Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κναφευτικός

См. также в других словарях:

  • κναφευτικός — κναφευτικός, ή, όν (Α) βλ. γναφευτικός …   Dictionary of Greek

  • κναφευτικῇ — κναφευτικός belonging to a fuller fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κναφευτική — κναφευτικός belonging to a fuller fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κναφευτικήν — κναφευτικός belonging to a fuller fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναφευτικός — ή, ό (AM γναφευτικός, ή, όν, Α και κναφευτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα 2. το θηλ. ως ουσ. η γναφευτική η τέχνη τού γναφέα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»