-
21 παιωνίς
-
22 παγ-κρατιαστικός
παγ-κρατιαστικός, ή, όν, den Pankratiasten betreffend; τέχνη, Plat. Euthyd. 272 a; ὁ παγκρ., der sich auf den Kampf im Pankration versteht, nach Arist. rhet. 1, 5 ὁ ϑλίβειν καὶ κατέχειν (αλαιστικός) καὶ ὦσαι τῇ πληγῇ (πυκτικός) δυνάμενος. – Adv., Poll. 3, 150.
-
23 παιδευτικός
παιδευτικός, zum Erziehen, Unterrichten gehörig, geschickt, δύναμις, Plat. Tim. Locr. 103 e; ἡ παιδευτική, sc. τέχνη, die Erziehungskunst, Soph. 231 b; τὸ πολιτικὸν καὶ παιδευτικόν, Plut. Lyc. 4. – Adv., Poll. 4, 42; Philo u. a. Sp.
-
24 παλαιστικός
παλαιστικός, zum Ringen gehörig; ἡ παλαιστικὴ τέχνη, die Ringerkunst, Paus. 1, 19, 3; – ὁ παλαιστικός, der geschickte Ringer, Arist. rhet. 1, 5 u. A.; nach Phryn. 242 die ältere Form für παλαιστρικός.
-
25 πορφυρευτικός
πορφυρευτικός, zum πορφυρεύς gehörig; στέγαι, Eur. I. T. 263; τέχνη, die Kunst, Purpurschnecken zu fangen, Poll. 7, 139.
-
26 πλυντικός
-
27 πλαστικός
πλαστικός, zum Bilden gehörig, geschickt, ἡ πλαστική, sc. τέχνη, die Kunst, aus Thon, Gyps, Wachs u. dgl. zu bilden, formen, Bildnerei, Plat. Legg. III, 679 a u. Sp., wie Luc.
-
28 ποικιλτικός
ποικιλτικός, zum Sticker, zum Sticken gehörig, dazu geschickt; ἡ ποικιλτική, sc. τέχνη, Stickerkunft, Stickerei, Sp., wie D. Hal. C. V. 3 E. – Adv., Poll. 7, 34.
-
29 ποιμαντικός
ποιμαντικός, zum Weiden gehörig, geschickt, ἡ ποιμαντική, sc. τέχνη, die Weidekunft, Kunst od. Geschicklichkeit der Hirten, Sp.
-
30 ποιητικός
ποιητικός, zum Machen, Hervorbringen, Schaffen gehörig, vermögend, geschickt dazu; Plat. Soph. 265 b erkl. ποιητικὴν πᾶσαν ἔφαμεν εἶναι δύναμιν, ἥτις ἂν αἰτία γίγνηται τοῖς μὴ πρότερον οὖσιν ὕστερον γίγνεσϑαι; c. gen., z. B. defin. 411 d, δύναμις ποιητικὴ τῆς ἀνϑρώπου εὐδαιμονίας; so φρενῶν, ὑγιείας, geschickt den Verstand zu bilden, Gesundheit zu bewirken, Arist. top. 6, 10; Ammian. 21 (XI, 156); oft Plut. – Bes. aber zum Dichten oder zur Dichtkunst gehörig, dichterisch, poetisch, oft von Menschen, οὐ γάρ εἰμι ποιητικός, Plat. Rep. III, 393 d, ποιηταὶ ἐγίγνοντο φύσει μὲν ποιητικοί, Legg. III, 700 d; ποιητικοὺς ἅμα καὶ μουσικοὺς ἄνδρας παραλαβόντας, VII, 802 b, u. öfter; Ὅμηρον ποιητικώτατον εἶναι, Rep. X, 607 a; ἡ ποιητική, sc. τέχνη, die Dichtkunst, und übh. jede Kunst, die ein äußerliches, in die Sinne fallendes Produkt hervorbringt ( ἔργον αὐτῶν πεποιημένον ἰδεῖν ἐστιν, D. L. 3, 84, im Ggstz der πρακτικαὶ τέχναι, wie die Staatskunst, von denen er sagt οὐκ ἔστιν ἰδεῖν οὐδὲν ϑεατὸν αὐτῶν πεποιημένον, ἀλλὰ πράττουσί τι); so Gorg. 502 d u. öfter, wie Arist. u. Folgde; ὀνόματα, Plat. Phaedr. 257 a, ὄργανα, Arist. polit. 1. 3; Plut. u. a. Sp. – Adv. ποιητικῶς, Dem. 61, 2, nach Weise der Dichter; ᾐνίξατο ποιητικῶς τὸ δίκαιον, ὃ εἴη, Plat. Rep. I, 332 b; Folgde.
-
31 πολυ-μιταρικὴ
πολυ-μιταρικὴ τέχνη, die Kunst, bunte Zeuge, πολύμιτα, zu weben, VLL.
-
32 πολύ-μητος
πολύ-μητος, f. L. statt πολύκμητος, Byz. anath. 15 (IX, 656), τέχνη.
