровность(ὁδοῦ, τόπων Polyb.; τῶν ὀχθῶν Plut.)
2) неравномерность(κινήσεως Arst.)
3) неравенство(κτήσεως Arst.; τύχης Diod.)
4) запутанность, нескладность(τῆς κατηγορίας Aeschin.)
5) беспорядочность, расстроенность(ἀ. καὴ ταραχή Isocr.)
6) непостоянство, неустойчивость(τῆς φύσεως Polyb., τῆς συνηθείας Plut.)
7) неодинаковость, неоднородность(φωνῆς Arst.)
8) отклонение, неправильность(περὴ τέν σελήνην Plut.)
9) грам. неправильность формы, аномалия Gell. -
2 δυσχερεια
ἥ1) тяжесть, обременительность(φορήματος Soph.)
2) тягостность, мучительность(νοσήματος Soph.; κτήσεως Plat.; τῶν πραγμάτων Plut.)
3) затруднение, трудность, хлопоты, беспокойство, неудобство, неприятность(εἰς δυσχερείας ἐμπεσεῖν Polyb.; τὰς δυσχερείας ὑπεριδεῖν Isocr.; ἀπορίαι καὴ δυσχέρειαι Arst.; ἥ περὴ τέν διοίκησιν δ. Plut.)
4) неудовольствие, недовольство, досада(ὅ οὐρανὸς ἀπαθές πάσης θνητῆς δυσχερείας Arst.)
5) привередливость, неудовлетворенность(δ. τι φύσεως Plat.)
См. также в других словарях:
κτήσεως — κτή̱σεω̆ς , κτῆσις acquisition fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
METALLA — I. METALLA Sardiniae oppid. apud Antonin. inter Nespolim, et Sulchos. Civita de Glesie Cluverio. II. METALLA sub Imperatorib. Gentilibus, habitacula piorum fuêre: Clemens enim Episcopus Romanus et Martyr Chersonesum deputatus, 2000. Christianorum … Hofmann J. Lexicon universale
ετοιμότητα — η (ΑΜ ἑτοιμότης) [έτοιμος] 1. το να είναι κάποιος προετοιμασμένος, έτοιμος για κάτι («ετοιμότητα πολέμου») 2. η ευχέρεια στη διατύπωση νοημάτων, το να μιλάει κάποιος με ευχέρεια και γρήγορα, η ετοιμολογία, η ευστροφία τού πνεύματος («έχει… … Dictionary of Greek
κτητός — κτητός, ή, όν (Α) [κτώμαι] 1. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», Πλάτ.) 2. άξιος κτήσεως, επιθυμητός, αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει κάποιος («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς… … Dictionary of Greek
σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α … Dictionary of Greek
χρεώγραφο — και χρεόγραφο, το, Ν (νομ. οικον.) έγγραφη απόδειξη κυριότητας, που βεβαιώνει το δικαίωμα κτήσεως περιουσίας η οποία, προς το παρόν, δεν βρίσκεται στην κατοχή τού κομιστή, απόδειξη τής οποίας οι πιο κοινές μορφές είναι οι μετοχές και τα ομόλογα ή … Dictionary of Greek
χρησικτησία — η, Ν (αστ. δίκ.) τρόπος κτήσεως κυριότητας από εκείνον που κατέχει αδιατάρακτα ως κύριος ξένο πράγμα για ορισμένο χρονικό διάστημα, συγκεκριμένα, τρία χρόνια για κινητό ή δέκα χρόνια για ακίνητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήση / χρῆσις + κτησία (< κτητος … Dictionary of Greek
χρονολογία — η, ΝΑ νεοελλ. 1. ο χρονικός προσδιορισμός γεγονότος σε σχέση με άλλο, σημαντικό, γεγονός, φυσικό ή ιστορικό, που λαμβάνεται ως αφετηρία (α. «χρονολογία από τη γέννηση τού Χριστού» β. «χρονολογία από κτήσεως Ρώμης») 2. το έτος και η ημερομηνία… … Dictionary of Greek