-
1 τρυγητήρ
τρυγητήρone who gathers ripe fruit: masc nom sg -
2 τρυγητήρ
II = προτρυγητήρ, Colum.11.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγητήρ
-
3 τρυγητήρων
τρυγητήρone who gathers ripe fruit: masc gen pl -
4 τρυγητήρας
-
5 τρυγητῆρας
-
6 τρύγη
2 vintage, AP 11.203, Ath.2.40b, PRyl.157.18 (ii A. D.), etc.;τ. ἀμπέλων Hierocl. p.63
A.; grape-gatherers,Hsch.
s.v. σταφυλοδρόμοι; cf. τρυγητήρ. -
7 τρυγητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγητής
-
8 τρυγήτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγήτρια
См. также в других словарях:
τρυγητήρ — one who gathers ripe fruit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και ιδίως τα σταφύλια, ο τρυγητής 2. ονομασία αστέρα, προτρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. τήρ* (πρβλ. τιμωρη τήρ)] … Dictionary of Greek
τρυγητῆρας — τρυγητήρ one who gathers ripe fruit masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγητήρων — τρυγητήρ one who gathers ripe fruit masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α αστρον. αστέρας προς τα δεξιά τού αστερισμού τής Παρθένου, που ανατέλλει λίγο πριν από τον τρυγητή, αλλ. τρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τρυγητήρ (< τρυγῶ)] … Dictionary of Greek