-
33 πολεμικός
πολεμικός, zum Kriege geschickt, kriegerisch; ἀνήρ, Plat. Rep. VII, 522 e; ϑεός, Crat. 407 d; σκευή, Legg. XII, 947 c; μηχαναί, XI, 922 a; ἀγῶνες, Thuc. 2, 43; τὰ πολεμικά, Kriegsangelegenheiten, Kriegswesen, Thuc. 2, 39. 89; ἀγαϑὸν ἄνδρα τὰ πολεμικά, Plat. Conv. 174 c; Xen. An. 3, 1, 38 u. öfter (aber auch = feindlich, im Ggstz von φιλικά, Xen. Mem. 2, 6, 21); ἐμπει-ρία, Pol. 10, 8, 5 u. sonst; ἡ πολεμική, sc. τέχνη, die Kriegskunst, Plat. Prot. 322 b; vgl. Polit. 305 b; D. L. 3, 100; Xen. An. 2, 6, 1. 6. 7 unterscheidet es von φιλοπόλεμος; er vrbdt auch ἀνέκραγε πολεμικόν, 7, 3, 33, ein Kriegsgeschrei; vgl. Pol. 3, 96, 2, τὸ πολεμικὸν σημαίνειν, classicum canere, u. öfter; bei Ath. XIV, 618 c eine Flötenweise. – Adv., πολεμικῶς ἔχειν πρός τινα, Xen. Cyr. 5, 2, 25 Mem. 2, 6, 18 u. A.
-
34 πολῑτικός
πολῑτικός, den Bürger betreffend, bürgerlich; ξύλλογος, Plat. Gorg. 452 e; οἶκοι, Bürgerhäuser, Isocr. 2, 21; στράτευμα, aus Bürgern bestehend, im Ggstz von συμμάχων, Xen. Hell. 4, 4, 19 u. oft, wie οἱ πολιτικοὶ ἱππεῖς, Pol. 1, 9, 4; bes. im Ggstz von ξένοι, ξενικόν (so auch μάγειρος πολιτικός im Ggstz des ἐκτόπιος, Ath. XIV, 659 a, u. nach B. A. 99 stehen den ἄγρια ϑηρία die πολιτικά, Hausthiere, entgegen). – Bes. aber = zur Staatsverwaltung geschickt, ὁ πολιτικός, der Staatsmann, Plat. defin. 415 c πολιτικὸς ἐπιστήμων πόλεως κατασκευῆς; so ἐπιϑυμεῖς πολιτικὸς εἶναι, Gorg. 513 b; Euthyd. 305 c u. öfter; vgl. Xen. Cyr. 2, 2, 14; πολιτικὴ ἐπιστήμη, die Kunst der Staatsverwaltung, Plat. Polit. 303 e; τέχνη, Gorg. 521 d; auch πολιτικὸς βίος, Rep. VII, 521 b; πολιτικαὶ πράξεις, Hipp. mai. 281 c, u. sonst; auch πράττειν τὰ πολιτικά, Staatsgeschäfte treiben, Gorg. 521 d Apol. 31 d; im Ggstz von τὰ οἰκεῖα, Thuc. 2, 40; τὸ πολιτικόν, die Gesammtheit der Bürger, die Bürgerschaft, Her. 7, 103; – πολιτικὴ χώρα, ager publicus, Pol. 6, 45, 3. – Ueberh. in Beziehung auf das Leben im Staate, öffentlich, λόγος u. dgl.; dem Staate nützlich, πολιτικώτατον κτῆμα, Xen. Cyr. 1, 5, 12; auch den Bürgern angenehm, bürgerfreundlich, Pol. 24, 5, 7 u. öfter; u. so im adv., πολιτικῶς μεμψιμοιρεῖν, mild, freundlich, 18, 31, 7; vgl. noch οὐκ ἴσως οὐδὲ πολιτικῶς ἔνιοι πολιτεύονται, Dem. 10, 74; πολιτικῶς βιῶναι, Isocr. 4, 151. – Von der Sprache und dem Ausdrucke, wie sie im bürgerlichen Leben oder in öffentlichen Verhandlungen gelten, vgl. Schaef, zu D. Hal. de C. V. p. 6, 7.
-
35 πῑλητικός
πῑλητικός, zum Krämpen, Filzen gehörig, dazu dienlich, ἡ πιλητική, sc. τέχνη, die Kunst des Filzers; Plat. Polit. 280 c; Arist. probl. 14, 8 u. Sp.
-
36 στρατηγικός
στρατηγικός, dem Feldherrn oder zum Feldherrn gehörend, ihm geziemend, bes. geschickt zum Feldherrn, in der Feldherrnkunst erfahren; Plat. Ion 540 d Gorg. 455 c; Xen. Cyr. 8, 4, 7; ἔργα, die Werke, Pflichten des Feldherrn, 1, 6, 12; Oec. 20, 6; ἡ στρατηγική, sc. τέχνη, die Feldherrnkunst, Plat. Polit. 304 e Soph. 227 h u. oft; δύναμις, Pol. 1, 84, 6; πρόνοια, 3, 105, 9; dah. auch = listig, εὖ γ' ἀνεῦρες αὐτὸ καὶ στρατηγικῶς, Ar. Av. 362; στρατηγικῶς ἕκαστα συλλογισάμενος, Pol. 11, 16, 5; πολιτικώτερον ἢ στρατηγικώτερον ὑπὲρ τῶν παρόντων ἐβουλεύσατο, 4, 19, 5.
-
37 συν-νομικός
συν-νομικός, ή, όν, zum Mitweiden gehörig; ἡ συννομική, sc. τέχνη, die Kunst zusammenweiden zu lassen, was sich zusammenschickt, Plat. Polit. 268 c, nach der vulg. S. συννομή.
-
38 σφενδονητικός
σφενδονητικός, zum Schleuderer, zum Schleudern gehörig, geschickt, Sp.; ἡ σφενδονητική, sc. τέχνη, die Kunst zu schleudern, Plat. Lach. 193 b.
-
39 σφαιριστικός
σφαιριστικός, zum Ballspielen gehörig, darin geübt, ὁ σφαιριστικός, ein geschickter Ballspieler; ἡ σφαιριστική, sc. τέχνη, die Kunst, Ball zu spielen, Geschicklichkeit im Ballspiele, Ath. I, 15 b.
-
40 σφάλλω
σφάλλω, aor. σφήλας Thuc. 5, 16, perf. ἐσφαλκέναι Pol. 8, 11, – fällen, zum Fallen bringen, zu Boden werfen, οὔτ' Ὀδυσεὺς δύνατο σφῆλαι οὔδει τε πελάσσαι, Il. 23, 719; bes. fällen = erlegen, tödten; οὐδ' ἄρα μιν σφῆλεν βέλος, Od. 17, 464; ὃς Ἕκτορ' ἔσφαλε, Pind. Ol. 2, 81; βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ, P. 8, 15, vgl. I. 3, 53; Ggstz κατορϑόω, Soph. El. 408; δειναὶ τύχαι σφάλλουσι δόμους, Eur. Med. 198; sp. D., σφάλλομαι ἀκρήτῳ μεμεϑυσμένος, M. Arg. 17 (XI, 26); τὸν ἀναβάτην, vom Pferde gesagt, Xen. de re equ. 3, 9; – übh. in Schaden, Unglück bringen, pass. in Schaden, Unglück kommen, Unglück haben, εἰ σφαλήσεται, Soph. Trach. 716; ταρβεῖν τὸν εὖ πράσσοντα μὴ σφαλῇ ποτε, 296; auch τινός, zum Unglück beraubt werden, ἀνδρὸς τοῦδέ γ' εἰ σφαλήσεται Ἑλλάς, 1103; ähnlich γάμου ἐσφάλης, Eur. Or. 1078, vgl. Med. 1010; εἰ τοῦδε σφάλλοιντο, Thuc. 5, 110; eine Niederlage erleiden, Her. 7, 168; auch zweifelhaft, ungewiß, verlegen machen, 7, 142, neben συγχέω; ὑπὸ νόσων ἢ ὑπὸ ἐρώτων ἐσφαλμένον, beschädigt, Plat. Rep. III, 396 d, vgl. Legg. VI, 769 c; εἰ σφαλείημέν τι, Thuc. 6, 11, u. öfter; Sp., τῶν κατὰ πόλεμον κινδύνων τοὺς πλείους καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ ϑάλατταν σφάλλουσιν αἱ τῶν τόπων διαφοραί Pol. 5, 21, 6, σφῆλαι καὶ ἡττῆσαι τοὺς Ἕλληνας 40, 5, 9, τοῖς ὅλοις σφαλῆναι 1, 43, 8, u. sonst; – in Irrthum bringen, verleiten, täuschen, Soph. Ai. 447; Μοίρας δολίῳ σφήλαντι τέχνῃ, Eur. Alc. 35; pass. sich täuschen, irren, fehlen, ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων, Aesch. Eum. 682; ἐν τοῖς δικασταῖς κοὐκ ἐμοὶ τόδ' ἐσφάλη, Soph. Ai. 1115; καὶ μάντις ἂν ἄριστος ἐσφάλλου πάλαι; El. 1473; τῷ νέῳ ἐσφαλμένοι, Eur. Herc. Fur. 75; ἔν τινι, Her. 7, 50, 1; τὸ ὑπερπίνειν καὶ σώματα καὶ γνώμας σφάλλειν, Xen. Cyr. 8, 8, 10; μὴ πολλάκις ἐν τῇ σκέψει σφήλῃ ἐξαπατή-σας, Plat. Prot. 361 d; εἴ τι ἐν τοῖς λόγοις σφαλλόμεϑα, Gorg. 461 d; ὅσα διανοίᾳ σφαλλόμεϑα, Soph. 229 c; u. c. gen., οὐκ ἔσφαλται τῆς ἀληϑείας, Crat. 436 c; Rep. V, 251 a u. Sp.; σφαλοῦνται Xen. Conv. 2, 26 ist passiv.; ein aor. II. med. ist nirgends sicher nachzuweisen.
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek