Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τάμε

См. также в других словарях:

  • τάμε — ὁ, Μ άκλ. βλ. ντάμε (Ι) …   Dictionary of Greek

  • τάμε — τέμνω cut aor imperat act 2nd sg τέμνω cut aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ντάμε — (I) ντάμε και τάμε, ὁ (Μ) (στη φρ.) «τάμε ὁ Θεός» Κύριος ο Θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. dame (πρβλ. γαλλ. damedeu)]. (II) ντάμε και τάμεν (Μ) (σύνδ.) όμως, εν τούτοις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. dame (πρβλ. λατ. famer)] …   Dictionary of Greek

  • VINUM — quô Auctore mortalibus sit monstratum, diximus paulo supra. Graecis id Oeneum, unde et οἴνου nomen, an Icarum, Italis Ianum, dedisse, refert Athenaeus, l. 15. uti et far: sed utrumque non tam potui aut cibo quam divino cultui et sacris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υποτέμνω — και ιων. τ. ὑποτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω αποκάτω («ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός», Ομ. Ιλ.) 2. κόβω κρυφά, δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῡ βοός», Αριστοφ.) 3. αποκόπτω, παρεμποδίζω με δολιότητα (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»