-
81 ψῡχ-εμ-πορικός
ψῡχ-εμ-πορικός, ή, όν, den Seelenverkäufer, den Seelenverkauf betreffend, dazu gehörig; dah. ἡ ψυχεμπορική, sc. τέχνη, die Seelenverkäuferei; aber auch der Handel mit geistiger Waare, Plat. Soph. 224 b.
-
82 μυρ-εψικός
μυρ-εψικός, ή, όν, zum Kochen wohlriechender Salben gehörig; φάρμακα, Plut. Symp. 4, 1; ἡ μυρεψικὴ τέχνη, Ath. XIII, 611 f; a. Sp.
-
83 βύθιος
βύθιος, 1) was versenkt, in der Tiefe ist, κρηπῖδας βυϑίας πήξασϑαι Apollonid. 31 (IX, 791); βύϑιον ϑεῖναι, versenken, Bian. 8 (IX, 308); vgl. Luc. D. mar. 1, 3; βύϑιος ὑποδὺς εἰς ϑάλατταν Hermot. 71; vgl. δύτης βύϑιος Poll. 1, 97; von tiefer Stimme Plut. Crass. 23; auch = gründlich, λογισμός Philo. – 2) die Meerestiefe, das Meer betreffend, Κρονίδης β. Poseidon, Luc. epigr. 34; ναυμαχία, Seeschlacht, Apollond. 16 (IX, 296); πτόλεμος Opp. C. 2, 62: τέχνη, Fischerhandwerk, Hal. 3, 15; τὰ βύϑια, Meerthiere, Anth. VI, 182.
-
84 γραφικός
γραφικός, 1) das Schreiben betreffend, zum Schreiben gehörig, μέλαν Theophr.; λέξις, schriftlicher Ausdruck, Arist. rhet. 3, 12, wo der Ggstz ἀγωνιστική, der minder gewählte, mündliche Ausdruck der Sachwalter; ἁμάρτημα, Schreibfehler, Pol. 34, 3, 11; δύναμις, das Vermögen, schriftlich darzustellen, der Styl, Luc. Alex. 3, u. sonst Rhet.; ὑπόϑεσις, Stoff zum Schreiben, Plut. Alex. 17. – 2) im Malen erfahren, Plat. Theaet. 144 e u. A.; ἡ γραφική, sc. τέχνη, Malerkunst, Gorg. 450 c Soph. 234 b; εἰκασία τῶν ὁρωμένων Xen. Mem. 3, 10, 1 u. oft; – malerisch, πρόςοψις D. Sic. 2, 53; γραφικῶς κεκοσμημένη Plut. Ant. 26; auch vom Styl, Dion. Hal.; – gemalt, γραφικοὶ ἔρωτες Plut. Ant. 26.
-
85 κριτικός
κριτικός, zum Entscheiden, Veureheiten geschickt, gehörig; ἡ κριτική, sc. τέχνη, die Kunst der Beurtheilung, Plat. Polit. 260 c 292 b u. Sp.; ὄψις γὰρ ὤτων κριτικωτέρα πᾶσιν Schol. Il. 19, 292. – Bes. ὁ κριτικός, der Beurtheiler der Sprache u. der Schriftwerke, der Kritiker; Plat. Ax. 366 e, neben γεωμέτραι u. τακτικοί; ποιημάτων καὶ ᾀσμάτων καὶ μελῶν τῶν ἀρίστων διαγνωστικός Luc. de salt. 74; ἡ κριτική, die Kritik, die Kunst der Beurtheilung der Schriftwerke, Luc. u. a. Sp. – Bei den Aerzten = entscheidend, kritisch, ἱδρώς u. ä.
-
86 γραμματικός
γραμματικός, 1) die Buchstaben betreffend, bes. richtig lesend u. schreibend, in den Elementarkenntnissen gut unterrichtet, Plat. Theaet. 207 b Rep. III, 402 b; Xen. Mem. 4, 2, 20, wo ἀγράμματος Ggstz. Ueber ἔκπωμα γρ. s. Ath. XI, 467 c. – 2) der sich mit Wort- u. Sacherklärung der alten Schriftsteller abgiebt, die Jugend darin unterrichtet; Sprachkenner, Sprachforscher, bes. bei Alexandrinern; Elementarlehrer Plut. discr. ad. et am. 25; – ἡ γραμματική, sc. τέχνη, die Kenntniß richtig zu schreiben und zu lesen, Plat. Crat. 431 e; übh. die Wissenschaft des γραμματικός, vgl. Wolf Proleg. LXIV; bes. in Schol.; das Alphabet, Plut. Arist. 1. – Adv. γραμματικῶς, z. B. λέγειν Plat. Theaet. 207 b.
-
87 κροκο-νητική
κροκο-νητική, ἡ, sc. τέχνη, die Kunst, den Faden des Einschlags zu spinnen, Plat. Polit. 282 e.
-
88 γρῑπηΐς
-
89 κτητικός
κτητικός, geschickt zu erwerben; τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων Isocr. 12, 242; vgl. Strab. XVI, 783; ἡ κτητικὴ τέχνη, Erwerbungskunst, Plat. Soph. 219 c; Arist. Pol. 1, 4; – den Besitz betreffend, ihn bezeichnend; ἀντωνυμίαι, pronomina possessiva, Gramm.; Adjectiva, κτητικά (ἐπίϑετα), die auf κός, z. B. Κορινϑιακός, Steph. Byz. und A. – Auch adv., Sp.
-
90 κυκλάς
κυκλάς, άδος, ἡ, rund, kr e i ssörmig, Orph. u. Nonn. oft; auch mit masc. verbunden, κόσμος Paul. Sil. amb. 162; – sich im Kreise bewegend, umkreisend, ὧραι, Nonn., wie Eur. Alc. 448, die im Kreislaufe wiederkehrenden Jahreszeiten; τέχνη, die Kunst, die Lanze im Kreise zu schwingen, D. 22, 208 u. öfter; – sc. ἐσϑής, ein Staatskleid der Frauen, mit rund herumlaufendem Saume. – Im Kreise herumliegend, νῆσοι, Eur. Ion 1583, bes. die kykladischen Inseln des ägäischen Meeres, vgl. nom. pr.
-
91 κυβερνητικός
κυβερνητικός, zum Steuern gehörig; βελτίστῳ εἶναι τὰ κυβερνητικά Plat. Alc. I, 119 d; νοῠς κ., der sich auf das Steuern, Lenken versteht, lenkend, Legg. XII, 961 e; – ἡ κυβερνητική, sc. τέχνη, die Steuermannskunst; Gorg. 511 d; Pol. 12, 27, 9 u. A.; – ὁ κυβ., der im Steuern u. Lenken Erfahrene; Rep. VI, 488 e; superl., Xen. Hem. 3, 3, 9. – Auch adv., bei Sp.
-
92 κυνο-τροφική
κυνο-τροφική, ἡ, sc. τέχνη, die Kunst, Hunde zu ziehen, Clem. Al. strom. 1, 7, 37.
-
93 ζω-γραφικός
ζω-γραφικός, ή, όν, im Malen erfahren, Plat. Theaet. 145 a; ἡ ζ., sc. τέχνη, Malerkunst, D. Sic. 14, 46; ζωγραφικῶς, Schol. Il. 3, 327.
-
94 ζωο-θηρικός
ζωο-θηρικός, ή, όν, diese Jagd betreffend, Plat. Soph. 220 a; ἡ -κή, sc. τέχνη, 222 a.
