-
1 τρυγωδος
ὅ Arph. = κωμῳδός См. κωμωδος (т.к. комедийные представления были связаны со сбором винограда или потому, что их участники мазали себе лица винным отстоем; ср. Hor. Αςσ Ποετ. 277: πεςυξγτι ζαεγιβυσ οςα)
См. также в других словарях:
οβελίας — ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης) ως επίθ. ψημένος στη σούβλα («ὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.) νεοελλ. αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα αρχ. φρ. «ὀβελίας ἄρτος» (στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός +… … Dictionary of Greek
σκαφητός — ὁ, ΜΑ σκαφή, σκάψιμο («ὅτι μισθώσαιτο ἄνδρας ὁμοῡ καὶ γυναῑκας ἐπί σκαφητόν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα ητός, αναλογικά προς τα: ἀλο ητός, γεωργ ητός, τρυγ ητός] … Dictionary of Greek
στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… … Dictionary of Greek
στεμφυλίας — ὁ, Α (συν. σε συνεκφορά με το οίνος) ο στεμφυλίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα ίας (πρβλ. τρυγ ίας)] … Dictionary of Greek
τυπητός — ὁ, Α τυπετός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. ητός (πρβλ. τρυγ ητός)] … Dictionary of Greek