-
1 τόλμ'
τόλμα, τόλμαcourage: fem nom /voc sgτόλμαι, τόλμαcourage: fem nom /voc plτόλμᾱͅ, τόλμαcourage: fem dat sg (doric aeolic) -
2 τολμήεις
A enduring, steadfast, Od.17.284; daring, bold, Il.10.205, Pi. l. c.: [comp] Sup. [var] contr. τολμήστατε (v.l. τολμίστατε ) is f.l. in S.Ph. 984. The prose form is τολμηρός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τολμήεις
-
3 τόλμα
τόλμ-ᾰ, ης, ἡ, also [full] τόλμη, which Phryn.PSp.114 B. compares with πρύμνη for πρύμνα: but (apart fromAπρὸς τόλμην πεσεῖν S.Ichn. 11
(Pap.), which is not guaranteed by the metre) only the form τόλμᾰ (acc. τόλμᾰν, e. g. E.IT 862 ) occurs in [dialect] Att. and Trag., E.Andr. 702, Ion 1264, Fr. 426 (in E. Ion 1416, ἥ γε τόλμα σου (cj. Jodrell) is the prob.l.), Th.3.82, 6.59, Pl.La. 193d, R. 575a, Gal.15.144, POxy.1119.8 (iii A. D.), etc.; so in [dialect] Ion., Hdt. 7.135; but τόλμη (nom.) in Clitarch. 35J., acc. cod.Alex.: [dialect] Dor. [full] τόλμᾱ, Pi. O.9.82, 13.11:—courage, hardihood, Pi. ll. cc., Hdt.2.121.ζ, Trag. and [dialect] Att. (v. supr.); τόλμα καλῶν courage for noble acts, Pi.N.7.59; τῶνδε τόλμαν σχεθεῖν to have courage or nerve for this business, A. Pr.16.2 in bad sense, over-boldness, recklessness, Id.Ch. 1004 ( 996);πῶς οὖν.. ἐς τόδ' ἂν τόλμης ἔβη; S.OT 125
, cf. E. Ion 1264, etc.;τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας Ar.Th. 702
;τ. ἀλόγιστος Th.3.82
, cf. 6.59;τ. καὶ ἀναίδεια Antipho 3.3.5
, Is.6.46;θρασύτης καὶ τ. Pl.La. 197b
;τ. καὶ ἀναισχυντία Id.Ap. 38d
;ἡ ἄφρων τ. Id.La. 193d
. -
4 τολμάω
Aτολμῇς Theoc.5.35
: [tense] fut. , [dialect] Dor.- ᾱσῶ Theoc.14.67
: [tense] pf. , [dialect] Dor.- ᾱκα Pi.P.5.117
:—[voice] Med., Lys.Oxy.1606.420 (Bodl. Quarterly Record 5 (1928).303):—undertake, take heart either to do or bear anything terrible or difficult:1 mostly abs., dare, endure, submit (v. Τλάω), ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἐτόλμα Il.10.232
; σὺ δ' (sc. κραδίη)ἐτόλμας Od. 20.20
;οὐδέ οἱ ἵπποι τόλμων Il.12.51
;ἐγὼ δ' ἐτόλμησ' A.Pr. 237
, etc.; ;τ. καὶ ἐκλογίζεσθαι Th.2.40
; τολμῶντες ἄνδρες ib.43, cf. S.Tr. 583;χρὴ τολμᾶν.. ἐν ἄλγεσι κείμενον ἄνδρα Thgn.555
;τόλμα κακοῖσιν Id.355
, 1029;τόλμα S.Ph.82
; τόλμησον ib. 481: in part., τολμήσας.. παρέστη he took courage and.., Plu.Cam.22, cf. Ev.Marc.15.43.II c. inf., to have the courage, hardihood, effrontery, cruelty, or the grace, patience, to do a thing in spite of any natural feeling, dare, or bring oneself, to do,εἰ.. τολμήσεις Διὸς ἄντα.. ἔγχος ἀεῖραι Il.8.424
, cf. 13.395, 17.68, Od.9.332, S.Aj. 528, Ar.Nu. 550, Lys.32.2, etc.;τόλμησον ὀρθῶς φρονεῖν A.Pr. 999
, cf. Thgn. 81, 377, etc.; τ. κατακεῖσθαι submit to keep one's bed, Hp.Fract.10;τ. ἀποθανεῖν Ep.Rom.5.7
;οὐδὲ ἀπαιτούμενοι τὸν λόγον ἐτόλμησαν ἡμῖν δοῦναι PCair.Zen.330.5
(iii B. C.).2 sts. c. part., ἐτόλμα.. βαλλόμενος he submitted to be struck, Od.24.162;τόλμα ἐρῶσα E. Hipp. 476
, cf. Thgn.442, E.HF 756.3 c. acc., πόλεμον τολμήσαντα undertaking, venturing on it, Od.8.519; [ἐσόδους] τετόλμακε Pi.P.5.117
; τ. πάντα, δεινά, ἔργον αἴσχιστον, etc., S.OC 761, E.IA 133 (anap.), Med. 695, etc.; ; alsoτ. τὰ βέλτιστα Th.3.56
, 4.98;πικρὰν πεῖραν S.El. 471
; v. τόλμημα:—hence in [voice] Pass., ο ἐτολμήθη πατήρ such things as my father had dared (or done) against him, E.El. 277; τοῦτο τετολμήσθω εἰπεῖν let us take courage to say this, Pl.R. 503b;τὰ τολμηθέντα J.AJ2.3.1
;αἱ τετολμημέναι ἐπίνοιαι Ph.1.674
;τὰ τετ. εἰς ἐμέ PGoodsp.Cair.15.3
(iv A. D.). -
5 τόλμη
-
6 τόλμημα
A adventure, enterprise, daring or shameless act, freq. in E. (not in A. or S.), mostly in pl., E. Or. 1064, Ba. 1222, al.: sg., Ph. 1676;τ. τολμᾶτον οὐκ ἀνασχετόν Ar. Pl. 419
, cf. Th.6.54, 7.43, Pl.Lg. 636c, etc.2 in language, a bold expression, Hermog.Inv.4.12, Meth.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τόλμημα
-
7 τολμηρός
Aοἱ-ότατοι Isoc. 3.21
;προθυμία-οτάτη Th.1.74
; τὸ τ. τινῶν their hardihood, ib. 102; τὸ -ότερον your greater daring, Id.2.87;τ. πολλὰ δρᾶν Arist.EN 1117a2
;κἂν εἰ -ότερον εἰρῆσθαι Pl.Sph. 267d
: also in Poets, E.Supp. 305, Ar.Nu. 445 (anap.), Bion 1.60;ἀνοίας οὐδὲν -ότερον Men.738
; opp. εὔτολμος, Id.Mon. 153. Adv.- ρῶς Th.3.74
,83, X.Smp.2.12, etc.: [comp] Comp.- ότερον Th.4.126
, Plb.1.17.7, Ep.Rom.15.15: [comp] Sup.- ότατα Poll.3.136
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τολμηρός
-
8 τόλμησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τόλμησις
-
9 τολμητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τολμητέον
-
10 τολμητής
A bold, venturous man, Th.1.70, Ph.2.72, J.AJ20.9.1, Adam.2.5;θυμὸς τ. AP9.678
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τολμητής
-
11 τολμητίας
A = τολμητής, Com.Adesp. 1166, Adam.1.7, Agath.1.4, 4.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τολμητίας
-
12 τολμητικός
A = τολμηρός, in [comp] Sup., Hippod. ap. Stob.4.1.94.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τολμητικός
-
13 τολμητός
A ventured, to be ventured,πὰν τόλμᾱτον Sapph.2.17
;ἔστ' ἐκείνῳ πάντα.. τολμητά
within the compass of his daring,S.
Ph. 634, cf. Cratin.324b;ἐλπὶς τ. E.
l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τολμητός
-
14 τόλμιλλος
τόλμ-ιλλος, ὁ,A dare-devil, Theognost. Can.Prooem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τόλμιλλος
-
15 προτομίζεσθαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτομίζεσθαι
См. также в других словарях:
τόλμ' — τόλμα , τόλμα courage fem nom/voc sg τόλμαι , τόλμα courage fem nom/voc pl τόλμᾱͅ , τόλμα courage fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκήεσσα — ἡ, Α τοκάς (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *τοκήεις < τόκος + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεσσα, θηλ. τού τολμ ήεις] … Dictionary of Greek
οδμηρός — ὀδμηρός, ά, όν (Α) δύσοσμος, δυσώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδμή, παλαιότ. επικ. τ. τής λ. ὀσμή + κατάλ. ηρός (πρβλ. δαπανηρός, τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
οδυνηρός — ή, ό (ΑΜ ὀδυνηρός, ά, όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός (εντομ.) γένος… … Dictionary of Greek
οισυπηρός — οἰσυπηρός, ά, όν (Α) αυτός που είναι γεμάτος από οισύπη, λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύπη «λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το έριο τών προβάτων» + κατάλ. ηρός (πρβλ. λυπ ηρός, τολμ ηρός] … Dictionary of Greek
ομιχλήεις — ὀμιχλήεις και ὁμιχλήεις, εσσα, εν (Α) ομιχλώδης, γεμάτος ομίχλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμίχλη + κατάλ. ήεις (πρβλ. μοχθ ήεις, τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
ομπνηρός — ὀμπνηρός, ά, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνηρὸν ὕδωρ τρόφιμον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνη «δημητριακός καρπός για τροφή» + κατάλ. ηρός (πρβλ. λυπηρός, τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
ομφήεις — ὀμφήεις, εσσα, εν (ΑΜ) αυτός που αφήνει φωνή η οποία προλέγει το μέλλον, μαντικός, προφητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφή (Ι) «φωνή θεού» + κατάλ. ήεις (πρβλ. ομιχλ ήεις, τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
οπήεις — ὀπήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει οπή, τρύπιος («δίφρος ὀπήεις», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπή + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] … Dictionary of Greek
οπλήεις — ὁπλήεις, εσσα, εν (Α) οπλισμένος, αρματωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] … Dictionary of Greek
οσμηρός — ή, ό (Α ὀσμηρός, ά, όν) αυτός που αναδίδει οσμή, οσμήρης νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οσμηρός ζωολ. γένος σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων τής οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών τού σολομού και τής πέστροφας αρχ. το αρσ. ως ουσ. πιθ. το φυτό μηδική.… … Dictionary of Greek