Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κραντῆρες

См. также в других словарях:

  • κραντῆρες — κραντήρ one that accomplishes masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραντήρ — κραντήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κραίνω (Ι)] 1. αυτός που τελειώνει κάτι 2. άρχοντας, ηγεμόνας 3. δόντι 4. στον πληθ. οἱ κραντήρες τα τελευταία δόντια που βγάζει ο άνθρωπος, οι φρονιμήτες, οι σωφρονιστήρες («φαίνονται δὲ οἱ τελευταῑοι τοῑς ἀνθρώποις γομφίοι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»