-
21 περί
περί, Thess., Delph. περ IG9(2).517.17 (iii B.C.), al., Schwyzer 323 A4 (v/iv B.C.), also [dialect] Aeol., v. infr. A. V ; Elean παρ ib.413.4: Prep. with gen., dat., and acc.:—A round about, all round (prop. different from ἀμφί, on both sides). (Cogn. with Skt. pári 'round about'.)A WITH GENITIVE,I of Place, sts. in Poets, round about, around,τετάνυστο π. σπείους ἡμερίς Od.5.68
;τείχη π. Δαρδανίας E. Tr. 818
(lyr., s.v.l.);εἴλυμα π. χροός A.R.2.1129
: rarely, like ἀμφί, on both sides, v. περιβαίνω 1 fin.II to denote the object about or for which one does something:1 with Verbs of fighting or contending, π. τινός for an object—from the notion of the thing's lying in the middle to be fought about, π. τῶνδε for these prizes, Il.23.659 ;π. πτόλιος.. μαχήσεται 18.265
; π. Πατρόκλοιο θανόντος ib. 195, cf. 17.120;π. σεῖο 3.137
;π. νηὸς ἔχον πόνον 15.416
; ἀμύνεσθαι π. πάτρης, π. νηῶν, π. τέκνων, 12.243, 142, 170, etc.; δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον, ὥς τε π. ψυχῆς since it was for my life, Od.9.423 ;π. ψυχῆς θέον Ἕκτορος Il.22.161
;π. ψυχέων ἐμάχοντο Od.22.245
; in Prose, τρέχειν π. ἑωυτοῦ, π. τῆς ψυχῆς, Hdt.7.57,9.37;ἀγῶνας δραμέονται π. σφέων αὐτῶν Id.8.102
;νεναυμάχηκε τὴν π. τῶν κρεῶν Ar. Ra. 191
; <τὸν> π. τοῦ παντὸς δρόμον θέοντες Hdt.8.74
; κινδυνεύειν π. τινός ibid., etc.;οὐ π. τῶν ἴσων ὁ κίνδυνός ἐστι X.HG7.1.7
; and without a Verb,π. γῆς ὅρων διαφοραί Th.1.122
;π. πάντων ἀγαθῶν ὁ ἀγών X.Cyr. 3.3.44
, cf. S.Aj. 936(lyr.), etc.;μάχη π. τινός Pl.Tht. 179d
;ἐπειγόμενοι π. νίκης Il.23.437
, cf. 639, Hdt.8.26 ;πεῖραν θανάτου π. καὶ ζωᾶς ἀναβάλλεσθαι Pi.N.9.29
;π. θανάτου φεύγειν Antipho 5.95
; but ἐρίσσαι π. μύθων contend about speaking, i. e. who can speak best, Il.15.284 ;καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον π. τόξων Od.8.225
, cf. 24.515.2 with words which denote care or anxiety, about, on account of,π. Τρώων.. μερμηρίζειν Il.20.17
;ἄχος π. τινός Od.21.249
;φόνου π. βουλεύειν 16.234
;φροντίζειν π. τινός Hdt.8.36
, etc.;κήδεσθαι π. τ. S.Ph. 621
;δεδιέναι π. τ. Pl.Prt. 320a
, etc.;ἀπολογεῖσθαι π. τ. X.Cyr.2.2.13
; κρίνειν, διαγιγνώσκειν π. τ., Pi.N.5.40, Antipho 5.96; π. τ. ψηφίζεσθαι, διαψηφίζεσθαι, ψῆφον φέρειν, IG12.57.42, X.HG2.3.50, Lycurg.11 ;βουλεύεσθαι π. τῆς κοινῆς σωτηρίας Isoc.5.69
;π. Μεθωναίων IG12.57.49
; διανοεῖσθαι, σκοπεῖν π. τινός, Pl.Phdr. 270d, Phd. 65e;μαντεύεσθαι π. τ. Hdt.8.36
, cf. S.Tr.77 ; π. πότου γοῦν ἐστί σοι; so with you it is a question of drink? Ar.Eq.87, cf. Plu.2.43b.3 with Verbs of hearing, knowing, speaking, etc., about, concerning,π. νόστου ἄκουσα Od.19.270
;οἶδα γὰρ εὖ π. κείνου 17.563
;π. πομπῆς μνησόμεθα 7.191
;π. πατρὸς ἐρέσθαι 1.135
, 3.77 ; π. τινὸς ἐρέειν, λέγειν, λόγον ποιήσασθαι, etc., Hdt. 1.5, S.OT 707, X.Cyr.1.6.13, etc.;λέγειν καὶ ἀκούειν π. ἑκάστου Th.4.22
, etc.;λόγος π. τινός Pl.Prt. 347b
, etc.;ἡ π. τινὸς φήμη Aeschin.1.48
; π. τινὸς ἀγγεῖλαι, κηρῦξαι, S.El. 1111, Ant. 193 ; π. τινὸς διελθεῖν, διεξελθεῖν, διηγεῖσθαι, Isoc.9.2, Pl.Plt. 274b, Euthphr.6c, etc.;παίζειν π. τινός X.Mem.1.3.8
;ἐμπειροτέρως ἔχειν π. τινός Aeschin.1.82
;νόμον γράψαι π. τινός X.HG2.3.52
, etc.;νόμῳ χρῆσθαι π. τινός S.Ant. 214
.4 of impulse or motive rather than object, ἐμαρνάσθην ἔριδος πέρι fought for very enmity, Il.7.301, cf. 16.476, 20.253.5 about, in regard to,μεμηνυμένος π. τινός Th.6.53
;οὕτως ἔσχε π. τοῦ πρήγματος τούτου Hdt.1.117
;τὰ π. τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα Th.2.6
;τὸ π. τούτου γεγονός Plb.1.54.5
: in Prose freq. without a Verb,ἡ π. τῶν Μαντινικῶν πρᾶξις Th.6.88
; τὰ π. τινός the circumstances of.., ib.32, 8.14,26, etc. (cf. infr. C. 1.5); οὕτω δὴ καὶ π. τῶν ἀρετῶν (sc. ἔχει) Pl.Men. 72c, cf. R. 534b, 551c, etc.; π. τοῦ καταλειφθῆναι τὸν σῖτον as for reserving the corn, PMich.Zen.28.5 (iii B.C.): without the Art., ἀριθμοῦ πέρι as to number, Hdt.7.102; χρηστηρίων δὲ πέρι .. Id.2.54.III before, above, beyond, of superiority, chiefly in [dialect] Ep.,π. πάντων ἔμμεναι ἄλλων Il.1.287
;π. δ' ἄλλων φασὶ γενέσθαι 4.375
;τετιμῆσθαι π. πάντων 9.38
;ὃν π. πάσης τῖεν ὁμηλικίης 5.325
;ὃν.. π. πάντων φίλατο παίδων 20.304
;π. πάντων ἴδριες ἀνδρῶν Od.7.108
;κρατερὸς π. πάντων Il.21.566
, cf. 1.417, Od.11.216: in this sense freq. divided from its gen., π. φρένας ἔμμεναι ἄλλων in understanding to be beyond them, Il.17.171, cf. 1.258, Od.1.66 ;π. μὲν εἶδος, π. δ' ἔργα τέτυκτο τῶν ἄλλων Δαναῶν Il.17.279
;π. μὲν κρατέεις, π. δ' αἴσυλα ῥέζεις ἀνδρῶν 21.214
;π. δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φέρτατός ἐσσι 7.289
, cf. Pi.O.6.50, Theoc. 25.119.—In this sense π. is sts. adverbial, and the gen. is absent, v. infr. E. II.IV in Hdt. and [dialect] Att. Prose, to denote value, ἡμῖν π. πολλοῦ ἐστι it is of much consequence, worth much, to us, Hdt.1. 120, cf. Antipho 6.3 ; π. πολλοῦ ποιεῖσθαί τινας to reckon them for, i.e. worth, much, Hdt.1.73, X.Mem.2.3.10, etc.; π. πλείονος, π. πλείστου ποιεῖσθαι, Id.An.7.7.44, Cyr.7.5.60 ;π. πλείστου ἡγεῖσθαι Th.2.89
;π. παντὸς ποιεῖσθαι X.Cyr.1.4.1
; π. ἐλάττονος ἡγούμενοι, π. οὐδενὸς ἡγήσασθαι, Lys.2.71,31.31.V [dialect] Aeol. περί and περ = ὑπέρ, στροῦθοι περὶ γᾶς.. δίννεντες πτέρα Sapph.1.10; περ κεφάλας prob. in Alc.93, cf. 18 ;περρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι Theoc.29.25
; also Hellenistic, ὃ διέγραψε Προῖτος περί μου paid on my behalf, PCair. Zen.790.23 (iii B. C.), cf. UPZ57.12 (ii B. C.).B WITH DATIVE (in [dialect] Att. Prose mostly in signf. 11, esp. in Th.),I of Place, round about, around, of close-fitting dresses, armour, etc.,ἔνδυνε π. στήθεσσι χιτῶνα Il.10.21
;χιτῶνα π. χροῒ δῦνεν Od.15.60
;δύσετο τεύχεα καλὰ π. χροΐ Il.13.241
;ἕσσαντο π. χροῒ χαλκόν Od.24.467
;κνημῖδας.. π. κνήμῃσιν ἔθηκε Il.11.17
;βεβλήκει τελαμῶνα π. στήθεσσι 12.401
: in Prose,π. τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας Hdt.7.61
;θώρακα π. τοῖς στέρνοις ἔχειν X.Cyr.1.2.13
; οἱ στρεπτοὶ οἱ π. τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια π. ταῖς χερσί ib.1.3.2. ;π. τῇ χειρὶ δακτύλιον ὄντα Pl.R. 359e
, etc.;χαλκὸς ἔλαμπε π. στήθεσσι Il.13.245
;χιτῶνα π. στήθεσσι δαΐξαι 2.416
;πήληξ.. κονάβησε π. κροτάφοισι 15.648
; in other relations, π. δ' ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται will grow weary by grasping the spear, 2.389 ;δράκων ἑλισσόμενος π. χειῇ 22.95
;κνίση ἑλισσομένη π. καπνῷ 1.317
;π. σταχύεσσιν ἐέρση 23.598
;μάρναντο π. Σκαιῇσι πύλῃσιν 18.453
: rarely in Trag.,π. βρέτει πλεχθείς A.Eu. 259
(lyr.);κεῖται νεκρὸς π. νεκρῷ S.Ant. 1240
.2 in Poets, also, around a weapon, i. e. spitted upon it, transfixed by it,π. δουρὶ πεπαρμένη Il.21.577
;ἐρεικόμενος π. δουρί 13.441
;κυλινδόμενος π. χαλκῷ 8.86
;π. δουρὶ ἤσπαιρε 13.570
;πεπτῶτα π. ξίφει S.Aj. 828
;αἷμα ἐρωήσει π. δουρί Il.1.303
.3 of a warrior standing over a dead comrade so as to defend him,ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖν', ὥς τις π. πόρτακι μήτηρ 17.4
; ἑστήκει, ὥς τίς τε λέων π. οἷσι τέκεσσι ib. 133 ; Αἴας π. Πατρόκλῳ.. βεβήκει ib. 137, cf. 355 ;π. σκύμνοισι βεβηκώς Ar.Eq. 1039
.II of an object for or about which one struggles (cf. supr. A. 11.1),π. οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι Od.17.471
;μαχήσασθαι π. δαιτί 2.245
;π. παιδὶ μάχης πόνος Il.16.568
;ἄνδρα π. ᾗ πατρίδι μαρνάμενον Tyrt.10.2
;π. τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν Pl.Prt. 314a
;π. τῇ Σικελίᾳ ἔσται ὁ ἀγών Th.6.34
codd.;κινδυνεύειν π. αὑτῷ Antipho 5.6
.2 with Verbs denoting care, anxiety, or the opposite (cf. supr. A. 11.2),π. γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι Il.5.566
;ἔδεισεν δὲ π. ξανθῷ Μενελάῳ 10.240
, cf. 11.557;δεδιότες π. τῷ χωρίῳ Th.1.60
, cf. 74, 119, Ar.Eq.27;θαρρεῖν π. τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ Pl.Phd. 114d
, cf. Tht. 148c;π. πλέγματι γαθεῖ Theoc.1.54
.3 generally, of the cause or occasion, on account of, by reason of, ἀτύζεσθαι π. καπνῷ, v.l. for ὑπὸ καπνοῦ in Il.8.183;μὴ π. Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς Hdt.9.101
;π. σφίσιν αὐτοῖς πταῖσαι Th.6.33
;π. αὑτῷ σφαλῆναι Id.1.69
: in Poets, π. δείματι for fear, Pi.P.5.58 ; π. τιμᾷ in honour or praise, ib.2.59; π. τάρβει, π. φόβῳ, A.Pers. 696 (lyr.), Ch.35(lyr.);π. χάρματι h.Cer. 429
:—but π. θυμῷ is f.l. in Hdt.3.50.C WITH ACCUSATIVE,I of Place, prop. of the object round about which motion takes place, π. βόθρον ἐφοίτων came flocking round the pit, Od.11.42 ;π. νεκρὸν ἤλασαν ἵππους Il.23.13
;π. τέρματα ἵπποι τρωχῶσι 22.162
; ἄστυ πέρι.. διώκειν ib. 173, 230 ;ἐρύσας π. σῆμα 24.16
, cf. 51, etc.;π. φρένας ἤλυθ' ἰωή 10.139
;π. φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362
: also of extension round, ἑστάμεναι π. τοῖχον, π. βωμόν, Il.18.374, Od.13.187, etc.;λέξασθαι π. ἄστυ Il.8.519
;μάρνασθαι π. ἄ. 6.256
, etc.;φυλάσσοντας π. μῆλα 12.303
; οἳ π. Πηνειὸν.. ναίεσκον, π. Δωδώνην.. οἰκί' ἔθεντο, 2.757, 750;σειρήν κεν π. ῥίον Οὐλύμποιο δησαίμην 8.25
, cf. Od.18.67: in Prose,ἰκριῶσαι π. τὼ ἀγάλματε IG12.371.22
;φυλακὰς δεῖ π. τὸ στρατόπεδον εἶναι X.An. 5.1.9
; π. τὴν κρήνην εὕδειν somewhere near it, Pl.Phdr. 259a, cf. X.Cyr. 1.2.9;εἶναι π. τὸν λαγώ Id.Cyn.4.4
; π. λίθον πεσών upon it, Ar.Ach. 1180; π. αὑτὰ καταρρεῖν collapse upon themselves, D.2.10;ταραχθεῖσαι [αἱ νῆες] π. ἀλλήλας Th.7.23
; πλεῦνες π. ἕνα many to one, Hdt.7.103 ; π. τὸν ἄρξαντα.. τὸ ἀδίκημά ἐστι is imputable to him who.., Antipho 4.4.2 : freq. with a Subst. only, ἡ π. Λέσβον ναυμαχία the sea-fight off Lesbos, X.HG2.3.32 ;οἱ π. τὴν Ἔφεσον Pl.Tht. 179e
;στρατηγοὶ π. Πελοπόννησον IG12.324.18
: strengthd.,π. τ' ἀμφί τε τάφρον Il.17.760
;π. τ' ἀμφί τε κύματα Hes.Th. 848
; cf. ἀμφί c. 1.2.2 of persons who are about one,ἔχειν τινὰ π. αὑτόν X.HG5.3.22
; esp. οἱ π. τινά a person's attendants, connexions, associates, or colleagues,οἱ π. τὸν Πείσανδρον πρέσβεις Th.8.63
; οἱ π. Ἡράκλειτον his school, Pl.Cra. 440c, cf. X.An.1.5.8, etc.; οἱ π. Ἀρχίαν πολέμαρχοι Archias and his colleagues, Id.HG5.4.2, cf. An.2.4.2, etc.; οἱ π. τινά so-and-so and his family, PGrenf.1.21.16 (ii B.C.), etc.; later οἱ π. τινά, periphr. for the person himself, οἱ π. Φαβρίκιον Fabricius, Plu.Pyrrh.20, cf. Tim.13, IGRom.3.883.14 (Tarsus, ii/iii A.D.); cf. ἀμφί C. 1.3.3 of the object about which one is occupied or concerned, π. δόρπα πονεῖσθαι, π. δεῖπνον πένεσθαι, Il.24.444, Od.4.624 (but π. τεύχε' ἕπουσι, tmesis for περιέπουσι, Il.15.555); later mostly εἶναι π. τι, Th.7.31, X.HG2.2.4;γενέσθαι Isoc.3.12
; π. γυναῖκας γενέσθαι Vett. Val.17.20;ὄντων ἡμῶν π. ταύτην τὴν πραγματείαν D.48.6
;διατρῖψαι π. τὴν θήραν X.Cyr.1.2.11
, etc.: less freq.ἔχειν π. τινάς Id.HG7.4.28
, Gal.15.442; in periphr. phrases, οἱ π. τὴν ποίησιν καὶ τοὺς λόγους ὄντες poets and orators, Isoc.12.35 ;οἱ π. τὴν φιλοσοφίαν ὄντες Id.9.8
; οἱ π. τὴν μουσικήν ib.4 ; οἱ π. τὰς τελετάς ministers of the mysteries, Pl.Phd. 69c ; ὁ π. τὸν ἵππον the groom, X. Eq.6.3; cf. ἀμφί C. 1.6.4 round or about a place, and so in,π. νῆσον ἀλώμενοι Od.4.368
, cf. 90;ἐμέμηκον π. σηκούς 9.439
; ἃν π. ψυχὰν γάθησεν in his heart, Pi.P.4.122 ;χρονίζειν π. Αἴγυπτον Hdt.3.61
, cf. 7.131;εὕροι ἄν τις [βασιλείας] π. τοὺς βαρβάρους Pl.R. 544d
, etc.; οἱπ. Φωκίδα τόποι Plb.5.24.12
, etc.5 about, in the case of, τὰ π. τὴν Αἴγυπτον γεγονότα, τὰ π. Μίλητον γενόμενα, Hdt.3.13, 6.26 ;εὐσεβεῖν π. θεούς Pl.Smp. 193a
;ἀσεβεῖν π. ξένους X.Cyr.5.2.10
;ἁμαρτάνειν π. τινάς Id.An.3.2.20
;ἀνήρ ἐστιν ἀγαθὸς π. τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.59.10
;ἄνδρ' ἀγαθὸν ὄντα Μαραθῶνι π. τὴν πόλιν Ar.Ach. 696
;τοιαύτην γνώμην ἔχειν π. τὸν πατέρα Lys.10.21
;οὐδεμία συμφορὴ.. ἔσται.. π. οἶκον τὸν σόν Hdt.8.102
; ποιέειν or πράττειν τι π. τινά, Id.1.158, Pl.Grg. 507a;τὰ π. Πρηξάσπεα πρηχθέντα Hdt.3.76
;καινοτομεῖν π. τὰ θεῖα Pl. Euthphr.3b
;π. θεοὺς μὴ σωφρονεῖν X.Mem.1.1.20
; σπουδάζειν π. τινά promote his cause, Isoc.1.10: without a Verb,αἱ π. τοὺς παῖδας συμφοραί X.Cyr.7.2.20
;ἡ π. αὑτὸν ἐπιμέλεια Isoc.9.2
;ἡ π. ἡμᾶς ἡνιόχησις Pl.Phdr. 246b
: generally, of all relations, about, concerning, in respect of,π. μὲν τοὺς ἰχθύας οὕτως ἔχει Hdt.2.93
, cf. 8.86;πονηρὸν π. τὸ σῶμα Pl.Prt. 313d
;ἀκόλαστος π. ταῦτα Aeschin.1.42
; γελοῖος π. τὰς διατριβάς ib.126 ;ξυνηνέχθη θόρυβος π. τὸν Ἀστύοχον Th.8.84
; as to (cf. A. 11.5),π. τὸ παρὸν πάθος Pl.Tht. 179c
, cf. Phd. 65a : freq. in place of an Adj., ὄργανα ὅσα π. γεωργίαν, i.e. γεωργικά, Id.R. 370d ;οἱ νόμοι οἱ π. τοὺς γάμους Id.Cri. 50d
;αἱ π. τὰ μαθήματα ἡδοναί Id.Phlb. 51e
; also in place of a gen., οἱ π. Αυσίαν λόγοι the speeches of L., Id.Phdr. 279a; ἡ π. Φίλιππον τυραννίς the despotism of P., X.HG5.4.2 ;ἀκρασίας τῆς π. τὸν θυμόν Arist.EN 1149b19
: in Prose, to denote circumstances connected with any person or thing, τὰ π. Κῦρον, τὰ π. Ἑλένην, τὰ π. Βάττον, Hdt.1.95, 2.113, 4.154 ; τὰ π. τὸν Ἄθων the works at Mount Athos, Id.7.37; τὰ π. τὰς ναῦς naval affairs, Th.1.13; τὰ π. τὴν ναυμαχίαν (v.l. for τῆς ναυμαχίας ) the events of.., Id.8.63;τὰ π. τὸν πόλεμον Pl.R. 468a
;τὰ π. τὸ σῶμα Id.Phdr. 246d
;τὰ π. τοὺς θεούς X.Cyr.8.1.23
, etc.; cf. ἀμφί c.1.4.II of Time, π. λύχνων ἁφάς about the time of lamp-lighting, Hdt.7.215; π. μέσας νύκτας about midnight, X.An.1.7.1; π. πλήθουσαν ἀγοράν ib.2.1.7; π. ἡλίου δυσμάς ib.6.5.32 ;π. τούτους τοὺς χρόνους Th.3.89
, etc.2 of round numbers, π. ἑβδομήκοντα about seventy, Id.1.54;π. ἑπτακοσίους X.HG2.4.5
, etc.D Position: π. may follow its Subst., when it suffers anastrophe,ἄστυ πέρι Il.22.173
;ἔριδος πέρι 16.476
: most freq. with gen.,τοῦδε πράγματος πέρι A.Eu. 630
;τῶνδε βουλεύειν πέρι Id.Th. 248
, etc. (S. only once uses it before its gen., Aj. 150 (anap.)): in Prose,σφέων αὐτῶν πέρι Hdt.8.36
;σοφίας πέρι Pl.Phlb. 49a
;δικαίων τε πέρι καὶ ἀδίκων Id.Grg. 455a
, etc.; , cf. Ap. 19c.E περί abs., as ADV., around, about, also, near, by, freq. in Hom.,γέλασσε δὲ πᾶσα π. χθών Il.19.362
, al.: strengthd., round about,h.Cer.
276, cf. Call.Hec.1.1.13.II before or above others (cf. A. 111), exceedingly, only [dialect] Ep., in which case it commonly suffers anastrophe,Τυδεΐδη, πέρι μέν σε τίον Δαναοί Il.8.161
, cf. 9.53; σε χρὴ πέρι μὲν φάσθαι ἔπος ἠδ' ἐπακοῦσαι ib. 100; ;ἅ οἱ πέρι δῶκεν Ἀθήνη Od.2.116
, cf. 7.110; ;πέρι κέρδεα οἶδεν 2.88
; .2 π. does not suffer anastrophe in the [dialect] Ep. phrase π. κῆρι right heartily,π. κῆρι φίλησε Il.13.430
, etc. ( κῆρι φιλεῖν alone, 9.117);ἀπέχθωνται π. κῆρι 4.53
; π. κῆρι τιέσκετο ib.46, cf. Od.5.36, 7.69;π. κῆρι.. ἐχολώθη Il.13.206
; alsoπ. φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή 16.157
;π. φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη Od.14.433
;ἀλύσσοντες π. θυμῷ Il.22.70
, cf. Od.14.146;π. σθένεϊ Il.17.22
.4 περὶ κάτω bottom upwards,δῖνος π. κάτω τετραμμένος Stratt.34
, cf. Phot.;τὴν κόγχην στρέψας π. τὰ κάτω Ael.NA9.34
.F IN COMPOS. all its chief senses recur, esp.I extension in all directions as from a centre, all round, as in περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω.II completion of an orbit and return to the same point, about, as in περιάγω, περιβαίνω, περίειμι ( εἶμι ibo), περιέρχομαι, περιστρέφω.III a going over or beyond, above, before, as in περιβαίνω III, περιβάλλω v, περιγίγνομαι, περιεργάζομαι, περιτοξεύω.IV generally, a strengthening of the simple notion, beyond measure, very, exceedingly, as in περικαλλής, περίκηλος, περιδείδω, like Lat. per-.V the notion of double-ness which belongs to ἀμφί is found in only one poetic compd., περιδέξιος (q.v.).G PROSODY: περί never suffers elision in Il. or Od. (περ' ἰγνύσι h.Merc. 152
); once in Hes., (cf. Q.S.3.601, 11.382), v. ἰάχω fin.;περ' ἰγνύῃσι Theoc.25.242
;περ' Ἠδάλιον Inscr.Cypr. 135.27
H.; also in Pi.,περάπτων P.3.52
;περόδοις N.11.40
; ;περ' αὐτᾶς P.4.265
;ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας O.6.38
: not in Trag. (περεβάλοντο, περεσκήνωσεν are ff. ll. in A.Ag. 1147, Eu. 634); in Com. and codd. of Prose writers only in part. of περίειμι ( εἶμι ibo) (q. v.):—π. stands before a word beginning with a vowel in Com., περὶ Ἀθηνῶν, περὶ ἐμοῦ, Ar.Eq. 1005 sq.:—[dialect] Aeol. περρ metri gr., v. A. 5. -
22 τόξον
τόξον, τό,A bow, Il.4.124, etc.: freq. in pl. τόξα for sg., , al., cf. Pi.P.3.101, S.Ph. 654; sts. in Prose, Heraclit. 51, Hdt.2.106, PEleph.5.8 (iii B. C.); ἐτιταίνετο.. τόξα drew the bow, Il.5.97; alsoτόξον τιταίνει B.9.43
; τόξον ἕλκετ' (v.l. εἷλκεν) Il.11.582;τόξου πῆχυν ἀνέλκειν 13.583
; τόξον τείνειν, ἐντείνειν, A.Ag. 364 (anap.), Fr.83;τ... ἐντανύσαι Od.21.245
, cf. Hdt.2.173;κυκλοτερὲς μέγα τ. ἔτεινε Il.4.124
, cf. E.Ba. 1066; τόξου ῥῦμα (i.e. the Persians, the bow being an oriental weapon), opp. λόγχης ἰσχύς (i.e. the Greeks), A.Pers. 147 (anap.).3 bowmanship, archery,τόξων ἐῢ εἰδώς Il.2.718
, al.;τόξοισιν πίσυνος 5.205
, cf. 13.716;ἡ τέχνη τῶν τ. Hdt.1.73
;πρὸς τόξου κρίσιν S.Tr. 266
; τόξῳ (sc. νικῶν) SIG1061.10 (Samos, ii B. C.).II in pl. also, bow and arrows,τόξα πεπτεῶτ' ἄλλυδις ἄλλα Il.21.502
, cf. Hdt.3.78, S.Ph.68, al.; sts. in pl. for the arrows only, ib. 652, Pl.Lg. 815a.III metaph., τόξα ἡλίου its rays, E.HF 1090; ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες, of the effects of wine, Pi.Fr. 218;τόξον μερίμνης Trag.Adesp.354
; κότταβος.. ὃν σκοπὸν ἐς λατάγων τόξα καθιστάμεθα for shooting of liquor from the cup, Critias 2.2.2 arch, AP9.694.3 curved support, cradle used in amputations, Archig. ap. Orib.47.13.6; part of a carriage or cart, PPetr.2p.133, 3p.144 (iii B. C.). -
23 φειδωλός
A sparing, thrifty, and as Subst., niggard, miser, Ar. Pl. 237, Eup.154, Democr.228, Pl.R. 554a, al.;φ. γαστήρ Ar.Nu.
l.c.; φ. γλῶσσα a niggard tongue, i.e. sparing of words, Hes. Op. 720: c. gen.,φ. χρημάτων Pl.R. 548b
;τόξων Anon.Trop.p.209
S. (cf.φειδωλία 11
);φ. περί τινα Eus.Mynd.6
;τὸ φ. αὐτοῦ τῆς ψυχῆς Pl.R. 560c
;τὸ φ. ἐν δαπάναις Plu.Galb.3
; θνητά τε καὶ φ. οἰκονομοῦσα pursuing earthly and niggardly practices, Pl.Phdr. 256e;φ. μέτρῳ Alciphr.3.57
(nisi leg. Φειδωνίῳ, cf. sq. 11). Adv.,τεθραμμένος.. ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς Id.R.559d
.II merciful, PMag.Leid.V.9.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φειδωλός
-
24 ψάλλω
A , 1 Ep.Cor.14.15: [tense] aor. , etc., and in LXXἔψᾱλα Ps.9.12
, al.:—pluck, pull, twitch, ψ. ἔθειραν pluck the hair, A.Pers. 1062: esp. of the bow-string, τόξων χερὶ ψάλλουσι νευράς twang them, E.Ba. 784;κενὸν κρότον Lyc.1453
; ἐκ κέραος ψ. βέλος send a shaft twanging from the bow, APl.4.211 (Stat. Flacc.); so μιλτοχαρὴς σχοῖνος ψαλλομένη a carpenter's red line, which is twitched and then suddenly let go, so as to leave a mark, AP6.103 (Phil.): metaph.,γυναῖκας ἐξ ἀνδρῶν ψόγος ψάλλει, κενὸν τόξευμα E.Fr. 499
.II mostly of the strings of musical instruments, play a stringed instrument with the fingers, and not with the plectron, l. c., et ibi Sch.;ἐάν τις ψήλας τὴν νήτην ἐπιλάβῃ Arist.Pr. 919b15
; ; opp. κιθαρίζω, Hdt.1.155, SIG578.18 (Teos, ii B. C.); πρὶν μέν σ' ἑπτάτονον ψάλλον (sc. τὴν λύραν) Ion Eleg.3.3: abs., Hdt. l. c., Ar.Eq. 522, Hippias (?) in PHib.1.13.24; ;ψάλλειν [οὐκ ἔνι] ἄνευ λύρας Luc.Par.17
:—Prov., ῥᾷον ἤ τις ἂν χορδὴν ψήλειε 'as easy as falling off a log', Aristid.Or.26(14).31.2 later, sing to a harp, LXX Ps.7.18, 9.12, al.;τῇ καρδίᾳ Ep.Eph.5.19
; τῷ πνεύματι 1 Ep.Cor. l. c.3 [voice] Pass., of the instrument, to be struck or played,ψαλλομένη χορδή Arist.Pr. 919b2
; also of persons, to be played to on the harp, Macho ap.Ath.8.348f. -
25 ψαλμός
ψαλ-μός, ὁ,A twitching or twanging with the fingers,ψαλμοὶ τόξων E. Ion 173
(lyr.);τοξήρει ψαλμῷ [τοξεύσας] Id.HF 1064
(lyr.).II mostly of musical strings,πηκτίδων ψαλμοῖς κρέκον ὕμνον Telest.5
, cf. Diog.Trag.1.9, Aret.CA1.1.2 the sound of the cithara or harp, Pi.Fr. 125, cf. Phryn.Trag.11;ψαλμὸς δ' ἀλαλάζει A.Fr.57.7
(anap.); there were contests in τὸ ψάλλειν, Michel898.10(Chios, ii B. C.), 913.6(Teos, ii B. C.).3 later, song sung to the harp, psalm, LXX 2 Ki.23.1, al., Ep.Eph.5.19;βίβλος ψαλμῶν Ev.Luc.20.42
. -
26 ἀϊκή
-
27 ἀμφίς
A = ἀμφί, but mostly as Adv.:1 on both sides, ἀ. ἀρωγοί helpers on either hand, to either party, Il.18.502, cf. 519; ἁμαρτῇ δούρασιν ἀ. βάλεν threw with spears from both hands at once, 21.162; σεῖον ζυγὸν ἀ. ἔχοντες having it on both sides, Od.3.486.2 generally, round about,ἀ. ἐόντες Il.24.488
; ἀ. ἰδών having looked about, Hes.Op. 701 (cf. infr. B. 1); δεσμοὶ.. ἀ. ἔχοιεν may bonds encompass, Od.8.340;σιδηρέῳ ἄξονι ἀ.
at each end,Il.
5.723; and so (rather than between) 3.115, 7.342; μολπὴ ἀ. ἔχει δώματα fills the house, Xenoph. 1.12.II apart, asunder,γαῖαν καὶ οὐρανὸν ἀ. ἔχειν Od.1.54
; ἀ. ἐέργειν to keep apart, Il.13.706; ἀ. ἀγῆναι snap in twain, 11.559;τόξων ἀϊκὰς ἀ. μένον 15.709
; ἀ. φράζεσθαι think separately, each for himself, i.e. to be divided, 2.13;ἀ. φρονέοντε 13.345
; ἀ. ἕκαστα εἴρεσθαι to ask each by itself, i.e. one after another, Od.19.46 codd.; ἀ. ἔμμεναι to be absent, Orac. ap. Hdt.1.85.B less freq as Prep., like ἀμφί:I c.gen. (which it may either precede or follow), around, ἅρματος ἀ. ἰδεῖν look all round his chariot, Il.2.384.b concerning,ἀ. ἀληθείης Parm.8.51
;ἀέθλοις.. ἐσθᾶτος ἀ. Pi.P.4.253
.2 apart from, far from,ἀ. ἐκείνων εἶναι Od.14.352
;Διὸς ἀ. ἥσθην Il.8.444
;ἀ. φυλόπιδος Od.16.267
; ἀ. ὁδοῦ aside from, out of road, Il.23.393; πάτρας ἀ. far from her fatherland, E. Hyps.Fr.3 iii 30.II c. acc., about, around, always after its case,Κρόνον ἀ. Il.14.274
;Ποσιδήϊον ἀ. Od.6.266
, cf. 9.399. -
28 ἐκ
ἐκ, before a vowel [full] ἐξ, alsoAἐξ τῳ ϝοίκῳ Inscr.Cypr. 135.5
H., in [dialect] Att. Inscrr. before ς ξ ζ ρ and less freq. λ ; ἐγ- in Inscrr. before β γ δ λ μ ν ; Cret. and [dialect] Boeot. [full] ἐς Leg.Gort.2.49, Corinn.Supp.2.67 ; ἐχ freq. in [dialect] Att. Inscrr. before χ φ θ (and in early Inscrr. before ς, IG12.304.20) ; also ἐ Ναυπάκτω ib.9(1).334.8 ([dialect] Locr.) ; (ἐτ is for ἐπὶ in ib 9(2).517.14 (Thess.)):—Prep. governing GEN. only (exc. in Cypr. and Arc., c. dat., Inscr.Cypr.135.5 H. ([place name] Idalium), (in form ἐς) IG5(2).6.49 (Tegea, iv B.C.)):—radical sense, from out of, freq. also simply, from.I OF PLACE, the most freq. usage, variously modified:1 of Motion, out of, forth from, , cf.Pl.Prt. 321c, etc. ;μάχης ἔκ Il.17.207
;ἂψ ἐκ δυσμενέων ἀνδρῶν 24.288
; ἐξ ὀχέων, ἐξ ἕδρης, 3.29, 19.77 ;φεύγειν ἐκ πολέμοιο 7.119
;ἐκ τῶν πολεμίων ἐλθεῖν X.Cyr.6.2.9
;ἐκ χειρῶν γέρας εἵλετο Il.9.344
, cf. S.Ph. 1287 (but ἐκ χειρὸς βάλλειν or παίειν to strike with a spear in the hand, opp. ἀντιτοξεύειν or ἀκοντίζειν, X.An.3.3.15, Cyr.4.3.16 ; ἐκ χειρὸς τὴν μάχην ποιεῖσθαι ib.6.2.16, cf. 6.3.24, etc.) ; ἐκ χρυσῶν φιαλῶν πίνειν ib.5.3.3 ;ἐξ ἀγορᾶς ὠνεῖσθαι Pl.Com.190
.2 ἐκ θυμοῦ φίλεον I loved her from my heart, with all my heart, Il.9.343 ;ἐκ τῆς ψυχῆς ἀσπάσασθαι X.Oec.10.4
;μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντες Ἄρη A.Ag.48
(anap.) ;δακρυχέων ἐκ φρενός Id.Th. 919
(anap.) ;οὐδὲν ἐκ σαυτῆς λέγεις S.El. 344
; ἐξ εὐμενῶν στέρνων δέχεσθαι receive with kindly heart, Id.OC 486 ; ; ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων with chariot still upright, Id.El. 742 ;ἐξ ἀκινήτου ποδός Id.Tr. 875
;ἐξ ἑνὸς ποδός Id.Ph.91
.3 to denote change or succession, freq. with an antithetic repetition of the same word, δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ one evil comes from (or after) another, Il.19.290 ;ἐκ φόβου φόβον τρέφω S.Tr.28
; πόλιν ἐκ πόλεως ἀμείβειν, ἀλλάττειν, Pl. Sph. 224b, Plt. 289e ;λόγον ἐκ λόγου λέγειν D.18.313
;πόρους ἐκ πόρων ὑπισχνούμενοι Alciphr.1.8
;ἀπαλλάττειν τινὰ ἐκ γόων S.El. 291
;ἐκ κακῶν πεφευγέναι Id.Ant. 437
: hence, instead of,τυφλὸς ἐκ δεδορκότος Id.OT 454
;λευκὴν..ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα Id.Ant. 1093
; , cf. X. An.7.7.28, etc.4 to express separation or distinction from a number, ἐκ πολέων πίσυρες four out of many, Il.15.680 ;μοῦνος ἐξ ἁπάντων σωθῆναι Hdt.5.87
; εἶναι ἐκ τῶν δυναμένων to be one of the wealthy, Pl.Grg. 525e ; ἐμοὶ ἐκ πασέων Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν to me out of (i.e. above) all, Il. 18.431, cf. 432 ;ἐκ πάντων μάλιστα 4.96
, cf. S.Ant. 1137 (lyr.), etc. ; redundant,εἷς τῶν ἐκ τῶν φίλων σου LXX Jd.15.2
.5 of Position, outside of, beyond, chiefly in early writers, ἐκ βελέων out of shot, Il.14.130, etc. ; ἐκ καπνοῦ out of the smoke, Od.19.7 ; ἐκ πατρίδος banished from one's country, 15.272 ; ἐκ μεσου κατῆστο sate down apart from the company, Hdt.3.83 ; ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι out of its accustomed quarters, Id.2.142; ἐξ ὀφθαλμῶν out of sight, Id.5.24 ; ἐξ ὁδοῦ out of the road, S.OC 113.6 with Verbs of Rest, where previous motion is implied, on, in, δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθος..πῦρ lighted a fire from (i.e. on) his helmet, Il.5.4 ; ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο washed his body in the river ( with water from the river), Od.6.224 : freq. with Verbs signifying hang or fasten, σειρήν..ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες having hung a chain from heaven, Il.8.19 ; ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα he hung his lyre from (i.e. on) the peg, Od.8.67 ; ἀνάπτεσθαι ἔκ τινος fasten from i.e. upon) a thing, 12.51 ;μαχαίρας εἶχον ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων Il.18.598
; πρισθεὶς ἐξ ἀντύγων gripped to the chariot-rail, S.Aj. 1030, etc.; ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα leading it [ by a rein] upon her arm, Hdt.5.12 : with Verbs signifying hold, lead, ἐξ ἐκείνων ἔχειν τὰς ἐλπίδας to have their hopes dependent upon them, Th.1.84 ; ἐκ χειρὸς ἄγειν lead by the hand, Bion Fr.7.2 ; ἐκ ποδὸς ἕπεσθαι ib.6.2 ;ἐκ τῆς οὐρᾶς λαμβάνεσθαι Luc.Asin.23
: with the Art. indicating the place of origin, οἱ ἐκ τῶν νήσων κακοῦργοι the robbers of the islands, Th.1.8, cf. 2.5, 13 ; τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας those in the sea-fight, Pl. Ap. 32b ; τοὺς ἐκ τῶν σκηνῶν those in the tents, D.18.169 ;ἁρπασόμενοι τὰ ἐκ τῶν οἰκιῶν X.Cyr.7.2.5
;οἱ ἐκ τοῦ πεδίου ἔθεον Id.An. 4.6.25
: even with Verbs of sitting or standing, εἰσεῖδε στᾶσ' ἐξ Οὐλύμποιο from Olympus where she stood, Il.14.154 ; καθῆσθαι ἐκ πάγων to sit on the heights and look from them, S.Ant. 411 ;στὰς ἐξ ἐπάλξεων ἄκρων E.Ph. 1009
; ἐκ βυθοῦ at the bottom, Theoc.22.40 : phrases, ἐκ δεξιᾶς, ἐξ ἀριστερᾶς, on the right, left, X.Cyr.8.3.10, etc.; οἱ ἐξ ἐναντίας, οἱ ἐκ πλαγίοὐ ib.7.1.20 ; ἐκ θαλάσσης, opp. ἐκ τῆς μεσογείας, D.18.301.7 νικᾶν ἔκ τινος win a victory over.., Apoc.15.2.II OF TIME, elliptic with Pron. relat. and demonstr., ἐξ οὗ [ χρόνου] since, Il.1.6, Od.2.27, etc.; in apod., ἐκ τοῦ from that time, Il.8.296 ;ἐκ τούτου X.An.5.8.15
, etc. (but ἐκ τοῖο thereafter, Il.1.493, and ἐκ τούτων or ἐκ τῶνδε usu. after this, X.Mem.2.9.4, S.OT 235) ;ἐξ ἐκείνου Th.2.15
; ἐκ πολλοῦ (sc. χρόνου) for a long time, Id.1.68, etc.;ἐκ πλέονος χρόνου Id.8.45
; ἐκ πλείστου ib.68 ; ἐξ ὀλίγου at short notice, Id.2.11 (but also a short time since, Plu.Caes.28) ;ἐκ παλαιοῦ X.Mem.3.5.8
;ἐκ παλαιτάτου Th.1.18
.2 of particular points of time,ἐκ νεότητος..ἐς γῆρας Il.14.86
;ἐκ γενετῆς 24.535
; ἐκ νέου, ἐκ παιδός, from boyhood, Pl.Grg. 510d, R. 374c, etc.;ἐκ μικροῦ παιδαρίου D.53.19
; , etc.; καύματος ἔξ after hot weather, Il.5.865; νέφος ἔρχεται οὐρανὸν εἴσω αἰθέρος ἐκ δίης after clear weather, 16.365 ;ἐκ δὲ αἰθρίης καὶ νηνεμίης συνδραμεῖν ἐξαπίνης νέφεα Hdt.1.87
; so (like ἀπό II) ἐκ τῆς θυσίης γενέσθαι to have just finished sacrifice, ib.50, etc.; ἐκ τοῦ ἀρίστου after breakfast, X.An.4.6.21 ; ἐξ εἰρήνης πολεμεῖν to go to war after peace, Th. 1.120 ;γελάσαι ἐκ τῶν ἔμπροσθεν δακρύων X.Cyr.1.4.28
; ;τὴν θάλασσαν ἐκ Διονυσίων πλόϊμον εἶναι Thphr.Char.3.3
; ἐκ χειμῶνος at the end of winter, Plu. Nic.20.3 at, in,ἐκ νυκτῶν Od.12.286
;ἐκ νυκτός X.Cyr.1.4.2
, etc.; ;ἐκ μέσω ἄματος Theoc.10.5
; ἐκ τοῦ λοιποῦ or ἐκ τῶν λοιπῶν for the future, X.Smp.4.56, Pl.Lg. 709e.III OF ORIGIN,1 of Material, out of or of which things are made,γίγνεταί τι ἔκ τινος Parm.8.12
;ποιέεσθαι ἐκ ξύλων τὰ πλοῖα Hdt.1.194
;πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ A.Supp. 953
;εἶναι ἐξ ἀδάμαντος Pl.R. 616c
;ἐκ λευκῶ ἐλέφαντος αἰετοί Theoc.15.123
;στράτευμα ἀλκιμώτατον ἂν γένοιτο ἐκ παιδικῶν X.Smp.8.32
; συνετάττετο ἐκ τῶν ἔτι προσιόντων formed line of battle from the troops as they marched up, Id.An.1.8.14.2 of Parentage, ἔκ τινος εἶναι, γενέσθαι, etc., Il. 20.106,6.206, etc.; ἐκ γὰρ ἐμεῦ γένος ἐσσί (where γένος is acc. abs.) 5.896 ;σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης 19.111
;ὦ παῖ πατρὸς ἐξ Ἀχιλλέως S.Ph. 260
;πίρωμις ἐκ πιρώμιος Hdt.2.143
;ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν Pl.Phdr. 246a
;τὸν ἐξ ἐμῆς μητρός S.Ant. 466
, etc.3 of Place of Origin or Birth,ἐκ Σιδῶνος..εὔχομαι εἶναι Od.15.425
, cf. Th.1.25, etc.;ἐκ τῶν ἄνω εἰμί Ev.Jo.8.23
; ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλή the Areopagus, Arist.Ath.4.4, etc. ;οἱ ἐκ τῆς διατριβῆς ταύτης Aeschin.1.54
; οἱ ἐκ τοῦ Περιπάτου the Peripatetics, Luc.Pisc.43 ; ὁ ἐξ Ἀκαδημείας the Academic, Ath.1.34b ;οἱ ἐκ πίστεως Ep.Gal.3.7
;οἱ ἐξ ἐριθείας Ep.Rom.2.8
.4 of the Author or Occasion of a thing, ὄναρ, τιμὴ ἐκ Διός ἐστιν, Il.1.63,2.197, cf. Od.1.33, A.Pers. 707, etc.; θάνατος ἐκ μνηστήρων death by the hand of the suitors, Od.16.447 ; τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα walls built by them, Hdt.2.148 ; κίνημα ἐξ αὑτοῦ spontaneous motion, Plot.6.1.21 ;ὕμνος ἐξ Ἐρινύων A.Eu. 331
(lyr.) ;ἡ ἐξ ἐμοῦ δυσβουλία S.Ant.95
;ὁ ἐξ ἐμοῦ πόθος Id.Tr. 631
.5 with the agent after [voice] Pass. Verbs, by, Poet. and early Prose, ἐφίληθεν ἐκ Διός they were beloved of (i.e.by) Zeus, Il.2.669 ; κήδε' ἐφῆπται ἐκ Διός ib. 70;προδεδόσθαι ἐκ Πρηξάσπεος Hdt.3.62
;τὰ λεχθέντα ἐξ Ἀλεξάνδρου Id.7.175
, cf. S.El. 124 (lyr.), Ant.93, Th.3.69, Pl.Ti. 47b;ἐξ ἁπάντων ἀμφισβητήσεται Id.Tht. 171b
;ὁμολογουμένους ἐκ πάντων X.An.2.6.1
; , cf. Pl.Ly. 204c : with neut. Verbs,ἐκ..πατρὸς κακὰ πείσομαι Od.2.134
, cf. A.Pr. 759 ;τλῆναί τι ἔκ τινος Il.5.384
;θνήσκειν ἔκ τινος S.El. 579
, OT 854, etc.;τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων Hdt.1.1
.6 of Cause, Instrument, or Means by which a thing is done, ἐκ πατέρων φιλότητος in consequence of our fathers' friendship, Od.15.197 ;μήνιος ἐξ ὀλοῆς 3.135
;ἐξ ἔριδος Il. 7.111
;τελευτῆσαι ἐκ τοῦ τρώματος Hdt.3.29
; ἐκ τίνος λόγου; E. Andr. 548 ; ἐκ τοῦ; wherefore? Id.Hel.93 ;λέξον ἐκ τίνος ἐπλήγης X. An.5.8.4
; ποιεῖτε ὑμῖν φίλους ἐκ τοῦ Μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας make yourselves friends of (i.e. by means of).., Ev.Luc.16.9 ;ζῆν ἔκ τινος X. HG3.2.11
codd.;ἐκ τῶν ἰδίων τρέφειν ἐμαυτόν Isoc.15.152
; (lyr.).7 in accordance with, ἐκ τῶνλογίων Hdt.1.64
;ὁ ἐκ τῶν νόμων χρόνος D.24.28
;ἐκ κελεύματος A. Pers. 397
, cf. Sophr.25 ;ἐκ τῶν ξυγκειμένων Th.5.25
; ἐκ τῶν παρόντων ib.40, etc.;ἐκ τῶν ἔργων κρινόμενοι X.Cyr.2.2.21
, cf. A.Pr. 485.8 freq. as periphr. for Adv.,ἐκ προνοίας IG12.115.11
; ἐκ βίας by force, S.Ph. 563 ; ;ἐκ παντὸς τρόπου ζητεῖν Pl.R. 499a
: esp. with neut. Adjs., ἐξ ἀγχιμόλοιο, = ἀγχίμολον, Il.24.352 ;ἐκ τοῦ ἐμφανέος Hdt.3.150
; ἐκ τοῦ φανεροῦ, ἐκ τοῦ προφανοῦς, Th.4.106, 6.73 ;ἐκ προδήλου S.El. 1429
; ἐξ ἴσου, ἐκ τοῦ ἴσου, Id.Tr. 485, Th.2.3 ;ἐξ ἀέλπτου Hdt.1.111
, etc.: with fem. Adj.,ἐκ τῆς ἰθέης Id.3.127
;ἐκ νέης Id.5.116
;ἐξ ὑστέρης Id.6.85
;ἐκ τῆς ἀντίης Id.8.6
;ἐκ καινῆς Th.3.92
;ἐξ ἑκουσίας S.Tr. 727
; ἐκ ταχείας ib. 395.9 of Number or Measurement, with numerals, ἐκ τρίτων in the third place, E.Or. 1178, Pl.Grg. 500a, Smp. 213b ; distributively, apiece, Ath.15.671b.b of Price,ἐξ ὀκτὼ ὀβολῶν SIG2587.206
; ἐκ τριῶν δραχμῶν ib.283 ;συμφωνήσας ἐκ δηναρίου Ev.Matt.20.2
.c of Weight,ἐπιπέμματα ἐξ ἡμιχοινικίου Inscr.Prien.362
(iv B.C.).d of Space, θινώδης ὢν ὁ τόπος ἐξ εἴκοσι σταδίων by the space of twenty stades, Str.8.3.19.B ἐκ is freq. separated from its CASE, Il.11.109, etc.—It takes an accent in anastrophe, 14.472, Od.17.518.—[dialect] Ep. use it with Advbs. in -θεν, ἐξ οὐρανόθεν, ἐξ ἁλόθεν, ἐξ Αἰσύμηθεν, Il.17.548, 21.335, 8.304 ; ;ἐκ πρῴρηθεν Theoc.22.11
.—It is combined with other Preps. to make the sense more definite, as διέκ, παρέκ, ὑπέκ.2 to express completion, like our utterly, ἐκπέρθω, ἐξαλαπάζω, ἐκβαρβαρόω, ἐκδιδάσκω, ἐκδιψάω, ἐκδωριεύομαι, ἐξοπλίζω, ἐξομματόω, ἔκλευκος, ἔκπικρος.D As ADVERB, therefrom, Il.18.480. -
29 ἐξορμάω
A send forth, send to war, A.Pers.46, E.IT 1437; πάλιν ἐ. bring quickly back, Id.IA 151 codd. (anap.); ἐ. τὴν ναῦν start the ship, set it agoing, Th.7.14;κοῦφον ἐ. πόδα Ar.Th. 659
:—[voice] Pass., set out, start, Hdt.9.51, etc.;πρὸς ἔργον E.Or. 1240
; ; of arrows, dart from the bow, , cf. A.Eu. 182; move rapidly, rush, S.OC30;τὸ κεῖσε δεῦρό τ' ἐ. Id.Tr. 929
.II intr., like [voice] Pass., set out, start, esp. in haste, μή σε λάθῃσιν κεῖσ' ἐξορμήσασα (sc. νηῦς) Od.12.221;δεῦρο ἐξωρμῶμεν πεζῇ X.An.5.7.17
: c. gen., set out from, , etc.: metaph., break out, ἤνθηκεν, ἐξώρμηκεν [ ἡ νόσος] S. Tr. 1089.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξορμάω
-
30 Ἐπίκλοπος
Ἐπίκλοπ-ος, ον,A thievish, tricky, wily, ἠπεροπῆά τ' ἔμεν καὶ ἐ. Od. 11.364; κερδαλέος κ' εἴη καὶ ἐ. 13.291; ἐ. ἦθος, of women, Hes.Op.67, cf. A.Eu. 149 (lyr.);ἐπικλοπώτερον.. τὸ θῆλυ Pl.Lg. 781a
; ἐ. λόγοιςχρῆσθαι Corn.ND16
. Adv., [comp] Comp.- ώτερον Procop.Arc.25
, Goth.4.30.2. c.gen., ἐ. ἔπλεο μύθων cunning in speech, Il.22.281; ἐ. ἔπλετο τόξων cunning in archery, Od.21.397.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἐπίκλοπος
-
31 ἐπινέμω
A allot, distribute,σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζῃ Il.9.216
, 24.625: c. dat. pers.,σῖτον δέ σφ' ἐπένειμε Od.20.254
; ἐφ' ἑκατέρῳ τὸμέρος ἐ. ἑκάτερον Pl.Plt. 264d
.II. turn one's cattle to graze on another's land,ἐάν τις βοσκήματα ἐπινέμῃ Id.Lg. 843d
; τὰ κτήνη παρὰ τὸν , cf.D.55.11; enjoy right of pasturage, Berl. Sitzb.1927.7 ([dialect] Locr., v B.C.).b. ἐ. σῖτον graze a crop, Thphr.HP 8.7.4.2. metaph. in [voice] Med., encroach, of fire, πῦρ ἐ. τὸ ἄστυ spreads over the town, Hdt.5.101;πῦρ ἐ. τὴν γραφήν Plu.Demetr.22
: abs.,τὸ πῦρ ταχέως -νέμετο Plb.14.5.7
;τὸ πῦρ ἐκώλυσαν.. ἐπινεμηθῆναι D.S.17.26
; also of disease, spread, τὸ ἐρυσίπελας ταχὺ πάντοθενἐπενέμετο Hp.Epid.3.4
;ἡ νόσος ἐπενείματο Ἀθήνας Th.2.54
, cf. Plu. 2.776f: abs., Aret.SA1.7: generally, of a piratical force, ἐπενείματοτὴν θάλασσαν Plu.Pomp.25
; of an army,ἐ. τὴν Γαλατίαν Id.Caes.19
; of a custom, spread among,τινάς Id.Demetr.18
; approach, Μοισᾶνἀπὸ τόξων Δία.. βέλεσσιν Pi.O.9.6
.b. feed after, i.e. on the leavings of, .d. inhabit, Luc.Bacch.6.3. metaph. in [voice] Pass., to be encroached upon, as if by cattle straying over the bounds of their pasture, θῆλυς ὅροςἐπινέμεται A.Ag. 485
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπινέμω
-
32 ἐρίζω
Aἐρίζοντι Pi.N.5.39
; [dialect] Ep. inf. ἐριζέμεναι, -έμεν, Il. 1.277, 23.404 : [tense] impf.ἤριζον D.9.11
, [dialect] Dor.ἔρισδον Theoc.6.5
, [dialect] Ep.ἔριζον Il.2.555
, [dialect] Ion.ἐρίζεσκον Od.8.225
, Crates Theb.1.3: [tense] fut.ἐρίσω Ev.Matt.12.19
, ([etym.] δι-) App.BC5.127 codd., [dialect] Dor.ἐρίξω Pi.Fr.
II: [tense] aor. I , Lys.2.42, poet.ἔρισα Pi.I.8(7).30
,ἔριξα Id.Pae. 6.87
; [dialect] Ep. opt.ἐρίσσειε Il.3.223
; [dialect] Dor. part.ἐρίξαντες Tab.Heracl.2.26
: [tense] pf.ἤρῐκα Plb.3.91.7
:—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] impf. : [tense] aor. subj.ἐρίσσεται Od.4.80
:—[voice] Pass., [dialect] Ep. [tense] pf. ἐρήρισμαι (in act. sense), v. infr.: ([etym.] ἔρις):—strive, wrangle, quarrel,διαστήτην ἐρίσαντε Il.1.6
, etc.; : c. dat., Hes.Th. 928, Pi.Pae.l.c., etc.;ἀλλήλοις Od.18.277
;ἀντιβίην τινί Il.1.277
; ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς P1.P.4.285 ; πρὸς θεόν ib.2.88 ;πρός τινα περί τινος Plu.Tim.14
;ὗς ποτ' Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισε Theoc.5.23
;πρὸς πᾶν τὸ λεγόμενον Hdt.7.50
; περί τινος about a thing, Il.12.423, al.;περὶ μικρῶν ἀκριβῶς ἐ. Isoc.2.39
: folld. by a relat.,ἐ. ὅστις ἀρείων Theoc.5.67
;ὁπότερος γενναιότερος Pl.Ly. 207c
: c. inf., contend that.., : abs., of sophistical disputations, opp. διαλέγεσθαι, ἀμφισβητεῖν, Pl.R. 454a, Prt. 337b, cf. Crates Theb.1.3 ; of political discord, c. dat., Foed. ap. Th.5.79.2 rival, vie with, challenge, ;ἐπεί σφισιν οὔ τις ἔριζεν Od.8.371
: c. acc. rei, rival or contend with one in a thing,οὐδ' εἰ..Ἀφροδίτῃ κάλλος ἐρίζοι Il.9.389
, cf. Od.5.213, Hes.Sc.5 : c. dat. rei, δρηστοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος in service, Od.15.321 ;ποσί Il.13.325
;γνώμῃ καὶ πλήθει καὶ ἀρετῇ ἐ. τινί Lys.2.42
;ἐρίσσειαν περὶ μύθων Il.15.284
;ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων Od.8.225
;τῷ Δῒ πλούτου πέρι Hdt.5.49
: c. inf.,ἐρίζετον ἀλλήλοιιν χερσὶ μαχέσσασθαι Od.18.38
; ἶσα δὲ πίνειν οὔτις οἱ ἀνθρώπων ἤρισεν Phalaec. ap. Ath.10.440e ;πρὸς θεούς Pl.R. 395d
; Νέστωρ οἶος ἔριζε N. alone rivalled (him), Il.2.555, cf. X.Cyn.1.12.II [voice] Med., like [voice] Act.,ᾧ [τόξῳ] οὔ τίς τοι ἐρίζεται Il.5.172
;μοι ἐρίσσεται..κτήμασιν Od.4.80
;ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι Hes.Th. 534
, cf. Pi.I.4(3).29 : also in [tense] pf. [voice] Pass.,τῷ οὔ τις ἐρήρισται κράτος Hes.Fr. 195
.2 [voice] Pass., ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται there are contests in fleetness of foot, Pi.O.1.95. -
33 ἐρύω
ἐρύω (A), Il.4.467, al., [dialect] Ion. [full] εἰρύω, [dialect] Dor. [full] ϝερύω (v. infr.): [dialect] Ep. inf. εἰρύμεναι [pron. full] [ῠ] Hes.Op. 818: [tense] impf.Aεἴρυον Mosch.2.14
,ἔρυον Il.12.258
,ἐρύεσκον Nonn.D.43.50
: [tense] fut.ἐρύω Il.11.454
, al.,ἐρύσω Opp.H.5.375
; [dialect] Ep.ἐρύσσω Orph.L.35
, Nonn.D.17.183 : [tense] aor.εἴρῠσα Od.2.389
, Hdt. 2.136 (in Hdt. εἴρυσα takes the place of εἵλκυσα),ἔρῠσα Il.5.573
;εἴρυσσα 3.373
, Od.8.85 ; lengthd. ἐρύσασκε ([etym.] ἐξ-) Il.10.490; imper. (hex.), [dialect] Dor. ϝερυσάτω (dub. sens.) BCH50.15 (Delphi, iv B.C.); subj.ἐρύσω Il.17.230
,εἰρύσω Hp.Morb.2.8
, etc.; [ per.] 2sg.ἐρύσσῃς Il.5.110
; [dialect] Ep. [ per.] 1pl. ἐρύσσομεν (for - ωμεν) 14.76, 17.635 ; opt.ἐρύσαιμι 8.21
, εἰρύσαιμι Timo 59 ; inf. ἐρύσαι, ἐρύσσαι, Il.17.419, 8.23,εἰρύσαι Hp. Morb.1.29
, ([etym.] δι-, ἐξ-) Hdt.7.24, 1.141 ; part.ἐρύσας Il.23.21
,ἐρύσαις Pi. N.7.67
,εἰρύσας Hdt.4.10
,ἐρύσσας A.R.3.913
.—[dialect] Ion., [dialect] Dor., and poet. Verb:—drag, draw, implying force or violence, νῆα..εἰς ἅλα, ἅλαδε, ἤπειρόνδε, Il.1.141, Od.2.389, 10.423 ; ἐπ' ἠπείροιο on land, 16.325, 359 ; [δόρυ] ἐ. ἐπ' ἄκρης, of the Trojan horse, 8.508 ; freq. of the dead, νεκρόν, νεκροὺς ἐ., of the friends, drag them away, rescue them, Il.5.573, 16.781 ; of the enemy, drag them off for plunder, ransom, etc., 4.467, al.; τρὶς ἐρύσας περὶ σῆμα (sc. Ἕκτορα) 24.16 ; of dogs and birds of prey, drag and tear,οἰωνοὶ ὠμησταὶ ἐρύουσι 11.454
, etc.; drag away, carry off violently, Od.9.99: c. gen. partit.,διὰ δώματ' ἐ...ἢ ποδὸς ἢ καὶ χειρός 17.479
; ἐ. τινὰ κουρίξ by the hair, 22.187 ; also, pull down, tear away,κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον Il.12.258
, cf. 14.35.2 simply, draw, pull,δόρυ ἐξ ὠτειλῆς 16.863
;φάρμακον ἐκ γαίης Od.10.303
;ἐξ οὐρανόθεν πεδίονδε Ζῆν' Il.8.21
;κίον' ἀν' ὑψηλὴν ἐρύσαι Od.22.176
; φᾶρος..κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε drew it over his head, 8.85 ; ἄλλον μὲν χλαίνης ἐρύων, ἄλλον δὲ χιτῶνος pulling or plucking him by.., Il. 22.493 ; νευρὴν ἐπὶ τῷ ἐ. drawing the bowstring at him, 15.464 ;ἐ. τόξον Hdt.3.30
,4.10; εἴρυσον ἔγχος draw thy sword, S.Tr. 1033 (hex.); attract, absorb, [ ὑγρόν] Hp.Loc.Hom.14 : c. gen. partit.,τῆς χολῆς Id.Morb.1.29
; ἐπί τινι κλῆρον ἐ. draw lots for.., Call.Jov.62 ; ἐκ ποδὸς ἐ. to put aside, Pi.N.7.67 ; ὅππῃ ἐμὸν νόον εἰρύσαιμι Timol.c.; also πλίνθους εἰρύσαι make bricks, Hdt.2.136. (B) [voice] Med. [full] ἐρύομαι, [dialect] Ion. [full] εἰρύομαι [pron. full] [ῠ], [tense] fut. inf.Aἐρύεσθαι Il.14.422
, al., ἐρύσσεσθαι v.l. in Od.21.125, Il.21.176 : [tense] aor. 1εἰρύσσατο 22.306
,ἐρύσαντο 1.466
, etc.; subj.ἐρύσωμαι A.R.1.1204
; opt. ἐρύσαιο, -αίατο, Il.5.456, 298 ; inf.ἐρύσασθαι 22.351
; part.ἐρυσσάμενος 1.190
, εἰρυσάμενος (ἐπ-) Hdt.4.8:—draw for oneself, ἐρυσαίμεθα νῆας launch us ships, Il.14.79 ; [ἵππον] ἐς ἀκρόπολιν ἐ. Od.8.504
; ξίφος, ἄορ, μάχαιραν ἐρύεσθαι, draw one's sword, Il.4.530, 21.173, 3.271 ;ἄορ ἐκ κολεοῖο Theoc.22.191
;δόρυ ἐξ ὠτειλῆς εἰρυσάμην Od.10.165
; of meat on the spit, ἐρύσαντό τε πάντα they drew all off, Il.1.466, etc.; ἐρύσσασθαι μενεαίνων in his anxiety to draw [the bow], Od.21.125 ;βύρσαν θηρὸς ἀπὸ μελέων Theoc.25.273
; simply, wrench,ὅταν ἱστὸν ἀνέμοιο κατάϊξ..ὑπὲκ προτόνων ἐρύσηται A.R.1.1204
.2 of captives, χρυσῷ ἐρύσασθαι weigh against gold (cf. ἕλκω): hence, ransom, Il.22.351 (cf. ἀντερύομαι).II draw out of the press,ἐρύσασθαί τινα μάχης Il.5.456
; esp. of friends dragging away the body of a slain hero,οὐδέ κε..ἐκ βελέων ἐρύσαντο νέκυν 18.152
; of enemies, 14.422, 17.161 : c. dat., in spite of, from, 5.298, 17.104. (C) [voice] Pass., [tense] pf. εἴρῡμαι, [tense] plpf. [ per.] 3pl.Aεἰρύατο [ῡ Il.14.30
, al., [pron. full] ῠ 4.248], εἴρυντο (v. infr.): [tense] aor. ἐρύσθην or εἰρ-, Hp.Epid.5.47, Mul.1.36:—to be drawn ashore, drawn up in line, of ships,εἴρυντο νέες ταχὺν ἀμφ' Ἀχιλῆα Il.18.69
; , cf.4.248.2 to be drawn, attracted, of moisture, Hp.l.c.; to be contracted, ἐς τοὔπισθεν ἐρυσθείς, of tetanic convulsions, Id.Epid.5.47 ; τὴν γνάθον ἐρυσθεῖσα ib.4.36. (ϝερῠ-, ϝρῡ-, cf. ῥῡ-τήρ ([etym.] βρύτηρ), ῥῦ-μα, ῥῡ-μός.)------------------------------------ἐρύω (B), only in [voice] Med. [full] ἐρύομαι, redupl. non-thematic [tense] pres. [ per.] 3pl. εἰρύαται [pron. full] [ῠ] Il.1.239, h.Cer. 152, [pron. full] [ῡ]Od.16.463 ; inf.Aεἴρυσθαι 3.268
, 23.151 (from se-srū-, v. infr.); [tense] impf.εἴρῡτο Il.16.542
, 24.499, Od.23.229, Hes.Sc. 138,εἴρυντο Il.12.454
, εἰρύατο [pron. full] [ῠ] 22.303 : from unredupl. stem [pref] ῥῡ- ( srū-]), non-thematic [ per.] 3pl. [tense] impf. ῥύατ' [pron. full] [ῡ] 18.515, Od.17.201, inf.ῥῦσθαι Il.15.141
, iterat.ῥύσκευ 24.730
: thematic [tense] pres. [full] ῥύομαι [pron. full] [ῠ] Od.14.107, 15.35, Il.9.396, 10.259, 417, Hes.Sc. 105 ; with ῡ, ῥύομ' Il.15.257
,ῥύοιτο 12.8
,ῥύοισθε 17.224
; [tense] impf. ῥύετ' [pron. full] [ῡ] 16.799 : [pron. full] ῡ in Trag. (E.HF 197, al., also A.Eleg.3), but [pron. full] ῠ in Id.Th. 303 (lyr.), 824 (anap.): thematic [tense] impf. ἐρύετο [pron. full] [ῡ] Il.6.403 ; non-thematicἔρῡτο 4.138
, 5.23, al.,ἔρῡσο 22.507
( ἔρῡτο as [tense] aor. 2 S.OT 1351 (lyr.)): [tense] pres. inf.ἔρυσθαι Od.5.484
,9.194, al.; later [tense] pres. ind.ἔρῡται A.R.2.1208
: [tense] fut.ἐρύσσεται Il.10.44
, ἐρύεσθαι [pron. full] [ῠ] 20.195, ῥύσομαι [pron. full] [ῡ] Hes.Th. 662, Hdt.1.86, A.Th.91 (lyr.); [ per.] 3pl. : [tense] aor. I εἰρῠσάμην (from e-serū-) Il.4.186, 20.93, 21.230 ; opt. ἐρύσαιτο [pron. full] [ῠ] 24.584 ; ind. also ἐρρύσατο [pron. full] [ῡ] Od.1.6, al., ἐρύσατο [pron. full] [ῡ] Il.5.344, al., once withῥῠ, ῥῠσάμην 15.29
: from the redupl.[tense] pres. εἴρῡμαι are formed [tense] fut. ind. [ per.] 3pl.εἰρύσσονται 18.276
, I pl.εἰρῠόμεσθα 21.588
: [tense] aor. I inf.εἰρύσσασθαι 1.216
; opt.εἰρυσσαίμην 8.143
, 17.327, Od.16.459:—later [voice] Pass., [tense] aor.ἐρρύσθην Ev.Luc.1.74
, 2 Ep.Ti.4.17, Hld.10.7 : for ἔρῠτο and ἐρυσσάμενοι as [voice] Pass., v. infr. 4:—protect, guard, of armour, [πήληξ] κάρη ῥύετ' Ἀχιλλῆος Il.16.799
; [κυνέη] εἴρυτο κάρη Hes.Sc. 138
;ῥύεται δὲ κάρη Il.10.259
, etc.;μίτρης..ἥ οἱ πλεῖστον ἔρυτο 4.138
, cf. 23.819 ;ἄστυ δὲ πύργοι ὑψηλαί τε πύλαι σανίδες τ'..εἰρύσσονται 18.276
, cf. 12.454 ; ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν, ὄφρα σφιν νῆας..ῥύοιτο ib.8 ;οἶος ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ 6.403
, cf. 22.507, 24.499 ;οἵ με πάρος γε εἰρύατο 22.303
;ὅς σε πάρος περ ῥύομ' 15.257
, cf.A.Th.91 (lyr.), etc.; καὶ πῶς βέβηλον ἄλσος ἂν ῥύοιτό με; Id.Supp. 509 ;Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾧ Il.16.542
; ; [ἔλαφον] ὕλη εἰρύσατο 15.274
; of warders or watchmen, 10.417 ;σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε Od.14.107
; νῆα, νῆας ἔρυσθαι, 9.194, 10.444, 14.260, 17.429 ;εἴρυσθαι μέγα δῶμα 23.151
; ἣ νῶϊν εἴρυτο θύρας, of a female slave, ib. 229;ἐπέτελλεν..εἴρυσθαι ἄκοιτιν 3.268
; αὖλιν ἔρυντο, of dogs, Theoc.25.76 ; ἔτι μ' αὖτ' εἰρύαται οἴκαδ' ἰόντα lie in wait for me, Od.16.463 ; χαλεπόν σε θεῶν..δήνεα εἴρυσθαι to discover them, 23.82 (here perh. a difft. word, cogn. with ἐρευνάω, cf. Pi.Fr.61) ; φρεσὶν εἰρύσσαιτο keep in his heart, conceal, Od.16.459 ; οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται maintain them, Il.1.239 : hence, support, hold in honour, with notion of obedience, ;ἔπος εἰρύσσασθαι 1.216
.2 without any notion of defence, merely cover,ὡς ῥύσαιτο περὶ χροΐ μήδεα φωτός Od.6.129
;φύλλων χύσις ἤλ θα πολλὴ ὅσσον τ' ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι 5.484
.3 c. acc. rei, keep off, ward off, ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν by no augury could he ward off black death, Il.2.859 ; ἡ δ' (sc. ἀσπὶς)οὐκ ἔγχος ἔρυτο 5.538
, 17.518, Od.24.524 ;ἀλλὰ πάροιθεν εἰρύσατο ζωστήρ Il.4.186
.4 thwart, check, curb, much like ἐρύκω,Διὸς νόον εἰρύσσαιτο 8.143
; ;Ἠῶ ῥύσατ' ἐπ' Ὠκεανῷ Od.23.244
;νῆά τ' ἔρυσθαι A.R.3.607
; so prob. in Τροΐας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί νιν ῥύοντό ποτε ( thwarted him)μάχας..ἔργον..κορύσσοντα Pi.I.8(7).57
; νόστον ἐρυσσάμενοι having been balked of their return ([voice] Med. in pass. sense, cf. ἐστεφανώσατο, κατασχόμενος), Id.N.9.23 (v.l. ἐρεις-):—[voice] Pass.,ἡ δ' ἔρῠτ' εἰν Ἀρίμοισι Hes.Th. 304
.5 rescue, save, deliver (not in [dialect] Att. Prose exc. Th.5.63);μετὰ χερσὶν ἐρύσατο Φοῖβος Ἀπόλλων Il.5.344
, cf. 11.363; πῶς ἂν.. εἰρύσσαισθε Ἴλιον; 17.327 ;Ποσειδάων..Νέστορος υἱὸν ἔρυτο 13.555
;βουλῆς..ἥ τίς κεν ἐρύσσεται ἠδὲ σαώσει Ἀργείους 10.44
; ;ὁ δ' ἐρύσατο καί μ' ἐλέησεν Od.14.279
;ἐρρύσατο καὶ ἐσάωσεν Il.15.290
; ;πατρίδα ῥυομένους Id.Eleg.3
;ῥύου με κἀκφύλασσε S.OC 285
, cf. Hdt.7.217,8.114 : freq. folld. by a Prep.,οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ Od. 12.107
;Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ σὺ ῥῦσαι ὑπ' ἠέρος υἷας Ἀχαιῶν Il.17.645
, cf. 224 ;ἐκ..πόνων ἐρρύσατο Pi.P.12.19
;ῥύσασθαί μιν ἐκ τοῦ παρεόντος κακοῦ Hdt.1.87
;ὡς ἂν ἀλλὰ παῖδ' ἐμὴν ῥυσώμεθ' ἀνδρῶν ἐκ χερῶν μιαιφόνων E.Or. 1563
: (lyr.);ἀπὸ τοῦ πονηροῦ Ev.Matt.6.13
: c. gen.,ῥ. τινὰ τοῦ μὴ κατακαυθῆναι Hdt.1.86
;κακῶν μυρίων E.Alc. 770
; (lyr.);πολέμου καὶ μανιῶν ῥ. Ἑλλάδα Ar. Lys. 342
: c. inf.,ῥ. τινὰ θανεῖν E.Alc.11
;τινα μὴ κατθανεῖν Id.HF 197
, cf. Or. 599, Hdt.7.11 ; also, save from an illness, cure, Id.4.187 : generally, Id.3.132.6 set free, redeem, τὸν ἔνθεν ῥυσάμην I set him free from thence, Il.15.29 ;ἐκ δουλοσύνης Hdt.5.49
,9.90; δουλοσύνης ib. 76 ;μάντιν Ἠλεῖον..ἀπημελημένον ἐν τοῖσι ἀνδραπόδοισι ἐρρύσατο Id.3.132
; butχρυσῷ ἐρύσασθαι Il.22.351
seems to come from ([etym.] ϝ) ερύω (v. ἐρύω (A) B.1.2).b metaph., redeem, compensate for.., ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας (v.l. λύσεσθαι) Th.5.63 ; ταῦτα πάντα κατθανοῦσα ῥύσομαι my death will redeem (purchase) all this, E.IA 1383 (troch.);ῥ. καμάτους Epigr.Gr.853.6
:—double sense in S.OT 312, 313 ῥῦσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῦσαι δ' ἐμέ, ῥῦσαι δὲ πᾶν μίασμα τοῦ τεθνηκότος redeem (deliver) thyself and the state and me, and redeem the pollution from the dead (the μίασμα being thought of as an unpaid debt). ( ἐρῠ- ῥῡ- from ser[ucaron]- srū-, cogn. with Lat. servare, v. οὖρος 'guard', ἔρυμα, ἐρυμνός.) -
34 ἔργον
ἔργον, [dialect] Dor. [full] ϝέργον IG4.800 (vi B. C.), Elean [full] ϝάργον SIG9 (vi B.C.), τό: (ἔρδω, OE.A weorc (neut.) 'work', Avest. var[schwa]za-):— work, Il.2.436, etc.;ἔ. οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος Hes.Op. 311
;πλεόνων δέ τε ἔ. ἄμεινον Il.12.412
;ἔ. ἐποίχεσθαι 6.492
;νῦν ἔπλετο ἔ. ἅπασι 12.271
; esp. in pl.,ἄλλος ἄλλοισιν..ἐπιτέρπεται ἔργοις Od. 14.228
;ἐπὶ ἔργα τράποντο Il.3.422
;ἔργων παύσασθαι Od.4.683
; τὰ σ' αὐτῆς ἔργα κόμιζε see to thine own tasks, Il.6.490 : esp. in the following relations,1 in Il. mostly of works or deeds of war,πολεμήϊα ἔ. Il.2.338
, al., Od.12.116 ;ἔργον μάχης Il.6.522
; alone,ἀτελευτήτῳ ἐπὶ ἔργῳ 4.175
, cf. 539 ;ὑπέσχετο δὲ μέγα ἔργον 13.366
; ; later,ἔργον.. Ἄρης κρινεῖ A.Th. 414
; ἐν τῷ ἔ. during the action, Th.2.89, cf.7.71 ;τὸ ἐν Πλαταιαῖς ἔ. Pl.Mx. 241c
;τῶν πρότερον ἔ. μέγιστον ἐπράχθη τὸ Μηδικόν Th.1.23
; ἔργου ἔχεσθαι to engage in battle, ib.49.2 of peaceful contests,κρατεῖν ἔ. Pi.O.9.85
;ἔργου ἔχεσθαι Id.P.4.233
; also ἔργα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις placed [the reward of] noble deeds about his hair, Id.O.13.38.3 of works of industry,a of tillage, tilled lands,ἀνδρῶν πίονα ἔ. Il.12.283
, etc. ;ἔργ' ἀνθρώπων 16.392
, Od.6.259 ;βροτῶν 10.147
; οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα ib.98 ; ἔργα alone, 16.140, etc.; Ἔργα καὶ Ἡμέραι—the title of Hesiod's work ; πατρώϊα ἔ. their father's lands, Od.2.22 ; οὔτ' ἐπὶ ἔργα..ἴμεν will neither go to our farms, ib. 127, cf. 252 ; Ἰθάκης..ἔργα the tilled lands of Ithaca, 14.344 ; ἀμφὶ.. Τιταρησσὸν ἔργ' ἐνέμοντο inhabited lands, Il.2.751 ;τὰ τῶν Μυσῶν ἔ. Hdt.1.36
; so later, PBaden 40.5 (ii A.D.) : generally, property, wealth, possessions,θεὸς δ' ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ Od.14.65
, cf. 15.372.b of women's work, weaving, Il.9.390, etc. ; ἀμύμονα ἔ. ἰδυίας ib. 128 ;ἔργα ἐργάζεσθαι Od.22.422
, 20.72.c of other occupations, θαλάσσια ἔ. fishing, 5.67 ; a seaman's life, Il.2.614 : periphr., δαιτὸς..ἔργα works of feasting, 9.228 ;φιλοτήσια ἔ. Od.11.246
;ἔργα γάμοιο Il.5.429
;ἔργα Κυπρογενοῦς Sol.26
;Ἀφροδίτης h.Ven.1
; alsoτέκνων ἐς ἔ. A.Ag. 1207
: abs.,ἔργον Luc.DDeor.17.1
, AP12.209 (pl., Strat., s.v.l.); alsoἔργα ἰσχύος καὶ τάχους X.Cyr.1.2.12
; φίλα ἔργα μελίσσαις, of flowers, Theoc.22.42 ; of mines, etc.,ἔ. ἀργυρεῖα X.Vect.4.5
, D.21.167, etc.; ἔργα πίσσια dub. l. in Plu.Cat.Ma.21.4 deed, action,ἔργ' ἀνδρῶν τε θεῶν τε Od.1.338
;θέσκελα ἔ. Τρώων Il.3.130
;ἀήσυλα ἔ. 5.876
; καρτερά, ἀεικέα ἔ., ib. 872,22.395; παλίντιτα, ἄντιτα ἔ., Od.1.379, 17.51 ;ἔργα ἀποδέκνυσθαι Hdt.1.16
, cf. Pl.Alc.1.119e, D.C.37.52 ; opp. ἔπος, deed, not word (v.ἔπος 11.1
) ; opp. μῦθος, Il. 9.443, 19.242, A.Pr. 1080 (anap.), etc.; opp. λόγος, S.El. 358, E.Alc. 339 ; ἔργῳ, opp. λόγῳ, freq. in [dialect] Att., etc., Th.2.65, etc.: so in pl.,λόγῳ μὲν..τοῖσι δ' ἔργοισιν S.OC 782
, cf. E.Fr.360.13 ; ; opp. ῥήματα, Id.OC 873 ; opp. ὄνομα, E.IA 128 (anap.), Th.8.78,89 ; in many phrases,πέπρακται τοὔργον A.Pr.75
, cf. Ag. 1346 ;χωρῶ πρὸς ἔργον S.Aj. 116
; τὸ μὲν ἐνθύμημα χαρίεν.., τὸ δὲ ἔ. ἀδύνατον its execution, X.An.3.5.12 ; ἐν ἔργῳ χέρνιβες ξίφος τε ready for action, E.IT 1190 ;ἡ κατάρα ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς ἔ. ἤγετο Jul.Or.7.228b
.II thing, matter, πᾶν ἔ...ὑπείξομαι in every point, Il.1.294 ;ἃ Ζεὺς μήδετο ἔ. 2.38
, etc.;πάρος τάδε ἔ. γενέσθαι 6.348
, etc.;ὅπως ἔσται τάδε ἔ. 2.252
, Od.17.78, etc. ;μέμνημαι τόδε ἔ. Il.9.527
;ἄκουε τοὔργον S.Tr. 1157
, cf. OT 847, Aj. 466 ; in bad sense, mischief, trouble, of disease,αἰτίη τοῦ ἔ. Aret.SA1.9
; μέγα ἔ. a serious matter, Od.4.663, Th.3.3.2 μέγα ἔ., like μέγα χρῆμα, χερμάδιον λάβε χειρὶ Τυδεΐδης, μέγα ἔ. a monstrous thing, Il.5.303, cf. 20.286 ; φυλόπιδος μέγα ἔ. a mighty call to arms, 16.208.III [voice] Pass., that which is wrought or made, work, οἷ' ἐπιεικὲς ἔργ' ἔμεν ἀθανάτων, of the arms of Achilles, Il.19.22 ; ἔ. Ἡφαίστοιο metal-work, Od.4.617 ;πέπλοι.., ἔργα γυναικῶν Il.6.289
, Od.7.97, cf. 10.223 ;ὕφασμα, σῆς ἔ. χερός A.Ch. 231
;κολεόν..λώτινον ἔ. Theoc.24.45
; of a wall, Ar.Av. 1125 ; of a statue, X.Mem.3.10.7 : in pl., of siege-works,ἔ. καὶ μηχαναί Plb.5.3.6
; of a machine, Apollod.Poliorc.157.4, al., Ath.Mech.15.2, al.; of public buildings, Mon.Anc.Gr.18.20; of an author's works, D.H.Comp.25 ;τὸ περὶ ψυχῆς ἔργον Ἀριστοτέλους AP11.354.8
(Agath.).2 result of work, profit or interest, ἔργον [ χρημάτων] interest or profit on money, Is.11.42, cf. D.27.10.IV special phrases:1 ἔργον ἐστί,a c. gen. pers., it is his business, his proper work,ἀνδρῶν τόδ' ἐστὶν ἔ. A.Ch. 673
;ὅπερ ἐστὶν ἔ. ἀγαθοῦ πολίτου Pl.Grg. 517c
; of things, φραδέος νόου ἔργα τέτυκται it is a matter (which calls) for a wary mind, Il.24.354 ; function, ; ; τοῦτο ἑκάστου ἔ. ὃ ἂν ἢ μόνον τι ἢ κάλλιστα τῶν ἄλλων ἀπεργάζηται ib. 353a ; functions,Gal.
16.518 : c. dat. pers.,οἷς τοῦτο ἔ. ἦν X.Cyr.4.5.36
, cf. 6.3.27: with the possessive Pron., σὸν ἔ. [ἐστί] c. inf., A.Pr. 635 ;ἐμὸν τόδ' ἔ. κρῖναι Id.Eu. 734
;σὸν ἔ., θῦε θεοῖς Ar.Av. 862
; : with Art.,νῦν ἡμέτερον τὸ ἔ. Hdt.5.1
.b c. gen. rei, there is need of..,τί δῆτα τόξων ἔ.; E.Alc.39
;πολλῆς φυλακῆς ἔ. [ἐστί] Pl.R. 537d
: esp. with neg., ;οὐ δόλου νῦν ἔ. Id.Pl. 1158
, cf. E.Hipp. 911 : c. dat. pers.,ἐπέδρης μὴ εἶναι ἔ. τῇ στρατιῇ Hdt.1.17
: with Art., : with a part. added,οὐδὲν ἦν ἔ. αὐτοῦ κατατείνοντος Plu.Publ.13
: also c. inf., οὐδὲν ἔ. ἑστάναι there is no use in standing still, Ar.Lys. 424, cf. Av. 1308 ;οὐδὲν ἔ. ταῦτα θρηνεῖσθαι S. Aj. 852
, cf. 12.c c. inf., it is hard work, difficult to do,πολὺ ἔ. ἂν εἴη διεξελθεῖν X.Mem.4.6.1
;πολὺ ἔ. ἦν τῷ νομοθέτῃ πάντα γράφειν Lys.10.7
;ἔ. ἐστὶν εἰ ἐροῦμεν D.24.51
;ἔ. εὑρεῖν πρόφασιν Men.76
; alsoμέγα ἔ. ταῖς..ἐπιθυμίαις καλῶς χρῆσθαι Pl.Smp. 187e
;χαλεπὸν ἔ. διαιρεῖν Ar.Ra. 1100
(lyr.): also in gen.,πλείονος ἔ. ἐστὶ..μαθεῖν Pl. Euthphr. 14b
: rarely with a part.,οὐδὲν ἔ. μαχομένῳ Philippid.15.3
; ἔ. [ἐστί] c. acc. et inf., it can scarcely happen that..,ἔ. ἅμα πάντας ὀργισθῆναι καὶ ἁμαρτεῖν Arist.Pol. 1286a35
.2 ἔργον παρασχεῖν τινί give one trouble, Ar.Nu. 523, cf. AP9.161 (Marc. Arg., punning on Hesiod's Ἔργα) ; ἔργον ἔχειν take trouble, c. part., X.Cyr.8.4.6 ; c. inf., Id.Mem.2.10.6.3 ἔ. γίγνεσθαι τῆς νόσου to be its victim, Anon. ap. Suid. s.v. ἄτολμοι ;κτεινόμενος ὑμέτερον ἔ. εἰμί Plu.Eum. 17
;τῆς ὑμετέρας γέγονεν ἔ. ὀλιγωρίας Luc.Dem.Enc.29
.4 ἔ. ποιεῖσθαί τι to make a matter one's business, attend to it, Pl.Phdr. 232a, X.Hier.9.10 ; soἐν ἔργῳ τίθεσθαι Ael.VH4.15
. -
35 ῥύσιος
-
36 ῥύτωρ
------------------------------------A saviour, deliverer, defender, (lyr.);σωφροσύνης ῥ. καὶ βιότου IG3.1171.6
;ῥ. βουκολίων AP6.37
; ῥ. χαίτας κεκρύφαλος ib.207 (Arch.): c.gen.objecti, one who saves or delivers from, λιμοῦ καὶ θανάτου ib.9.351 (Leon.Alex.).III ῥύτορας· τοὺς θαλλοὺς τοὺς καθαρτηρίους, Hsch. -
37 άῖκή
άῖκή ( άίσσω): darting; τόξων άῖκάς, ‘whizzing bow-shots,’ Il. 15.709†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > άῖκή
-
38 ἐπίκλοπος
ἐπί-κλοπος ( κλέπτω): thievish, cunning, sly rogue; μύθων, τόξων, ‘filcher’ (combined skill and rascality), Il. 22.281, Od. 21.397.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπίκλοπος
-
39 θηητήρ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θηητήρ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τόξων — τόξον bow neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αντιμέρεια — η (Α ἀντιμέρεια κ. ία) (Γραμμ.) σχήμα του λόγου κατά το οποίο σε μια φράση τοποθετείται μετοχή αντί ονόματος, π.χ. «τόξων εἰδώς τόξων εἰδήμων» νεοελλ. η επανάληψη ομοειδών μερών ή οργάνων του σώματος ενός οργανισμού γύρω από έναν κύριο ή… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
εικοσάγωνο — Πολύγωνο που έχει είκοσι γωνίες και επομένως είκοσι πλευρές. Το κανονικό κυρτό ε. έχει όλες τις πλευρές του και τις γωνίες του ίσες και μπορεί να εγγραφεί σε κύκλο με τον εξής τρόπο: εγγράφουμε πρώτα το κανονικό κυρτό δεκάγωνο, βρίσκουμε τα μέσα… … Dictionary of Greek
SMINTHEUS — Apollinis epitheton, cuius duplicem originem refert Homeri interpres: Primam hanc; fuisse in Chryse oppido Mysiae Crinem sacerdotem Apollinis, cui Deus iratus immisit in agros illius mures, qui fructus illius vastabant. A quo exoratus Deus cum… … Hofmann J. Lexicon universale
Παπούα — Αναφέρονται και με την εξελληνισμένη μορφή Παπούες. Πληθυσμός της Νέας Γουινέας. Το όνομά τους προέρχεται από το μαλαϊκό πουάχ πουάχ, δηλαδή κατσαρά μαλλιά, επειδή έχουν χαρακτηριστική κόμη, που διακρίνει καθαρά τους Π. από τους μογγολικούς… … Dictionary of Greek
Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… … Dictionary of Greek