-
95 καπηλικός
καπηλικός, zum Höker, Kleinhändler od. Weinschenker gehörig, im Kleinhandel geübt, geschickt, krämerisch, im Handel betrügerlich; καπηλικὰ μέτρα φιλεῦσα, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); ζυγόν Poll. 10, 177 aus Dinoloch.; – τῆς μεταβλητικῆς ἡ μὲν κατὰ πόλιν ἀλλαγὴ καπηλικὴ προςαγορεύεται, der Verkehr in der Stadt, nicht außer Landes u. über See, Plat. Soph. 223 d, sc. τέχνη, wie Arist. pol. 1, 9; Poll. 7, 9; Sp., auch καπηλικὸς τὴν διάνοιαν, betrügerisches Sinnes. – Adv., καπηλικῶς ἔχειν Ar. Plut. 1063, wie ein Krämer sich benehmen; τὰ πράγματα καπ. διανέμειν Plut. de Is. et. Os. 45; καπηλικῶς χρῆσϑαί τινι, mit Etwas schändlichen Wucher treiben.
-
96 κατ-ακολουθέω
κατ-ακολουθέω, wie das simplex; Pol. 6, 42, 2 Plut. Lys. 25 u. a. Sp., im eigtl. Sinne u. übertr., εἰ δὲ μιᾷ (τέχνῃ) κατακολουϑητέον S. Emp. adv. eth. 175; τῷ νόμῳ, gehorchen, Plut. adv. Stoic. 5.
-
97 κατ-ορθόω
κατ-ορθόω, aufrichten, gerade machen; κατόρϑωσον δέμας Eur. Hipp. 1445, wie Androm. 1080; vgl. Plat. Alc. I, 121 d; Sp.; gut einrichten, anordnen; ἐπειδὴ δρᾶν κατώρϑωσαι φρενί Aesch. Ch. 505, da du es bei dir im Sinne recht beschlossen hast; Ggstz von σφάλλω, τοὺς βροτούς Soph. El. 408; aber ἆρ' ἔτ' ἐμψύχου κιχήσεταί μου καὶ κατορϑοῦντος φρένα O. C. 1484 ist = der den Geist richtig hält, lenkt, aufrecht erhält, bei Verstande ist. – Gew. glücklich vollbringen, gut verrichten; εἰ κατώρϑωσε τὴν ὁδὸν ἣν ἐπ' ἐμὲ ἦλϑεν Dem. 24, 7; ἀγῶνα Lys. 18, 13; ὅταν κατορϑῶσι λέγοντες πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Plat. Men. 99 d; oft absolut, Glück haben, recht machen, τουτὶ κατωρϑώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Theaet. 203 b; vgl. Phil. 28 a; Ggstz von πταίειν, Thuc. 6, 12; von ἀτυχεῖν, διαφϑαρῆναι, Isocr. Pan. 48. 69. 97 u. öfter; εἰ κατορϑώσειεν Is. 8, 37; ἐφ' οἷς κατορϑώσαντες εὐφρανϑήσονται Aesch. 1, 191; τὸ κατορϑοῦν, das Glück, Dem. 2, 20 u. Folgende, wie τὸ κατορϑοῦν ἐν πράγμασι Pol. 10, 36, 1; τῇ μάχῃ κατώρϑωσεν, er siegte in der Schlacht, 2, 70, 6, τοῖς ὅλοις 3, 48, 2, öfter. – Pass. richtig, glücklich eingerichtet, ausgeführt werden; οὐ κατώρϑωται τέχνη Eur. Hipp. 680; κατορϑούμενα im Ggstz von σφαλέντα Thuc. 2, 65; γνόντες, ὅτι ἐπιϑυμίᾳ μὲν ἐλάχιστα κατορϑοῦνται, προνοίᾳ δὲ πλεῖστα 6, 13, medial; ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι τούτῳ καλῶς κατορϑουμένῳ Plat. Legg. II, 653 n; ξόανον κατωρϑωμένον, schön gearbeitet, Strab. IX, 396.
-
98 κερατο-ξόος
κερατο-ξόος, = κεραοξόος; Nonn. D. 3, 76 τέχνη.
-
99 κερκιστική
κερκιστική, ἡ, sc. τέχνη, die Weberei, Plat. Polit. 282 b.
-
100 κερκιδο-ποιϊκή
κερκιδο-ποιϊκή, ἡ, sc. τέχνη, die Weberschiffmacherkunst, Arist. polit. 1, 5.
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek