-
1 τρύγη
2 vintage, AP 11.203, Ath.2.40b, PRyl.157.18 (ii A. D.), etc.;τ. ἀμπέλων Hierocl. p.63
A.; grape-gatherers,Hsch.
s.v. σταφυλοδρόμοι; cf. τρυγητήρ. -
2 τρύγημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρύγημα
-
3 τρυγήσιμος
τρυγ-ήσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγήσιμος
-
4 τρύγησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρύγησις
-
5 τρυγητήρ
II = προτρυγητήρ, Colum.11.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγητήρ
-
6 τρυγητήριον
τρυγ-ητήριον, τό,A wine-press, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγητήριον
-
7 τρυγητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγητής
-
8 τρυγητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγητικός
-
9 τρύγητος
τρύγ-ητος, ὁ,A gathering of fruits, vintage, harvest, LXXIs.24.13, PCair.Zen.355.113 (iii B. C.), PTeb.120.120, al. (i B. C.), Plu.2.671d, cf. Poll.1.61.2 time thereof, harvest or vintage, Th.4.84, Thphr.HP5.1.2, 9.11.8, LXXAm.4.7, al., Luc.Philops.22, Gal.6.577.IV (oxyt.) drying up of a lake, Sch.Nic.Th. 368. (τρύγητος ὁ καιρὸς μονογενῶς, τρυγητὸς δὲ τὸ τρυγώμενον Hdn.Gr.1.220, cf. Hsch.; butὀξυτόνως ὁ καιρὸς τοῦ τρυγᾶν Ammon.Diff. p.17
V.; Moschop. ad Hes.Op. 386 denies the distinction.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρύγητος
-
10 τρυγήτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγήτρια
-
11 τρυγία
-
12 τρυγίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγίας
-
13 τρυγίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγίζω
-
14 τρυγικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγικός
-
15 τρύγινον
τρῠγ-ῐνον, τό,A made from lees, name of a black pigment, Polygnot. et Micon ap. Plin.HN35.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρύγινον
См. также в других словарях:
οβελίας — ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης) ως επίθ. ψημένος στη σούβλα («ὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.) νεοελλ. αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα αρχ. φρ. «ὀβελίας ἄρτος» (στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός +… … Dictionary of Greek
σκαφητός — ὁ, ΜΑ σκαφή, σκάψιμο («ὅτι μισθώσαιτο ἄνδρας ὁμοῡ καὶ γυναῑκας ἐπί σκαφητόν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα ητός, αναλογικά προς τα: ἀλο ητός, γεωργ ητός, τρυγ ητός] … Dictionary of Greek
στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… … Dictionary of Greek
στεμφυλίας — ὁ, Α (συν. σε συνεκφορά με το οίνος) ο στεμφυλίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα ίας (πρβλ. τρυγ ίας)] … Dictionary of Greek
τυπητός — ὁ, Α τυπετός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. ητός (πρβλ. τρυγ ητός)] … Dictionary of Greek