-
1 κραντήρες
-
2 κραντῆρες
-
3 κραντήρ
A one that accomplishes: κραντῆρες, οἱ, wisdom-teeth, which come last and complete the set, Arist. HA 501b25 ( κριτῆρες cited by EM742.37), Poll.2.93: generally, teeth, Nic.Th. 447 (sg.), Ruf.Onom.51: in sg., a boar's tusk, Lyc.833.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραντήρ
-
4 σωφρονιστήρ
A = σωφρονιστής, Plu.Cat.Ma.27.II pl., wisdom-teeth (= κραντῆρες), Hp.Carn.13, Cleanth.Stoic.1.118, Ruf.Onom.51, Hsch., etc.III σωφρονιστὴρ λίθος at Thebes, which restored reason to Heracles, Paus.9.11.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονιστήρ
См. также в других словарях:
κραντῆρες — κραντήρ one that accomplishes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραντήρ — κραντήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κραίνω (Ι)] 1. αυτός που τελειώνει κάτι 2. άρχοντας, ηγεμόνας 3. δόντι 4. στον πληθ. οἱ κραντήρες τα τελευταία δόντια που βγάζει ο άνθρωπος, οι φρονιμήτες, οι σωφρονιστήρες («φαίνονται δὲ οἱ τελευταῑοι τοῑς ἀνθρώποις γομφίοι … Dictionary of Greek