-
1 κτητικός
κτητικός, geschickt zu erwerben; τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων Isocr. 12, 242; vgl. Strab. XVI, 783; ἡ κτητικὴ τέχνη, Erwerbungskunst, Plat. Soph. 219 c; Arist. Pol. 1, 4; – den Besitz betreffend, ihn bezeichnend; ἀντωνυμίαι, pronomina possessiva, Gramm.; Adjectiva, κτητικά (ἐπίϑετα), die auf κός, z. B. Κορινϑιακός, Steph. Byz. und A. – Auch adv., Sp.
-
2 ἀντ-απο-δοτικός
ἀντ-απο-δοτικός, vergeltend, Sp. – Bei Gramm. einen Gegensatz anzeigend, αντωνυμίαι ἀνταποδοτικαί, Pronomina correlativa, wie τοιοῦτος.
-
3 ἀντ-ανα-κλαστικός
ἀντ-ανα-κλαστικός, sich zurückbeziehend, ἀντωνυμίαι, pron. reciproca, Gramm.
-
4 κτητικός
κτητικός, geschickt zu erwerben; ἡ κτητικὴ τέχνη, Erwerbungskunst; den Besitz betreffend, ihn bezeichnend; ἀντωνυμίαι, pronomina possessiva, Gramm.
См. также в других словарях:
ἀντωνυμίαι — ἀντωνυμίᾱͅ , ἀντωνυμία pronoun fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
πρωτότυπος — η, ο / πρωτότυπος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελεί τον πρώτο, τον αρχικό τύπο άλλων πραγμάτων, αρχέτυπο 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτότυπο το πρώτο που έγινε, το αρχέτυπο από το οποίο παράγονται όλα τα άλλα νεοελλ. 1. αυτός που δεν αποτελεί απομίμηση… … Dictionary of Greek
σύναρθρος — ον, Α 1. συνδεδεμένος, συναρμοσμένος με άλλον 2. γραμμ. αυτός που εκφέρεται με το άρθρο («σύναρθροι ἀντωνυμίαι», Διον. Θρ.) 3. φρ. «σύναρθρος ἀντωνυμία» η κτητική αντωνυμία (Απολλ. Δύσκ.). επίρρ... συνάρθρως Μ σε συνεκφορά συνήθως με το οριστικό… … Dictionary of Greek