-
1 τρύγητος
τρύγ-ητος, ὁ,A gathering of fruits, vintage, harvest, LXXIs.24.13, PCair.Zen.355.113 (iii B. C.), PTeb.120.120, al. (i B. C.), Plu.2.671d, cf. Poll.1.61.2 time thereof, harvest or vintage, Th.4.84, Thphr.HP5.1.2, 9.11.8, LXXAm.4.7, al., Luc.Philops.22, Gal.6.577.IV (oxyt.) drying up of a lake, Sch.Nic.Th. 368. (τρύγητος ὁ καιρὸς μονογενῶς, τρυγητὸς δὲ τὸ τρυγώμενον Hdn.Gr.1.220, cf. Hsch.; butὀξυτόνως ὁ καιρὸς τοῦ τρυγᾶν Ammon.Diff. p.17
V.; Moschop. ad Hes.Op. 386 denies the distinction.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρύγητος
См. также в других словарях:
σκαφητός — ὁ, ΜΑ σκαφή, σκάψιμο («ὅτι μισθώσαιτο ἄνδρας ὁμοῡ καὶ γυναῑκας ἐπί σκαφητόν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα ητός, αναλογικά προς τα: ἀλο ητός, γεωργ ητός, τρυγ ητός] … Dictionary of Greek
τυπητός — ὁ, Α τυπετός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. ητός (πρβλ. τρυγ ητός)] … Dictionary of Greek