Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τέτταρσιν

См. также в других словарях:

  • τέτταρσιν — τέσσαρες four masc/fem dat pl (attic) τέσσαρες four neut dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικύπτω — (AM ἐπικύπτω) [κύπτω] 1. σκύβω προς τα κάτω, πάνω από κάτι («ὀρθὸς ἕστηκεν ἢ μικρὸν ἐπικύπτων», Αριστοτ.) 2. σκύβω για να κάνω κάτι μσν. υποκύπτω αρχ. 1. στηρίζομαι, ακουμπώ κάπου («τὸν ὑπέργηρον... οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα», Λουκιαν.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • προσκαταλέγω — Α [καταλέγω] 1. εγγράφω σε κατάλογο επί πλέον, ως προσθήκη («παρθένοις τέτταρσιν οὔσαις δύο ἑτέρας προσκαταλέγω», Δίον. Αλ.) 2. συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ («τοῑς ἔθνεσιν ἑκάστοις τὰς γειτνιώσας προσκαταλέγοντες νήσους», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»