-
101 κεραμευτικός
κεραμευτικός, zum Töpfer gehörig; τροχός, Töpferscheibe, D. Sic. 4, 76; S. Emp. adv. phys. 2, 93; τέχνη, Töpferkunst, Poll. 7, 161.
-
102 κεραμικός
κεραμικός, = Folgdm; ῥύμη Ar. Eccl. 4; bei Plat. Polit. 288 a ist v. l. κεραμεική, sc. τέχνη; – τροχός Strab. VII, 303, wie Plut. gen. Socr. 20 M.
-
103 γε-ωργικός
γε-ωργικός, ή, όν, zum Landbau gehörig, σκεύη Ar. Pax 544; βίος Plat. Phaedr. 248 e; νόμοι Legg. VIII, 842 e; ἡ γ. τέχνη, Kunst des Ackerbaues, Phaedr. 276 b; Arist. Polit. 1, 8 u. öfter; ὁ γεωργικός, im Landbau erfahren, περὶ γῆν φρόνιμος Plat. Gorg. 490 e; λεώς Ar. Pax 887; Xen. Mem. 1, 1, 7; superl. 3, 3, 9; Freund des Ackerbaues, Plut. qu. Rom. 19. – Adv., Clem. Al.
-
104 γεω-μετρικός
γεω-μετρικός, ή, όν, zum Land-, Feldmessen gehörig; ἡ γ., sc. τέχνη, Geometrie, Feldmeßkunst, Plat. Gorg. 450 d u. öfter; ὁ γ., der in der Geometrie erfahren ist, Theaet. 145 a u. öfter; auch Sp., wie Plut. Marcell. 17; γεωμετρικώτατον ϑεώρημα Symp. 8, 2, 4. – Adv., auf geometrische Art, Cic. Att. 12, 5.
-
105 κιθαριστικός
κιθαριστικός, das Citherspielen betreffend; ἡ κιϑαριστική, sc. τέχνη, die Kunst des Citherspielens, Plat. Gorg. 501 e; ὁ κιϑ., der das Citherspielen versteht, Ion 540 d Rep. I, 333 b. – Auch adv., Sp., wie S. Emp. adv. eth. 188 u. Plut.
-
106 κελευστικός
κελευστικός, befehlerisch, befehlend; ἡ κελευστική, sc. τέχνη, Plat. Polit. 260 d; τὸ κελευστικὸν τοῦ ψόγου, das Befehlshaberische, Plut. discr. ad. et am. 48.
-
107 κναφευτικός
κναφευτικός, zum Walker gehörig, ἡ γναφευτική, sc. τέχνη, die Walkerkunst, Plat. Polit. 282 a Soph. 227 a.
-
108 κανονικός
κανονικός, nach der Richtschnur, Regel gemacht, regelmäßig; bei den Gramm. ἀναλογία κανονική, Eust.; τέχνη, die theoretische Musik, welche die Töne auf der Tonleiter nach den verschiedenen Harmonien abmißt; οἱ κανονικοί, die theoretischen Musiker, Procl. in Euclid.; vgl. Gell. 16, 18. – Bei D. L. 10, 30 heißt ein Theil der Philosophie τὸ κανονικόν, neben τὸ φυσικόν u. τὸ ἠϑικόν, die Logik, die den Kanon des Denkens festsetzt; vgl. S. Emp. adv. math. 7, 22. – Adv., bei Sp. – Bei K. S. = kanonisch.
-
109 κορο-πλαθικός
κορο-πλαθικός, ή, όν, zum Puppenbilden gehörig, Sp.; ἡ κοροπλαϑική, scil. τέχνη.
-
110 κοσκινο-μαντική
κοσκινο-μαντική, ἡ, sc. τέχνη, Siebwahrsagerkunst.
-
111 κοσμητικός
κοσμητικός, zum Ordnen, Schmücken gehörig, geschickt; ἡ κοσμητική, sc. τέχνη, die Kunst zu schmücken, Plat. Soph. 277 a Polit. 282 a.
-
112 κλεπτικός
κλεπτικός, zum Stehlen geschickt, geneigt, diebisch; ἡ κλεπτική, sc. τέχνη, die Diebeskunft; Plat. Rep. I, 334 b; Luc. Catapl. 4 u. öfter. – Adv., Eust.
-
113 κοιλάς
-
114 κομμωτικός
κομμωτικός, zum Putzen, Schmücken, Schminken gehörig; ἡ κομμωτική, sc. τέχνη, die Kunst sich zu putzen, Plat. Gorg. 465 b u. Sp.; immer mit tadelnder Nebenbedeutung, auch bei Rhett., κομμωτικὸν κάλλος τοῦ λόγου. – Auch adv., κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυϑισμένως ἔχει Schol. Ar. Plut. 1064.
-
115 κολυμβητικός
κολυμβητικός, zum Tauchen od. Schwimmen gehörig; ἡ κολυμβητική, sc. τέχνη, die Taucherkunst, Plat. Soph. 220 a.
-
116 κολακευτικός
κολακευτικός, zum Schmeicheln geneigt, schmeichlerisch; τέχνη Plat. Gorg. 464 c; Luc. de calumn. 10; a. Sp., auch adv.
-
117 κλῑνικός
κλῑνικός, bettlägerig, Anth. XI, 113. – Aber gew. ὁ κλινικός, der seine bettlägerigen Kranken besuchende Arzt, Lucill. 40 (XI, 116) u. a. Sp.; – ἡ κλινική, sc. τέχνη, die ärztliche Kunst, erst Sp.
-
118 κλῑνο-ποιϊκός
κλῑνο-ποιϊκός, das Verfertigen von Betten oder Sänften betreffend, dazu gehörig; ἡ κλινοποιϊκή, sc. τέχνη, Poll. 7, 159.
-
119 εὔ-χειρ
-
120 εὔ-ψῡχος
εὔ-ψῡχος, 1) gutes Muthes, tapfer; ϑράσος Aesch. Pers. 386; Eur. Rhes. 510; Plat. Legg. VIII, 830 c u. A.; πρὸς τὸ ἐπιέναι τοῖς ἐναντίοις εὐψυχότατοι ἂν εἶεν Thuc. 2, 11; τὸ ἀφ' ἡμῶν ἐς τὰ ἔργα εὔψυχον, unsere Entschlossenheit, 2, 39; auch τέχνη, bei Ath. III, 102 e. – 2) sehr kühl, kalt, Theophr. – Adv. εὐψύχως καὶ προϑύμως, Xen. Hipparch. 8, 21.
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek