Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τόλμαν

  • 1 τολμάν

    τόλμα
    courage: fem gen pl (doric aeolic)
    τολμάω
    Bodl. Quarterly Record: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    τολμάω
    Bodl. Quarterly Record: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    τολμάω
    Bodl. Quarterly Record: pres part act masc nom sg (doric aeolic)
    τολμᾶ̱ν, τολμάω
    Bodl. Quarterly Record: pres inf act (epic doric)
    τολμάω
    Bodl. Quarterly Record: pres inf act (attic doric)
    ——————
    τολμάω
    Bodl. Quarterly Record: pres inf act

    Morphologia Graeca > τολμάν

  • 2 τολμᾶν

    Βλ. λ. τολμάν

    Morphologia Graeca > τολμᾶν

  • 3 τολμᾷν

    Βλ. λ. τολμάν

    Morphologia Graeca > τολμᾷν

  • 4 τόλμαν

    τόλμα
    courage: fem acc sg
    τόλμᾱν, τολμάω
    Bodl. Quarterly Record: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    τόλμᾱν, τολμάω
    Bodl. Quarterly Record: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > τόλμαν

  • 5 τόλμα

    τόλμα (-α, -ᾳ, -αν.)
    1 daring, courage

    τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις ἕσποιτο O. 9.82

    τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.11

    ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24

    τόλμαν τε καλῶν ἀρομένῳ courage for noble acts N. 7.59

    οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30

    τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ (sc. Μέλισσος) I. 4.45 τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις πρόσκοπος ἐσάωσεν fr. 231.

    Lexicon to Pindar > τόλμα

  • 6 τόλμα

    τόλμ-ᾰ, ης, , also [full] τόλμη, which Phryn.PSp.114 B. compares with πρύμνη for πρύμνα: but (apart from
    A

    πρὸς τόλμην πεσεῖν S.Ichn. 11

    (Pap.), which is not guaranteed by the metre) only the form τόλμᾰ (acc. τόλμᾰν, e. g. E.IT 862 ) occurs in [dialect] Att. and Trag., E.Andr. 702, Ion 1264, Fr. 426 (in E. Ion 1416, ἥ γε τόλμα σου (cj. Jodrell) is the prob.l.), Th.3.82, 6.59, Pl.La. 193d, R. 575a, Gal.15.144, POxy.1119.8 (iii A. D.), etc.; so in [dialect] Ion., Hdt. 7.135; but τόλμη (nom.) in Clitarch. 35J., acc.

    τόλμην LXX Ju.16.10(12)

    cod.Alex.: [dialect] Dor. [full] τόλμᾱ, Pi. O.9.82, 13.11:—courage, hardihood, Pi. ll. cc., Hdt.2.121.ζ, Trag. and [dialect] Att. (v. supr.); τόλμα καλῶν courage for noble acts, Pi.N.7.59; τῶνδε τόλμαν σχεθεῖν to have courage or nerve for this business, A. Pr.16.
    2 in bad sense, over-boldness, recklessness, Id.Ch. 1004 ( 996);

    πῶς οὖν.. ἐς τόδ' ἂν τόλμης ἔβη; S.OT 125

    , cf. E. Ion 1264, etc.;

    τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας Ar.Th. 702

    ;

    τ. ἀλόγιστος Th.3.82

    , cf. 6.59;

    τ. καὶ ἀναίδεια Antipho 3.3.5

    , Is.6.46;

    θρασύτης καὶ τ. Pl.La. 197b

    ;

    τ. καὶ ἀναισχυντία Id.Ap. 38d

    ;

    ἡ ἄφρων τ. Id.La. 193d

    .
    II a bold or daring act,

    φίλτρα τόλμης τῆσδε A.Ch. 1029

    ; τόλμας (gen.),

    ἃν ἔρεξα E.Andr. 838

    (lyr.): pl.,

    κακὰς δὲ τόλμας μήτ' ἐπισταίμην ἐγώ S.Tr. 582

    , cf. Aj.46;

    ἀνόσιοι πληγῶν τ. Pl.Lg. 881a

    , cf. Ep. 336d.
    III Pythag. name for 2, Anatol. ap. Theol.Ar.8. (v. Τλάω.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τόλμα

  • 7 τολμάω

    τολμ-άω, [dialect] Ion. [full] τολμέω Hdt. 8.77; [dialect] Dor. [ per.] 2sg.
    A

    τολμῇς Theoc.5.35

    : [tense] fut.

    τολμήσω S.El. 471

    , [dialect] Dor.

    - ᾱσῶ Theoc.14.67

    : [tense] pf.

    τετόλμηκα A.Pr. 333

    , [dialect] Dor.

    - ᾱκα Pi.P.5.117

    :—[voice] Med., Lys.Oxy.1606.420 (Bodl. Quarterly Record 5 (1928).303):—undertake, take heart either to do or bear anything terrible or difficult:
    1 mostly abs., dare, endure, submit (v. Τλάω)

    , ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἐτόλμα Il.10.232

    ; σὺ δ' (sc. κραδίη)

    ἐτόλμας Od. 20.20

    ;

    οὐδέ οἱ ἵπποι τόλμων Il.12.51

    ;

    ἐγὼ δ' ἐτόλμησ' A.Pr. 237

    , etc.;

    αἱ συμφοραὶ τοὺς ἡσυχίους τολμᾶν βιάζονται Antipho 3.2.1

    ;

    τ. καὶ ἐκλογίζεσθαι Th.2.40

    ; τολμῶντες ἄνδρες ib.43, cf. S.Tr. 583;

    χρὴ τολμᾶν.. ἐν ἄλγεσι κείμενον ἄνδρα Thgn.555

    ;

    τόλμα κακοῖσιν Id.355

    , 1029;

    τόλμα S.Ph.82

    ; τόλμησον ib. 481: in part., τολμήσας.. παρέστη he took courage and.., Plu.Cam.22, cf. Ev.Marc.15.43.
    2 c. acc. rei, endure, undergo,

    τ. χρὴ τὰ διδοῦσι θεοί Thgn.591

    , cf. E. Hec. 333, Pl.Lg. 872e.
    II c. inf., to have the courage, hardihood, effrontery, cruelty, or the grace, patience, to do a thing in spite of any natural feeling, dare, or bring oneself, to do,

    εἰ.. τολμήσεις Διὸς ἄντα.. ἔγχος ἀεῖραι Il.8.424

    , cf. 13.395, 17.68, Od.9.332, S.Aj. 528, Ar.Nu. 550, Lys.32.2, etc.;

    τόλμησον ὀρθῶς φρονεῖν A.Pr. 999

    , cf. Thgn. 81, 377, etc.; τ. κατακεῖσθαι submit to keep one's bed, Hp.Fract.10;

    τ. ἀποθανεῖν Ep.Rom.5.7

    ;

    οὐδὲ ἀπαιτούμενοι τὸν λόγον ἐτόλμησαν ἡμῖν δοῦναι PCair.Zen.330.5

    (iii B. C.).
    2 sts. c. part., ἐτόλμα.. βαλλόμενος he submitted to be struck, Od.24.162;

    τόλμα ἐρῶσα E. Hipp. 476

    , cf. Thgn.442, E.HF 756.
    3 c. acc., πόλεμον τολμήσαντα undertaking, venturing on it, Od.8.519; [

    ἐσόδους] τετόλμακε Pi.P.5.117

    ; τ. πάντα, δεινά, ἔργον αἴσχιστον, etc., S.OC 761, E.IA 133 (anap.), Med. 695, etc.;

    ὦ πᾶν σὺ τολμήσασα καὶ πέρα S.Fr. 189

    ; also

    τ. τὰ βέλτιστα Th.3.56

    , 4.98;

    πικρὰν πεῖραν S.El. 471

    ; v. τόλμημα:—hence in [voice] Pass., ο ἐτολμήθη πατήρ such things as my father had dared (or done) against him, E.El. 277; τοῦτο τετολμήσθω εἰπεῖν let us take courage to say this, Pl.R. 503b;

    τὰ τολμηθέντα J.AJ2.3.1

    ;

    αἱ τετολμημέναι ἐπίνοιαι Ph.1.674

    ;

    τὰ τετ. εἰς ἐμέ PGoodsp.Cair.15.3

    (iv A. D.).
    4 so in [voice] Act., τετολμηκυῖαι [λέξεις] daring expressions, Phld.Rh.1.341 S.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τολμάω

  • 8 ἄμοχθος

    ᾰμοχθος, -ον
    1 avoiding labour

    οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30

    Lexicon to Pindar > ἄμοχθος

  • 9 ἄρνυμαι

    ἄρνυμαι (fut. ᾰρέομαι coni. Dawes: aor. ᾰρηται; ᾰρέσθαι; ᾰρομένῳ coni.: cf. ἀείρω)
    1 win, gain πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι (v. l. (ἀν ελέσθαι) O. 9.102 ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν (Dawes: αἱρέομαι codd.) P. 1.75 τόλμαν τε καλῶν ἀρομένῳ σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν (sc. Μοῖρα) N. 7.59

    εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46

    ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν I. 1.50

    Lexicon to Pindar > ἄρνυμαι

  • 10 καλός

    κᾰλός (-ός, -όν; -όν nom., acc., -ά, -ῶν, -οῖς, -ά.: comp., superl., v. infra.)
    1 of actions, noble, honourable ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: ἐσλὸν κακοῖς codd.) O. 2.97

    πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19

    ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑμὶ σὺν τρόπῳ N. 7.14

    διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42

    μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχέρῳ κέλευθοι I. 6.22

    ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66

    θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον fr. 121. 4. σὺν δ' ἀνάγκᾳ πὰν καλόν fr. 122. 9. cf. ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών some new honour P. 8.88
    a of living things, handsome

    ἦν δ' ἐσορᾶν καλός O. 8.19

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94

    ( Ἁγησίδαμον)

    ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρ ᾳ τε κεκραμένον O. 10.103

    εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    καλός τοι πίθων παρὰ παισὶν αἰεὶ καλός P. 2.72

    —3.

    ἐξαίρετον γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν P. 4.123

    ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ N. 3.19

    ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν I. 2.4

    b of things. ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν O. 3.23 δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι, καλὸν πῆμα the effigy of Hera, embraced by Ixion P. 2.40
    3 pro subs.,
    a s., work of beauty

    ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46

    b pl.,
    I blessings

    ἁπάντων καλῶν ἄμμορος O. 1.84

    ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ O. 8.86

    ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν P. 8.33

    οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.31

    πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15

    τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; I. 7.2 τόσσαι καλῶν fr. 22. καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 3.
    II noble actions, achievements

    καλὰ ἔρξαις ἀοιδᾶς ἄτερ O. 10.91

    δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45

    ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.96

    θεόθεν ἐραίμαν καλῶν P. 11.50

    τόλμαν τε καλῶν ἀρομένῳ σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν ( courage for noble deeds: sc. Μοῖρα) N. 7.59
    III what is fine, good to hear, see.

    φάμενἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35

    ἔχω καλά τε φράσαι O. 13.11

    καλὰ μελπόμενος N. 1.20

    τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω i. e. the fair side P. 3.83
    IV in wider sense, good, things noble

    ξένον καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον O. 1.104

    στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν O. 11.18

    μὴ παρίει καλά P. 1.86

    φαντὶ δ' ἔμμεν τοῦτ ἀνιαρότατον καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.288

    ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν (fort. corruptum) I. 8.70

    Lexicon to Pindar > καλός

  • 11 καρδία

    καρδία (cf. κραδία: καρδίᾳ, -ίαν; -ίαις.)
    1 heart

    ἐνέπεξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91

    fig., of the feelings:

    καρδίᾳ γελανεῖ ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.2

    πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16

    βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματ P. 1.11

    ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν P. 3.96

    ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.9

    θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν P. 10.44

    οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30

    τις ταρβεῖ προσιόντα νιν καρδίᾳ περισσῶς fr. 110. ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 5. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1. πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν (sc. θεός) fr. 225.

    Lexicon to Pindar > καρδία

  • 12 οὐδέ

    1 following affirmative sent., cl.
    a and... not

    ὡς δ' ἄφαντος ἔπελες, οὐδὲ φῶτες ἄγαγον O. 1.46

    ὣς ἔννεπεν, οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι O. 1.86

    περὶ θνατῶν δ' ἔσσεσθαι μάντιν ἔξοχον, οὐδέ ποτ ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51

    ἤρειδεν δέ μιν Φοῖβος, οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33

    οὐδέ μιν φόρμιγγες δέκονται P. 1.97

    φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον, οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται P. 2.74

    οὐδ' ἀπίθησέ νιν, ἀλλ P. 4.36

    οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι ᾤχοντ' ἀγλαοί, ἀλλ P. 4.82

    οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30

    οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39

    οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα N. 4.4

    σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν N. 7.18

    οὐδ' Ὑπερμήστρα παρεπλάγχθη N. 10.6

    οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30

    οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον I. 4.28

    οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24

    b adversative, butnot

    οὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον ἐν παντὶ χρόνῳ κλέπτοισα θεοῖο γόνον O. 6.36

    οὐδ' ἔλαθε σκοπόν P. 3.27

    οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39

    2 following a neg. sent., phrase, nor
    a

    κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου, οὐδ' ὁπότε O. 2.32

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ ἀλλὰ O. 2.64

    οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων P. 3.17

    οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” P.4.87. “ οὐ πρέπει νῷνχαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν τιμὰν δάσασθαιP. 4.148

    οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς οὐδὲ μακύνων τέλος οὐδέν P. 4.286

    οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.17

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

    αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν· οὐδὲ Κρονίων ἀστεροπὰν ἐλελίξαις οἴκοθεν μαργουμένους στείχειν ἐπώτρυν N. 9.19

    ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.69

    οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις· οὐδ ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.6

    —7.

    οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33

    οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπινI. 5.57 κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει (v. l. οὐ κὶς) fr. 222. 2. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358. irregularly coordinated,

    ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.26

    b

    οὔτε οὐδέ. τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη, οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85

    c

    τε οὐ οὐδέ. Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.37

    d

    οὐδὲ οὐδέ. ἐξίκετ' οὐδ ἀνέμους ἔ[λ]ᾳ[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.110

    οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ Σειρήν (“[οὐ]-οὐδὲ οὐδὲ to be presumed, Zuntz, C. R., 1935, 5) ?fr. 339.
    e οὔτοι οὐδέ. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.
    f fragg. ]γονουτουν ἀμπελ[ ]ιατων οὐδ' Ἀχελωιο[ ( οὔτ' ὦν οὐδὲ vid. Lobel) Πα. 13. c. 11. ἀνδροφθόρον, οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ]αιων οὐδέ μ[ιν fr. 51 f. c. 5.
    3 not... even

    οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν O. 2.16

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (Schneidewin: οὔτε codd.) O. 14.8

    ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89

    τὰν οὐδὲ Πορφυρίων

    μάθεν P. 8.12

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον (Boeckh: οὔτε codd.) I. 8.56

    Lexicon to Pindar > οὐδέ

  • 13 παραιτέω

    Lexicon to Pindar > παραιτέω

  • 14 προσφέρω

    a offer

    τοῦτο δὲ προσφέρων ἄεθλον, ὄρθιον ὤρυσαι θαρσέων O. 9.108

    b lay upon c. acc. & dat. “ ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν;” Apollo speaks P. 9.36
    c add to

    οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30

    d resemble

    ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4

    ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3.

    Lexicon to Pindar > προσφέρω

  • 15 σύνεσις

    1 understanding Θεαρίων, τὶν δὲ τόλμαν τε καλῶν ἀρομένῳ σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν (sc. Μοῖρα: σύνεσις codd., corr. Hermann) N. 7.60 τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις πρόσκοπος ἐσάωσεν fr. 231.

    Lexicon to Pindar > σύνεσις

  • 16 τε

    τε A
    1 connective,
    a joining words and phrases.

    ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον O. 1.38

    νέκταρ ἀμβροσίαν τε O. 1.62

    βίαν παρθένον τε O. 1.88

    ταχυτὰς ποδῶν ἀκμαί τ' ἰσχύος O. 1.96

    ἔρεισμ' Ἀκράγαντος εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον O. 2.7

    Πυθῶνι Ἰσθμοῖ τε O. 2.50

    Κύκνον Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα O. 2.83

    ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94

    τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ( τιθέμεν coni. Hermann) O. 2.97 ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθ-

    λων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6

    πόνος δαπάνα τε O. 5.15

    ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ O. 6.40

    ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79

    λύραι μολπαί τε O. 6.97

    τῶνδε κείνων τε O. 6.102

    Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10

    παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν O. 7.14

    πελώριον ἄνδρα πατέρα τε O. 7.17

    ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα O. 7.52

    τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε O. 7.89

    παῖς ὁ Λατοῦς εὐρυμέδων τε Ποσειδάν O. 8.31

    Θέμις θυγάτηρ τε O. 9.15

    πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν O. 9.40

    Πύρρα Δευκαλίων τε O. 9.43

    πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν O. 9.66

    υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον O. 9.70

    προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ O. 9.83

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94

    Ἰολάου τύμβος ἐνναλίᾳ τ' Ἐλευσὶς O. 9.98

    ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου O. 10.37

    σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.59

    ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τ O. 12.18

    Εὐνομία κασιγνήτα τε O. 13.6

    σταδίου τιμὰν διαύλου θ O. 13.37

    Μοίσαις Ὀλιγαιθίδαισίν τ O. 13.97

    Δὶ Ἐνυαλίῳ τ O. 13.106

    στεφάνοισι ἵπποις τε P. 1.37

    ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν P. 1.40

    ἁγητὴρ ἀνήρ, υἱῷ τ' ἐπιτελλόμενος (cf. A. 4. a infra) P. 1.70

    ἀνδρῶν ἵππων τε P. 2.2

    παρθένος ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10

    ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον P. 3.32

    Λατοίδαισιν Πυθῶνί τ P. 4.3

    Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ P. 4.66

    νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130

    ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέωνP. 4.162

    Ζήταν Κάλαίν τ P. 4.182

    δήσαις ἐμβάλλων τ P. 4.235

    πάχει μάκει τε P. 4.245

    ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290

    Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε P. 5.72

    [θ (codd.: om. byz.) P. 5.100] σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ (bis) P. 5.102

    νόον φέρβεται γλῶσσάν τε P. 5.111

    ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119

    πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ νίκαν P. 6.15

    στεροπᾶν κεραυνῶν τε P. 6.24

    [τίνα πάτραν, τίνα τ' οἶκον (τ del. Boeckh) P. 7.6

    κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.18

    ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ P. 8.20

    κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμωνP. 9.48

    καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις P. 9.70

    παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ P. 9.96

    τέλος ἀρχά τε P. 10.10

    θαλίαις εὐφαμίαις τε P. 10.35

    ἐν καὶ παλαιτέροις νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.59

    ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας P. 11.12

    τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον P. 11.26

    ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος P. 11.55

    ἀθανάτων ἀνδρῶν τε P. 12.4

    δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6

    Σερίφῳ λαοῖσί τε P. 12.12

    ἅρμα Νεμέᾳ τ N. 1.7

    θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε N. 1.56

    στεφάνων ἀρετᾶν τε N. 3.8

    ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα N. 3.19

    Αἰακῷ γένει τε N. 3.28

    κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων N. 3.51

    τετραορίας ἥροάς τ N. 4.29

    τεθμὸς ὧραί τ N. 4.34

    οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ N. 4.67

    ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2

    Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε N. 5.8

    Θέτιν Πηλέα θ N. 5.26

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος N. 5.44

    ἀφνεὸς πενιχρός τε N. 7.19

    ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (supp. Hermann: τε om. codd.) N. 7.22

    τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50

    ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.86

    ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι N. 7.99

    τρὶς τετράκι τ N. 7.104

    Διὸς Αἰγίνας τε N. 8.6

    πάτρᾳ Χαριάδαις τ (Sandys: τε codd.) N. 8.46

    τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14

    ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22

    σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1

    Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11

    πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε N. 10.12

    ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν N. 10.23

    Θρασύκλου Ἀντία τε N. 10.40

    ποδῶν χειρῶν τε (Er. Schmid: ποδῶν τε χειρῶν (τε) codd.) N. 10.48

    θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58

    Ἀρισταγόραν πάτραν τ N. 11.20

    κωμάσαις ἀνδησάμενός τε N. 11.28

    αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35

    καὶ τόθι κλειναῖς τ' Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (τ supp. Bergk, om. codd.: καὶ τόθι. κλειναῖς δ coni. Heyne) I. 2.19

    φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν I. 4.10

    κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26

    ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ, ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (? c. τε v. 55) I. 4.57 διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων τε τρίταν (τε supp. Hermann, om. codd.) I. 4.71

    Κάστορος δ' αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ I. 5.33

    Αἰακοῦ παιδῶν τε I. 5.35

    Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Νηρείδεσσί τε πεντήκοντα I. 6.6

    Ἀίδαν γῆράς τε I. 6.15

    Κλωθὼ κασιγνήτας τε I. 6.17

    αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.33

    Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε I. 8.1

    υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες I. 8.25

    Ζεὺς ἀγλαός τ' ἔρισαν Ποσειδὰν I. 8.27

    Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν I. 8.56

    οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ, ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ ἀέθλων (bis) I. 9.7—8. Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ fr. 2. 2.

    Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Pae. 1.6

    Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2

    Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5

    πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε Pae. 4.41

    κεραυνῷ τριόδοντί τε Pae. 4.43

    πλούτου πειρῶν μακάρων τ ἐπιχώριον τεθμὸν ἀπωσάμενος Pae. 4.46

    ἔταις τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11

    σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε Pae. 6.56

    τεκέων ἀλόχων τε Pae. 8.78

    καλάμῳ μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.37

    κρόταλ αἰθομένα τε δαὶς Δ. 2. 1. στεφάνων τᾶν τ ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. πάνδοξον Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα Παρθ. 2. 1. Ἀγασικλέει ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2.. ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. πέλλαι πίθοι λτ;τε> (supp. Schwartz: τε om. codd. Plutarchi) *fr. 104b. 5.* ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τε> (supp. Boeckh, om. codd. Plutarchi) Θρ... τερπνῶν χαλεπῶν τε fr. 131b. 4. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. ἄνακτι πατρί τε fr. 140a. 64 (38). πόντον ὠκείας τ' ῥιπάς fr. 140c. 2. μένω[ν Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν (τε in lacuna add. Snell) fr. 169. 48. ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ fr. 220. 3. θεὸν ἄνδρα τε fr. 224. κάπρων λεόντων τε fr. 238. where τε joins words in apposition,

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον P. 5.56

    πρόσθα μὲν ἶς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον ( τε ποταμου ροαι Π: ποταμοῦ del. Wil.) fr. 70. 2.

    διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων κῶμόν τ P. 3.73

    where the coordination is irregular, cf. A. 4 infra,

    Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9

    Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11

    παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς P. 12.9

    παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις N. 8.2

    Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65

    ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41

    καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν fr. 42. 3. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν (τε om. codd. nonnulli) fr. 75. 10.
    b joining clauses χρυσέαισί τ' ἄν ἵπποις (Er. Schmid: κἀν, ἀν codd.) O. 1.41

    ὃς Ἕκτορα σφᾶλε Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν O. 2.82

    κολλᾷ τε O. 5.13

    αἰτήσων πόλιν δαιδάλλειν, σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας O. 5.21

    ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34

    ( Ἑρμᾶν)

    ὃς ἔχει Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ O. 6.80

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15

    ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς P. 1.54

    ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν P. 3.4

    κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι δέρμα τε ἄγεινP. 4.161, cf. P. 4.294 ὅτι μοι ὑπάν-

    τασεν μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις P. 8.60

    εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι, ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν N. 9.54

    εἰ δέ τις μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14

    εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰν σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν I. 6.12

    οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ζηνί τε ἅδον (Er. Schmid: θ' ἅδον cod.) 1. 8. 18. with irregular coordination,

    ὕμνον κελάδησε ὅρμον στεφάνων πέμψαντα Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις οὕνεκ Ἀμφιτρύωνος κτἑ N. 4.19

    , cf. N. 5.26, A. 4 infra.
    c joining sentences [ τέκε τε (byz.: ἃ τέκε codd.: ἔτεκε Boehmer) O. 1.89]

    Σικελίας τ O. 2.9

    Ἀχιλλέα τ O. 2.79

    μετάλλασσέν τε O. 6.62

    O. 8.19

    εὐφράνθη τε O. 9.62

    Ἄργει τ' ἔσχεθε O. 9.88

    ὁπᾷ τε O. 10.11

    μέλει τε O. 10.14

    δέξαι τε (δὲ v. l.) O. 13.29

    Νέμεά τ O. 13.34

    ὅσσα τε O. 13.43

    εὗρεν δεῖξέν τε O. 13.75

    ἀλαθής τε O. 13.98

    τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103

    κλέπτει τε P. 3.29

    ἕδνα τε P. 3.94

    κυλινδέσκοντό τε P. 4.209

    λιτάς τ P. 4.217

    καταίνησάν τε P. 4.222

    ἔν τ' ὠκεανοῦ P. 4.251

    Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος P. 4.270

    εὐθύτονόν τε P. 5.90

    τίν τ, Ἐλέλιχθον P. 6.50

    ἅρπασ, ἔνεικέ τε P. 9.6

    στάξοισι θήσονταί τεP. 9.63

    ὁδοί τε P. 9.68

    ἄφωνοί θ P. 9.98

    στρατῷ τ P. 10.8

    χαίρει γελᾷ θ P. 10.36

    δάφνᾳ τε P. 10.40

    ἔπεφνέ τε P. 10.46

    ἀδελφεοῖσί τ P. 10.69

    μάντιν τ' ὄλεσσε (perhaps with μέν v. 31) P. 11.33

    κατένευσέν τε N. 1.14

    ἰδίᾳ τ N. 3.24

    κάπρους τ N. 3.47

    γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν N. 3.57

    πίτναν τ N. 5.11

    φράσθη κατένευσέν τε N. 5.34

    τόλμαν τε N. 7.59

    ἔν τε δαμόταις N. 7.65

    πατρί τ (codd.: δ Heyne e Σ.) N. 10.12

    εἶδ' Ἀπόλλων μιν πόρε τ I. 2.18

    ἁδυπνόῳ τε I. 2.25

    πέλονται ἔν τ' ἀγωνίοις I. 5.7

    ὔμμε τ I. 6.19

    εἶπέν τε I. 6.51

    τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65

    υἱοῖσί τε I. 6.68

    φέρει γὰρ ἄγει τ I. 7.22

    μάτρωί τ I. 7.24

    ἔσσυταί τε I. 8.61

    ἀμφί τε Pae. 2.97

    ἐρικυδέα τ' Pae. 5.39

    ἔκλαγξέ θ (G—H: τε Π.) Πα. 8A. 10.

    Εὐρίπου τε Pae. 9.49

    ἀλκάεσσά τε Δ. 2. 1. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν fr. 75. 2. Διόθεν τε fr. 75. 7. ἐναργέα τ fr. 75. 13. τελευταί τε fr. 108a. 4.
    2 in enumeration,
    a AB τε C τε (D τε)

    ἕδος νέμων, ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ O. 2.13

    ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ O. 7.74

    ὅ τ' ἐν Ἄργει τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἀγῶνές τ Πέλλανά τ· Αἰγίνᾳ τε ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.83

    —6.

    ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν Πυθοῖ τ μηνός τε O. 13.38

    ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα Θαλία τ O. 14.14

    —5.

    Ζηνὸς Ἀλκμήνας θ' ἑλικογλεφάρου Λήδας τε P. 4.172

    ὤρεγον χεῖρας, στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον, μειλιχίοις τε λόγοις ἀγαπάζοντ P. 4.240

    ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν P. 4.251

    —2.

    ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ ἔν τε σοφοῖς P. 4.294

    —5.

    νέμει, πόρεν τε κίθαριν, δίδωσί τε μυχόν τ' ἀμφέπει P. 5.65

    ἔν τε πέφανταί θ' ὅσαι τ θεός τε P. 5.114

    —7.

    Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας μυχῷ τ ἐν Μαραθῶνος, Ἥρας τ ἀγῶν δάμασσας ἔργῳ P. 8.78

    —80.

    παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39

    λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος P. 12.14

    παρὰ Κασταλίαν τε πόντου τε γέφυρ' βοτάνα τε N. 6.37

    —42.

    παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34

    ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι, τύχᾳ τε μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον, Μοίσαισί τ ἔδωκ ἀρόσαι N. 10.25

    —6. “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ ἌρειN. 10.84

    Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν I. 1.32

    ναίει τετίματαί τε Ἥβαν τ' ὀπυίει I. 4.59

    Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε

    κώμων Εὐθυμένει τε I. 6.58

    αἵμασσε γεφύρωσέ τ' Ἑλέναν τ ἐλύσατο I. 8.51

    στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ Δ. 2. 13. τότε βάλλεται ἴων φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται, ἀχεῖ τ ὀμφαὶ οἰχνεῖ τε χοροί fr. 75. 16—9 in apposition,

    βωμοὺς ἐγέραρεν ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.6

    —7.
    b AB τε καὶ C ( καὶ D)

    ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96

    χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα (v. l. κασίγνηταί) O. 13.6—7. “ τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργείου τε κόλπου καὶ ΜυκηνᾶνP. 4.49

    Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70

    Ἐμμενίδαις ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι καὶ μὰν λτ;γτ;ενοκράτει P. 6.6

    ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλόν κελαδήσετ P. 11.9

    Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων N. 3.84

    πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καὶ Ahlwardt: τε codd.) N. 4.62—4.

    Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας N. 7.78

    σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν I. 1.56

    c AB τε C τε καὶ D

    ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς O. 5.11

    —12.

    τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δὶς κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ καὶ κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.81

    —3.
    d miscellaneous τε, καὶ connections Ἄργει θ (δ v. l.)

    ὅσσα ὅσα τ' Πέλλανά τε καὶ Σικύων καὶ Μέγαῤ Αἰακιδᾶν τ εὐερκὲς ἄλσος, ἅ τ Ἐλευσὶς καὶ λιπαρὰ Μαραθών, ταί θ ἅ τ Εὔβοια O. 13.107

    —112.

    Ζῆνα καὶ ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ εὔφρονα καὶ μοῖραν P. 4.194

    —6.
    f A καὶ BC τε, v. καί.
    3 in anaphora [ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδέν τέ μιν (δέ coni. Hermann) O. 9.32]

    ἐκ πόντου ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων P. 4.162

    ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290

    κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26

    ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.15

    χάλκεοι μὲν τοῖχοι, χάλκ[εαί] θ ὑπὸ κίονες ἔστασαν Πα. 8. 68, cf. O. 9.94, [N. 1.37]
    4
    a where τε is irregularly connective, almost καὶ ταῦτα. (for irregularly positioned τε, v. A. 1. a, b, sub fin.; μέν τε; B. b.; D: cf. Schr., Pyth. Comm., on P. 1.75) πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα, πάτρῳ τ' ἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἔδειξεν ἅπασαν codd.) P. 6.46

    ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19

    cf. P. 1.70

    ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45

    b where τε is inclusive rather than connective τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου (ἀμφοτέροις ὑμῖν, σοί τε καὶ τῷ Πυθέᾳ Σ: v. W. Schulze, Q. E., 416; Kl. Schr., 325) I. 5.19
    c in hendiadys

    ἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ P. 4.94

    d and, in particular

    Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ O. 3.39

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26

    [
    e dub. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἐπεὶ μόλεν, ὥς τ' οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (τ del. Hermann, edd. plerique) N. 1.37] B τε τε combined, where the first τε is not connective.
    a joining words, phrases, sentences

    δίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87

    εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115

    ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47

    Τυνδαρίδαις τε χρύσεον ἁδεῖν καλλιπλοκάμῳ θ' Ἐλένᾳ O. 3.1

    αἴτει σκιαρόν τε φύτευμα στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18

    ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3

    Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν O. 5.18

    ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον ἵκωμαί τε O. 6.23

    ἑορτάν τε τεθμόν τε O. 6.69

    [O. 7.5, v. B. b. infra]

    πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43

    Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6

    σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17

    ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68

    ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43

    ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλὸς O. 10.93

    ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον O. 10.103

    Τερψίᾳ θ' Ἐριτίμῳ τ (θ om. codd. nonnulli.) O. 13.42

    μῆτίν τε γαρύων πόλεμόν τ O. 13.50

    ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ P. 1.18

    ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισινP. 4.18

    ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος εὐρυβίᾳ P. 9.13

    ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε P. 9.20

    Αἰγίνᾳ τε γάρ, φαμί, Νίσου τ' ἐν λόφῳ P. 9.90

    πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι (codd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.47—9.

    ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε P. 12.13

    —4.

    ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι N. 3.11

    οἴκοι τ' ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.45

    —6.

    πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ N. 8.13

    ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23

    τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοί ὕβριος I. 4.8

    ἱπποτρόφοι τ' ἐγένοντο, χαλκέῳ τ Ἄρει ἅδον I. 4.14

    —5.

    ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27

    φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου, σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τε

    μορφάεις I. 7.22

    σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26

    κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ I. 8.35

    Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας I. 8.67

    Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Πα. 7B. 15. θεοί· πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 6.
    b with irregular coordination ἔννεπε κρυφᾷ τις ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη, τραπέζαισί τ' διεδάσαντο (τε = σε, Christ, Wackernagel) O. 1.48 τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας ( παρέστασ' ἔν coni. Peek, Phil., 1958, 319) O. 6.42

    συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις O. 7.5

    ἔχω καλά τε φράσαι, τόλμα τε ὀρνύει λέγειν O. 13.11

    ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12

    τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95

    υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” ( Ἄρει χεῖρας ἐναλ. codd., transp. Hermann, τ add. Boeckh) I. 8.37

    ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ I. 8.57

    ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε] ἔρριψεν ἑάν τ ἔφανεν φυὰν (ἄειρ[ε νέᾳ τε] e. g. Snell) Πα. 2. 1. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώταις ἐπὶ νίκαις (deest τε alterum propter lacunam) Παρθ. 2.. ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς, ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ' Παρθ. 2. 16—8.
    c in apposition.

    δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὥς τ' ὥς τ O. 13.75

    —6.

    τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, Περικλύμεν P. 4.175

    ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες, οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11

    —12. μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότα

    τ' ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει I. 1.48

    Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.54

    d in anaphora ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 87—9, cf. O. 13.75—6.
    e in enumeration,

    τε τε τε νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.11

    —2. C τε in combination with other particles
    a

    τε δέ, ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο P. 4.80

    ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς P. 10.11

    ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29

    —30. ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τεῖρε δὲ fr. 169. 26—9.
    b τε δὲ τε, τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155. 1.
    c δὲ τε δέ, v. δέ, N. 5.51—4.
    d

    τε οὐδέ, Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.36

    cf. οὔτε οὐδέ.
    e

    οὔτε τε οὐ, ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40

    [
    f dub., τε ἤ, Δί λτ;τεγτ; μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν (supp. Hermann: Διὶ μισγ. codd.: Ζηνὶ μισγ. Tricl.) I. 8.35]
    g τε ἠδέ, καὶ τότ' ἐγὼ σαρκῶν τ ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.
    h τε καί, v. καί. D not in second position
    a

    νέοις ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε πολέμου O. 2.44

    ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ' ὠδῖνός τ ἐρατᾶς ( ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil., Snell) O. 6.43

    ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.86

    ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.4

    ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ O. 14.18

    ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ P. 4.294

    ἐν δίκᾳ τε N. 5.14

    παρὰ Κασταλίαν τε N. 6.37

    ἐν σοφοῖς

    ἀνδρῶν ἐν δικαίοις τε N. 8.41

    ὑπὲρ πολλῶν τε N. 9.54

    ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27

    ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν I. 8.58

    ]ἐν δαιτί τε Πα. 13. a. 21.
    b after art.

    τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56

    τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 43.
    c after voc. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh) O. 9.112
    d v. also A. 1. a, b sub. fin.; A. 4; B. b.; μέν τε. E fragg.

    θεᾶς θ' Pae. 3.15

    ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3

    φωνᾷ τά τ ἐόντα τε κα[ὶ Pae. 8.83

    ἥρωί τε βω[ Πα. 13. a. 1. ]ιόν τε σκόπελον Δ. 3. 1. ]ς τε χάρμας Δ. 3. 13. ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 1. ]αν λέχεα τ ἀνα[γ]καῖα δολ[ Δ.. 1. ]γένος τε δαιμο[ Δ... ]σι τε ῥοδ[ Δ. 4. c. 2. χάριτάς τ fr. 128. 1. ]ισσαι τε φιλοφροσύναι Θρ.. 1. ]ν ὀρθαι τε Θρ.. 1. ἐπερχόμενόν τε *fr. 140c. 1* λιπαρᾶν τε fr. 196. κακόφρονά τ fr. 211. ξεινοδόκησέν τε fr. 311. Φερσεφόνᾳ ματρί τε ?fr. 346c. 1.

    Lexicon to Pindar > τε

  • 17 θαυμάσιος

    θαυμάσι-ος [ᾰ], α, ον, [dialect] Ion. [pref] θωμ-, rarely ος, ον Luc.Im.19: (v. θαῦμα):—
    A wonderful, marvellous,

    ὄσσα h.Merc. 443

    ;

    χάρις Hes.Th. 584

    (nisi neut. pl.); [

    ὁδὸς] θωμασιωτέρη Hdt.2.21

    ; θωμάσια wonders, marvels, ib.35: [comp] Sup.

    - ώτατα Id.6.47

    ;

    θαυμάσια ἐργάζεσθαι Pl.Smp. 220a

    ; ἧττον θαυμαστά, καίπερ ὄντα θαυμάσια less admired, though admirable, Plu.2.974d: c. inf.,

    τέρας θ. προσιδέσθαι Pi.P.1.26

    ; οὐ θ. [ἐστι] c. inf., Ar.Th. 468;

    ἔστιν δὲ.. τοῦτο.. θ., ὅπως.. Id.Pl. 340

    ; θ. τοῦ κάλλους marvellous for beauty, X.An.2.3.9;

    πρὸς τὴν τόλμαν -ώτατε Aeschin.3.152

    : with interrog., θαυμάσιον ὅσον exceedingly, Pl.Smp. 217a;

    θαυμάσι' ἡλίκα D.19.24

    ; τὸ -ώτατον what is most wonderful, D.S.1.63.
    2 Adv. - ίως wonderfully, i.e. exceedingly, Ar.Nu. 1240: freq. with ὡς, θ. ὡς ἄθλιος marvellously wretched, Pl.Grg. 471a; θ. ἂν ὡς ηὐλαβούμην I should be wonderfully cautious, D.29.1.
    II admirable, excellent, with slight irony, Pl.Phdr. 242a, D. 19.113: freq.

    ὦ θαυμάσιε Pl.R. 435c

    , al.; ὦ -ώτατε ἄνθρωπε, in scorn, X.An.3.1.27.
    III θ. καὶ ἄλογον strange and absurd, Pl.Grg. 496a; θαυμάσια.. ἐργαζομένους behaving in an extraordinary manner, Id.Ap. 35a.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυμάσιος

  • 18 καταδουλόω

    A reduce to slavery, enslave,

    Ἀθήνας Hdt.6.109

    ;

    τὴν Ἑλλάδα Id.8.144

    ;

    Ἀθηναίοις κ. Κέρκυραν Th.3.70

    ;

    νῆσον βασιλεῖ Isoc.9.20

    :—[voice] Pass.,

    κατεδεδούλωντο Hdt.5.116

    ;

    κατεδουλώθησαν Id.6.32

    ;

    καταδεδουλωμένος ὑπό τινος Pl.Smp. 219e

    : abs., Lys.18.5.
    2 more freq. in [voice] Med., make a slave to oneself, enslave,

    τὴν μητρόπολιν Hdt.7.51

    , cf. Pl.R. 351b; τινας X.Mem.2.1.13, cf. GDI 4982 ([place name] Gortyn), PEleph. 3.3 (iii B.C.), etc.;

    ἡ τύχη τὸ σῶμα κατεδουλώσατο Philem.95.8

    ; τὸ κρέσσον τῷ Χείρονι -εύμενοι ([dialect] Ion. for - ούμενοι) Eus.Mynd.Fr. 10;

    κ. τὸν Ἰσραὴλ δουλείαν LXX 1 Ma.8.18

    ; ἔργα ὧν κατεδουλοῦντο αὐτούς ib.Ex.1.14.
    II metaph., enslave in mind,

    παιδισκάριόν με καταδεδούλωκ' εὐτελές Men.338

    , cf. 2 Ep.Cor.11.20;

    κ. τὴν ψυχήν PMag.Lond.123.4

    (iv/v A.D.); break in spirit,

    καταδουλοῖ τὴν τόλμαν ἡ ἀνάγκη App.Pun.81

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδουλόω

  • 19 νυκτερινός

    νυκτερ-ῐνός, ή, όν, ([etym.] νύξ)
    A by night, nightly,

    φυλακή Ar.V.2

    ;

    ξύνοδοι Id.Eq. 477

    ;

    ἀείσματα Eup.139

    ;

    πυρετός Hp.Epid.1.5

    ; στρατηγός ( = νυκτοστράτηγος) Str.17.1.12, CIG 2930 ([place name] Tralles) ;

    φρίξ POxy.924.4

    (iv A.D.) ;

    ἀναχώρησις Th.4.128

    ;

    σύλλογος Pl.Lg. 909a

    , cf. Arist. HA 592b8 ;

    φέγγος Aen.Tact.10.25

    ;

    ν. σύσσημα Id.4.5

    ; ν. γενέσθαι to happen by night, Ar.Ach. 1162 ;

    - ώτατόν τι τολμᾶν

    at dead of night,

    Luc.Icar.21

    .
    2 Astrol., potent by night, Ptol.Tetr.20.
    3 Subst., νυκτερινός, , a kind of musical composition for the flute, used in Dionysiac worship, BCH50.235 (Thasos, iii B.C.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτερινός

  • 20 παραβάλλω

    παραβάλλω, [tense] fut. - βᾰλῶ: [tense] aor. 2 παρέβᾰλον: [tense] pf. - βέβληκα:—
    A throw beside or by, throw to one, as fodder to horses,

    παρὰ δέ σφισι βάλλετ' ἐδωδήν Il.8.504

    , cf. 5.369;

    πὰρ δ' ἔβαλον ζειάς Od.4.41

    ;

    π. [τοῖς ἵπποις] ἀμβροσίαν Pl.Phdr. 247e

    ;

    π. τοὺς ἀνθρώπους τοῖς ὄχλοις Plb.38.17.2

    ; πυρὶ φρύγανα π. add fuel to the flame, Arr.Epict.2.18.5, cf. 2.18.12:— [voice] Pass., παραβληθῆναι [τοῖς θηρίοις] D.C.59.10; τάριχος.. ἀπόνως παραβεβλημένον thrown carelessly before people, Ar.Fr. 333:—[voice] Med., μάζας ἐπὶ κάλαμον παραβαλλόμενοι ordering them to be served up, Pl.R. 372b.
    2 hold out to one as a bait, X.Cyn.11.2.
    II expose, παρέβαλέν τ' ἐμὲ παρὰ γένος ἀνόσιον put me in their power, Ar.Av. 333 (lyr.);

    τῇ τύχῃ.. αὑτὸν π. Philippid.6

    (v.l. for προ-) ; ἂν δ' ἀληθινὸν σαυτὸν παραβάλλῃς if you present, show yourself.., Posidipp.26:—freq. in [voice] Med., expose oneself or what is one's own to hazard or danger, αἰὲν ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος πολεμίζειν risking it in war, Il.9.322; π. τὰ τέκνα risk the lives of one's children, Hdt.7.10.

    θ; παῖδας Th.2.44

    ; πλείω παραβαλλόμενοι having greater interests at stake, Id.3.65;

    οὐκ ἴσα π. X.Cyr.2.3.11

    : [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, Λακεδαιμονίοις πλεῖστον δὴ παραβεβλημένοι having risked far the most upon them, Th.5.113; also

    τὸν κίνδυνον τῶν σωμάτων παραβαλλομένους Id.3.14

    ; venture,

    πρὸς τὴν θάλατταν ὅταν -βάλωνται Plb.1.37.9

    ;

    π. καὶ τολμᾶν Id.18.53.2

    : c. dat.,

    π. τοῖς ὅλοις Id.2.26.6

    ;

    τῷ βίῳ IG12(3).1286.22

    ([place name] Astypalaea): c. inf., venture to do, Plu.Pel.8:—[voice] Pass., παραβεβλημένον τι εἰπεῖν make an unguarded statement, Philostr.VA4.42.
    b in wagering, deposit one's stake, Plu.Cat.Mi.44.
    2 compare one with another, Isoc.9.34, etc.;

    τι παρά τι Pl.Grg. 472c

    ; π. [ἵππον] ἵππῳ match one against another, X.Eq.9.8:—in [voice] Med., παραβάλλομαί σοι (sc. ὄρνιθι) θρήνους I set my songs against.., E.IT 1094 (lyr.): abs., παραβαλλόμεναι vying with one another, Id.Andr. 289 (lyr.); [

    ἀφορμὰς] αἷς οὔτε Ἁρμόδιος παραβεβλήσεται Philostr.VA5.34

    :—freq. in [voice] Pass.,

    π. τινί Hdt.4.198

    ;

    πρός τι Hp.Art.51

    , X.Mem.2.4.5;

    παρά τι Pl.Grg. 475e

    ; ἀπάτα δ' ἀπάταις παραβαλλομένα one piece of treachery set against another, S.OC 231 (lyr.).
    3 bring alongside, in [voice] Med., τὴν ἄκατον παραβάλλου bring your boat alongside, heave to, Ar.Eq. 762;

    ἐφόλκιον Plu.Pomp.73

    ; also

    π. τὼ κωπίω Ar.Ra. 269

    : abs., παραβαλοῦ ib. 180: metaph., παραβάλλου λοιδορῶν avast with your abuse! Plu.2.711d.
    IV throw, turn, bend sideways, ὄμμα π. θύννου δίκην cast it askance, A.Fr. 308;

    τὸν ὀφθαλμὸν παράβαλλ' ἐς Καρίαν Ar.Eq. 173

    ;

    τὠφθαλμὼ παραβάλλεις Id.Nu. 362

    (referred to by Pl.Smp. 221b);

    π. τὸ ἕτερον οὖς πλάγιον X.Cyn.5.32

    ; π. τὰ ὦτα apply one's ears to listen, Pl.R. 531a;

    παραβαλὼν τὴν κεφαλήν Id.Phd. 103a

    ; Ἡρακλεῖ στόμα π. lend one's mouth to Heracles, i.e. join in his praise, Pi.P.9.87 (v.l. περιβ-) ; π. τοὺς γομφίους lay to one's grinders, Ar. Pax34; π. τὸ θύριον τοῦ λόγου, metaph., put to the door.., close it, Plu.2.94 of.
    V deposit with one, entrust to him,

    τινί τι Hdt.2.154

    .
    VI in [voice] Med., deceive, betray, Id.1.108, Th.1.133, Alc.Com.30 ([voice] Act. in the same sense, Hsch.; cf. παραβαλλέταιρος).
    VII Geom., π. παρά .. apply a figure to a finite line,

    παραλληλόγραμμον π. παρὰ εὐθεῖαν Euc.6.27

    , cf. Archim.Aequil.2.1.
    2 since to apply an area xy to a line of length x is to divide xy by x, π. = divide,

    τι παρά τι Dioph.5.10

    , al.; cf. παρά C. 1.4c.
    B intr., come near, approach, Pl.Ly. 203b, PPetr.3p.102 (iii B. C.), etc.; enter, Arist.Pol. 1331a34; π. ἀλλήλοις meet one another, Pl.R. 556c; f.l. for περιβάλῃ, ib. 499b;

    παρέβαλεν Ἀναξιμένει τῷ ῥήτορι

    was a pupil of

    A.

    , Plu.2.846f.
    II go by sea, cross over,

    παρέβαλε νηυσὶ ἰθὺ Σκιάθου Hdt.7.179

    , cf. Philipp. ap. D.12.16, Arist.Mir. 836a29; of ships,

    ναῦς Πελοποννησίων ἐς Ἰωνίαν π. Th.3.32

    .
    III come alongside, bring to,

    περὶ Ῥόδον παραβαλόντος ναυτικοῦ στόλου Arist.GA 763a31

    ; παραβαλόντες τῇ πεντήρει having come alongside of her, in a sea-fight, Plb.15.2.12, cf. 1.22.9: generally, come to land, of quails, Arist.HA 597b15:—in [voice] Med., put in,

    πρός τινας Philostr. VA6.16

    .
    V Astrol., to be in the same right ascension as, c. dat., Cat.Cod.Astr.1.113, 5(1).188.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβάλλω

См. также в других словарях:

  • τολμᾶν — τόλμα courage fem gen pl (doric aeolic) τολμάω Bodl. Quarterly Record pres part act masc voc sg (doric aeolic) τολμάω Bodl. Quarterly Record pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) τολμάω Bodl. Quarterly Record pres part act masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμᾷν — τολμάω Bodl. Quarterly Record pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόλμαν — τόλμα courage fem acc sg τόλμᾱν , τολμάω Bodl. Quarterly Record imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τόλμᾱν , τολμάω Bodl. Quarterly Record imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸν δ’ἀγαθὸν τολμᾶν χρῇ. — τὸν δ’ἀγαθὸν (νόον) τολμᾶν χρῇ. См. Попытка, не пытка, а спрос не беда …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • смею — сметь, укр. смiю, смiти, блр. смею, смець, др. русск., ст. слав. съмѣти, съмѣѭ τολμᾶν (Мар., Зогр., Ассем., Клоц., Супр.), болг. смея (Младенов 596), сербохорв. смjе̏ти, сми̏jем, словен. smẹti, smẹ̑jem, smẹ̑m, чеш. smiti, smim, слвц. smiеt᾽,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • попытка не пытка(шутка), а спрос не беда — Отказ не обух, шишек на лбу не будет. Ср. Что ж девка хорошая и роду честного. Али приглянулась?.. Что ж, доложусь великому государю: попытка не пытка, а спрос не кнут . Д.Л. Мордовцев. Великий раскол. 1, 8. Ср. Я решился жить с Боуфалом,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Попытка, не пытка(шутка), а спрос не беда — Попытка, не пытка (шутка), а спросъ не бѣда. Отказъ не обухъ, шишекъ на лбу не будетъ. Ср. Что жъ дѣвка хорошая и роду честнаго. Али приглянулась?... Что жъ, доложусь великому государю: «попытка не пытка, а спросъ не кнутъ». Д. Л. Мордовцевъ.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • крѣпость — Крепость крѣпость (1) 1. Мужество, доблесть: Почнемъ же, братіе, повѣсть сію отъ стараго Владимера до нынѣшняго Игоря, иже истягну умь крѣпостію своею и поостри сердца своего мужествомъ, наплънився ратнаго духа, наведе своя храбрыя плъкы на землю …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • AUDACES — I. AUDACES apud Claudian. de Bell. Gildon. v. 220. Audaces legat ipsa viras, qui colla ferarum Arte ligent, certôque premant venabula nisu: Iustiniano Novellâ 105. εὐδοκιμοῦντες τῇ τόλμῃ, alias παράβολοι, homines dicti sunt perditaeac desperatae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… …   Dictionary of Greek

  • ακατάκριτος — η, ο (Α ἀκατάκριτος, ον) [κατακρίνω] 1. αυτός που δεν έχει καταδικαστεί 2. που δεν κατηγορήθηκε ή δεν μπορεί να κατακριθεί για τίποτέ 3. επίρρ. ἀκατακρίτως χωρίς κατάκριση, ελεύθερα, άφοβα «ἀκατακρίτως τολμᾱν ἐπικαλεῑσθαί σε» (Ιω. Χρυσόστομος) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»