-
1 τρυγ-ώδης
-
2 τρυγ-ῳδός
τρυγ-ῳδός, ὁ, eigtl. Most-, Hefensänger (also von τρύξ), ältere Benennung für κωμῳδός, entweder weil die Sänger ihr Gesicht, um es lächerlich u. unkenntlich zu machen, mit Hefen bestrichen, wie Hor. art. poet. 275 annimmt, oder weil der Sieger Most als Belohnung empfing (Schol. Ar. Ach. 473); nach Andern Weinlesensänger (also dann von τρύγη); Ar. Vesp. 650. 1534.
-
3 τρυγ-ῳδικός
τρυγ-ῳδικός, ή, όν, = κωμῳδικός, χορός, Ar. Ach. 851.
-
4 τρυγ-ῳδο-ποιο-μουσική
τρυγ-ῳδο-ποιο-μουσική, ἡ, die Komödien dichtende Tonkunst, Ar. Thesm. frg. bei Ath. III, 117 c.
-
5 τρυγ-ῳδέω
-
6 τρυγ-ῳδία
-
7 τρυγώδης
τρυγ-ώδης, ες, hefenartig, voll Hefen, hefig -
8 τρυγῳδοποιομουσική
τρυγ-ῳδο-ποιο-μουσική, ἡ, die Komödien dichtende Tonkunst -
9 τρυγῳδός
См. также в других словарях:
οβελίας — ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης) ως επίθ. ψημένος στη σούβλα («ὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.) νεοελλ. αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα αρχ. φρ. «ὀβελίας ἄρτος» (στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός +… … Dictionary of Greek
σκαφητός — ὁ, ΜΑ σκαφή, σκάψιμο («ὅτι μισθώσαιτο ἄνδρας ὁμοῡ καὶ γυναῑκας ἐπί σκαφητόν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα ητός, αναλογικά προς τα: ἀλο ητός, γεωργ ητός, τρυγ ητός] … Dictionary of Greek
στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… … Dictionary of Greek
στεμφυλίας — ὁ, Α (συν. σε συνεκφορά με το οίνος) ο στεμφυλίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα ίας (πρβλ. τρυγ ίας)] … Dictionary of Greek
τυπητός — ὁ, Α τυπετός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. ητός (πρβλ. τρυγ ητός)] … Dictionary of Greek